- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

“Για να μιλήσω για τον Τζορτζ Φλόιντ, είναι απαραίτητο να μιλήσω για τις δικές μου αποτυχίες”

Κατηγορίες: Βόρεια Αμερική, Καραϊβική, Η.Π.Α., Τρινιδάδ και Τομπάγκο, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διαδηλώσεις, Εθνότητα & φυλή, Ιδέες, Ιστορία, Μέσα των πολιτών, Γέφυρα
[1]

Τοιχογραφία του Τζορτζ Φλόιντ έξω από το Cup Foods στη Chicago Avenue και E 38η Οδό στη Μινεάπολη της Μινεσότα. Η τοιχογραφία είναι από τους καλλιτέχνες Xena Goldman, Cadex Herrera και Greta McLain. Η ομάδα άρχισε να εργάζεται στην τοιχογραφία την Πέμπτη το πρωί και την ολοκλήρωσε εντός 12 ωρών με τη βοήθεια των καλλιτεχνών Niko Alexander και Pablo Hernandez. Φωτογραφία [1] από τον Lorie Shaull (CC BY-SA 2.0 [2])

Η αρχική εκδοχή [3] του παρακάτω άρθρου δημοσιεύτηκε στη σελίδα της συντάκτριας στο Facebook.

Για να μιλήσω για τον Τζορτζ Φλόιντ, είναι απαραίτητο να μιλήσω για τις δικές μου αποτυχίες. Το ότι μιλάω τώρα είναι, επειδή προσπαθώ να γεμίσω ένα πηγάδι σιωπής, που γέμιζα για αρκετές ημέρες, σκέφτομαι. Είναι επικίνδυνο να είμαι σιωπηλή σε τέτοιες στιγμές και η σιωπή μου κατά την επέτειο της Ημέρας Άφιξης από τις Ινδίες [4] ήταν μέρος αυτής της έλλειψης λόγου. Δεν αρκεί να πω ότι έχω μια περίπλοκη σχέση με την ινδικότητά μου και να το αφήσω εκεί. Γίνεται όλο και πιο σημαντικό να εξηγήσω πώς ήμουν τόσο ταραγμένη παρατηρήτρια όσο και αναμφισβήτητα δικαιούχος της βίας και του ρατσισμού προς τους πολίτες με διπλή καταγωγή (Ινδία-Καραϊβική). Πώς έχω δει ότι η βία χρησιμοποιείται εναντίον μαύρων σωμάτων σε αυτόν, τον κοινό μας χώρο στην Καραϊβική, όλη μου τη ζωή.

Όπως πολλές γυναίκες με διπλή καταγωγή (Ινδία-Καραϊβική) και άνθρωποι της γενιάς μου και άλλων γενεών, που προηγούνται και ακολουθούν τη δική μου, μεγάλωσα σε μια κοινοτική κουλτούρα Μαύρης Υποψίας και Ινδικής Υπεροχής. Και να μη διέδιδαν οι γονείς μου αυτήν την ιδεολογία με καθαρά και σταράτα λόγια (δεν το έκαναν), ωστόσο υπήρχε γύρω μου. Δεν μου δίδαξαν τόσο πολύ, όπως κατάλαβα, ότι το χειρότερο πράγμα (ναι, πράγμα) που θα μπορούσες να φέρεις σπίτι ήταν ένας μεγάλος μαύρος άνδρας™. Κατάλαβα, περισσότερο, παρά έμαθα, ότι θα έπρεπε να είμαι περήφανη για τον πολιτισμό μου, “διατηρημένος και άθικτος” όπως ήταν: έπλεε πάνω από το ύπουλο kala pani [5] [ΣτΜ: κυριολεκτικά “μαύρο νερό”, ταμπού] και τις βαρβαρότητες των συμβάσεων. Με οδήγησαν να αισθάνομαι ευγνώμων, που είχα μια ταυτότητα: που μπορούσα να φορέσω ένα σάρι, να απαγγείλω ένα μάντρα, να μαγειρέψω ένα dhal [ΣτΜ: ινδικές φακές], να επιλέξω ή να απορρίψω σαν να ήμουν στο Mastana Bahar [ΣτΜ: τοπική τηλεοπτική εκπομπή-θεσμός αναζήτησης ταλέντων στο Τρινιντάντ], να ανάψω κεριά σε ένα Ντιβάλι [ΣτΜ: Ινδουιστικό Φεστιβάλ των Φώτων]. Σε αντίθεση με αυτό, ο κατακερματισμός και η διαγραφή, που εφαρμόστηκαν στον πολιτισμό όσων είχαν καταγωγή από Αφρική, ήταν κάτι που όχι μόνο λυπάσαι, αλλά φοβάσαι και καταδικάζεις. Ότι ήταν η δική μου ευθύνη σαν Ινδή γυναίκα να μεταφέρω το σφραγισμένο ορειχάλκινο δοχείο της Ινδικότητάς μου στις επόμενες γενιές, που γεννήθηκε ιδανικά από τη μήτρα μου από έναν Ινδό σύζυγο. Το να μην το κάνεις αυτό θα ήταν προδοσία. Αυτό, φυσικά, με κάνει ένα είδος προδότη.

Θα μάθαινα ότι αυτό που έμοιαζε με κατακερματισμό και διαγραφή της Αφρο-Καραϊβικής, τα πράγματα που είχα ισορροπήσει με την ινδική μου βεβαιότητα, ήταν, στην πραγματικότητα, μια μυθολογία αποικιακών εγχειριδίων, των αυτοκρατορικών αφηγήσεων, που κάνουν ό,τι κάνει η αυτοκρατορία: εξυπηρετούν τη δύναμη και το σκοπό της. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχα πολύ χώρο για να σκεφτώ πώς ο ρατσισμός προς τους πολίτες με διπλή καταγωγή (Ινδία-Καραϊβική) με ωφέλησε, ενώ εγώ είχα δηλώσει αηδιασμένη από αυτόν: πώς θα επωφελούμουν από τη στάση κάτω από το μανδύα της εξουσίας και της επιρροής, ενώ προσπαθούσα, συχνά αποτυγχάνοντας, να σκίσω τις ραφές στο χρυσό της ποδόγυρο.

Σκέφτομαι τον Τζορτζ Φλόιντ και σκέφτομαι όλες τις φορές που έχω δαγκώσει τη γλώσσα μου, ενώ οι θείοι μου εξοργίζονταν γελοιοποιώντας τους μαύρους, την τεμπελιά τους, την ανικανότητά τους, την αγριότητά τους. Σκέφτομαι τη σιωπή μου στο πίσω κάθισμα του ταξί, κάθε φορά που άκουγα Ινδούς οδηγούς να με νουθετούν για τα μέρη, που δεν πρέπει να πάω, για τους μαύρους, με τους οποίους δεν πρέπει να διασκεδάσω, την μαύρη μουσική, τα μαύρα χτενίσματα, την μαύρη κραιπάλη, που δεν έπρεπε ποτέ να λαχταρώ. Ήξερα ότι όλα αυτά ήταν βαθιά λάθος και μισητά. Αντιμίλησα, ναι. Και πολλές φορές, δεν το έκανα.

Προστατεύω τον εαυτό μου, θα έλεγα, εσωτερικοποιημένα: με τα χέρια σταυρωμένα στα πόδια μου, σαν καλό μελαψό κορίτσι. Προστατεύω τον εαυτό μου από αυτό που φοβάμαι σε αυτούς τους άντρες, αυτούς τους Ινδούς που ξέρω και δεν ξέρω. Προστατευόμουν. Το έκανα. Μήπως έτσι θα συμπεριφερόμουν στο πεζοδρόμιο βλέποντας τον Τζορτζ Φλόιντ να σέρνεται σε έναν αργόσυρτο, σπαρακτικό θάνατο; Αλλαγή πλάνου. Από τις ΗΠΑ στο Πορτ-οφ-Σπέϊν: έτσι θα συμπεριφερόμουν, αν μια μαύρη γυναίκα δεχόταν επίθεση από έναν Ινδό φύλακα έξω από μια τράπεζα; Δεν ξέρω την απάντηση.

Γνωρίζω τους πόνους του παρελθόντος και τη συμπεριφορά μου στο παρελθόν. Γνωρίζω επίσης ότι στο παρελθόν έχω συνδυάσει ινδοκαραϊβικές και αφροκαραϊβικές απαντήσεις στον διαρθρωτικό και συστημικό ρατσισμό και τον κλασισμό, ακριβώς εδώ στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο, σαν να ήταν το ίδιο πράγμα. Δεν είναι. Τι έχω κάνει με αυτήν τη γνώση; Την έχω μεταδώσει στον νεώτερο εαυτό μου, ο οποίος ήξερε λίγο καλύτερα εκείνη την εποχή, και της ζήτησα να μην κάνει τα ίδια λάθη, να εξετάσει την πραγματική, χρήσιμη αξία της συμμαχίας: να την απογυμνώσει από το επιτελεστικό θέαμα. Να ακούσει καλύτερα.

Αλλά οι Ινδοί είχαν και έχουν υποστεί διώξεις ακριβώς εδώ στην ιστορία του έθνους μας, θα μου έλεγε ένας ακαδημαϊκός στα προσωπικά μου μηνύματα για να με επιπλήξει. Έχουμε κυνηγηθεί για τις θρησκείες μας, για την αγροτική υπαιθριότητά μας, για την θεωρούμενη αδυναμία μας στα μάτια των “μαύρων”, για το φαγητό μας, το οποίο, προτού γίνει διάσημο, χλευαζόταν ανοιχτά σε “επίσημους” χώρους, πολύ πριν η μικρογραφία και η μίνι χαριτωμενιά του μικροσκοπικού ρότι στο πορσελάνινο πιάτο προσγειωθεί στα σκαλιά του Country Club. Θα κατηγορηθώ ότι δεν γνωρίζω την ιστορία μου. Το ξέρω και ξέρω τι δεν δικαιολογεί αυτό.

Έχω αρκετή σκέψη μέσα μου για να αναγνωρίσω τον μακρύ, μακρύ χέρι της αυτοκρατορίας, που εκτείνεται σε όλους μας, σε όλους τους σκουρόχρωμους ανθρώπους στις πρώην αποικίες της Καραϊβικής. Πώς μας έχει δεσμεύσει και μας έχει υποδουλώσει, πώς χρησιμοποίησε τις ίδιες και διαφορετικές τεχνικές στο δέρμα μας, στα σπίτια και στις καρδιές μας και στις κορυφές των βωμών μας, στα εργαλεία που κρατούσαμε στα χέρια μας στα χωράφια, στα παρεκκλήσια, στα υπνοδωμάτια και στους τάφους των κατακτητών.

Αυτό, όλα αυτά, δεν με κάνουν αθώα. Δεν με κάνουν Αμερικανίδα ή μαύρη στην Αμερική. Δεν με βάζουν στη θέση του Τζόρτζ, στο σώμα του, στην καθημερινή του χαρά, στον αγώνα ή στον τρόμο τη στιγμή αυτού του θανάτου, στα μακρόσυρτα λεπτά του θανάτου του.

Καθώς μαθαίνω, αποτυγχάνω μαθαίνοντας, αποτυγχάνοντας ελπίζω κάθε φορά προς έναν καλύτερο τρόπο τεκμηρίωσης της αστυνομικής βαρβαρότητας, του βίαιου και υπολογισμένου ρατσισμού εναντίον των μαύρων πολιτών και των φρικαλεοτήτων του ρατσιστικού αστυνομικού βιομηχανικού κράτους, αφιερώνομαι ξανά στο να ακούω. Να κάθομαι πλάι στις μαύρες γυναίκες, σε μη-δυαδικούς άρρενες συγγραφείς, ταραχοποιούς, στοχαστές. Και να ακούω.

Χωρίς να μοιάζω με οπαδό-βαμπίρ από την υπερβολική λατρεία, να πίνω το αίμα από τις πλούσιες φλέβες της Οντρ Λορντ [ΣτΜ: Μαύρη λεσβία ποιήτρια και δοκιμιογράφος], του Τζέιμς Μπόλντουιν [6] [ΣτΜ: Αμερικανός μυθιστοριογράφος και ακτιβιστής], της Πόλα Μάρσαλ [7], του Μάλκολμ Χ, της Μισέλ Αλεξάντερ, της Reni Eddo-Lodge [ΣτΜ: Βρετανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας περί φεμινισμού και δομικού ρατσισμού] της Ζόρα Νιλ Χόρστον [ΣτΜ: Αφροαμερικανίδα συγγραφέας και ανθρωπολόγος], του Μάρλον Τζέιμς [ΣτΜ: Τζαμαϊκανός συγγραφέας].

Όχι. Ικετεύω τον εαυτό μου. Δε μου ταιριάζει καμία υποκριτική και εγγαστρίμυθη σιωπηρή συμμαχία.

Καμία οικειοποίηση ή λόγος εκ μέρους κάποιου άλλου. Καμία αιματοχυσία, αν δεν είναι και δικό μου το αίμα.

Ξέρω ότι δεν θα τα καταφέρω ποτέ εκατό τοις εκατό σωστά, αλλά αν δεν μπορώ να υψώσω τη σημαία της αποτυχίας με αγάπη, τότε δεν αξίζω να είμαι καθόλου σημαιοφόρος.

Κρατάω τη σημαία, που έχω φτιάξει, για να φέρω στο προσκήνιο της πολιτικής μου τη φωνή μου, που δεν αντέχει τη σιωπή, ακόμη και στην ακανθώδη και αγκαθωτή πολυπλοκότητά της.

Την υψώνω για τον Τζορτζ [Φλόιντ], για τον Τρέιβον [Μάρτιν], για τον Ταμίρ [Ράις], για τη Σάντρα [Μπλαντ], για τον Τόνι [Μακ Ντέιντ]. Για τους Μαύρους Αμερικανούς. Προσφέρω την ελαττωματική μελαψή αλληλεγγύη μου ως Ινδή της Καραϊβικής. Την προσφέρω με την ελπίδα ότι τα χέρια μου, που δεν είναι ακριμάτιστα, θα γίνουν καλύτερα και καθαρότερα δώρα στο έργο.

Είθε να μάθω να δίνω το αίμα, που χρωστάω.