- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Γιατί ο χωρισμός με έναν κακοποιητικό σύντροφο γίνεται πιο δύσκολος εν μέσω καραντίνας;

Κατηγορίες: Λατινική Αμερική, Εκουαδόρ, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Μέσα των πολιτών, Φύλο & ισότητα, COVID-19

Ο κύκλος της βίας. Φωτογραφία από το Casa de Refugio Matilde στο Κίτο του Εκουαδόρ. Χρησιμοποιείται με άδεια.

Αυτό το κείμενο είναι το πρώτο μέρος του ρεπορτάζ της συντάκτριας για τις γυναίκες, που έχουν βίαιους συντρόφους στην εποχή της καραντίνας. Αυτός είναι ο σύνδεσμος για το δεύτερο μέρος. [1]

Η Elisa (το πραγματικό όνομά της αποσιωπάται για λόγους ασφαλείας) είναι μια 41χρονη γυναίκα από το Εκουαδόρ, με μεταπτυχιακό και δική της εταιρεία, που βιώνει βία από τον σύντροφό της. Παρόλο που σχεδόν το 50% των γυναικών στο Εκουαδόρ [2] έχει πέσει θύμα ενδοσυντροφικής βίας τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους, η Elisa αισθάνεται πως όσοι δεν έχουν βιώσει κακοποιητικές σχέσεις αδυνατούν να τις κατανοήσουν. Στην τηλεφωνική συνέντευξη που έδωσε στο Global Voices το εξέφρασε ως εξής:

Μου λένε «Άφησέ τον», αλλά δεν είναι τόσο απλό. Όποιος δεν το έχει βιώσει δεν καταλαβαίνει πάντα γιατί είναι τόσο δύσκολο να αφήσεις έναν κακοποιητικό σύντροφο. Τέτοια σχόλια με κάνουν να αισθάνομαι ένοχη και να μην μιλάω γι’ αυτό, που μου συμβαίνει. Κατά καιρούς έχω προσπαθήσει να χωρίσω με τον σύντροφό μου, αλλά εκείνος τότε έγινε το κέντρο του κόσμου μου. Γι'αυτόν τον λόγο μένω μαζί του, παρόλα όσα συμβαίνουν.

Ο Esteban Laso, ψυχοθεραπευτής και κοινωνικός ψυχολόγος, εξηγεί ότι οι δυσκολίες που αναφέρει η Elisa είναι συνηθισμένες, προτού δοθεί τέλος στη σχέση με έναν κακοποιητικό σύντροφο. Είναι μια σύνθετη διαδικασία, [3] που μπορεί να κρατήσει χρόνια και χρειάζεται κατά μέσο όρο 5 με 7 προσπάθειες. Σύμφωνα με τον Laso, αυτό συμβαίνει, επειδή κάθε χωρισμός (ανεξάρτητα από το αν η σχέση είναι κακοποιητική) πάντα είναι επίπονος, ωστόσο η βία καθιστά τον χωρισμό ακόμη δυσκολότερο.

Πρωτόκολλο αντιμετώπισης για γυναίκες που έχουν πέσει θύματα βίας στο Εκουαδόρ, όπως δημοσιεύτηκε στη σελίδα της Surkuna [4] στο Facebook.

Αυτές οι δυσκολίες ενδέχεται να ενταθούν σε περιόδους κρίσης, όπως η πανδημία που βιώνουμε. Το Εκουαδόρ έχει τεθεί σε καραντίνα εδώ και πάνω από ένα μήνα, με απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 2 το απόγευμα ως τις 5 το πρωί. Η Lily Rodríguez, πρόεδρος του Κέντρου του Εκουαδόρ για την Προώθηση και Δράση της Γυναίκας, CEPAM, [5] σχολιάζει πως η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να αυξηθεί υπό αυτές τις συνθήκες. Για παράδειγμα, όσο διαρκεί ο κατ’ οίκον περιορισμός, οι γυναίκες έχουν λιγότερες ευκαιρίες να ζητήσουν βοήθεια και να λάβουν υποστήριξη.

Η Rodríguez προσθέτει πως ο συναισθηματικός αποχωρισμός είναι προϋπόθεση για να υπάρξει πραγματικός αποχωρισμός, αλλά είναι δύσκολο να επιτευχθεί, όταν μοιραζόμαστε την ίδια στέγη με τον σύντροφο. Η Elisa λέει πως αυτή η συναισθηματική εξάρτηση είναι ο κύριος λόγος, που την κρατά με τον σύντροφο.

Ο κόσμος πιστεύει ότι είναι θέμα απόφασης, αλλά δεν ισχύει. Έχω αποφασίσει να φύγω μερικές φορές και κάνω θεραπεία εδώ και πολύ καιρό, αλλά οι βίαιοι άντρες είναι εξαιρετικά χειριστικοί και έχουν μεγάλη εμπειρία, ώστε να σε κάνουν να εξαρτάσαι από αυτούς. Κατά συνέπεια γίνεται πολύ δύσκολο να λυθεί ο συναισθηματικός δεσμός, που σε ενώνει με αυτόν τον άνθρωπο. Εσύ ξέρεις ότι αυτό, που σου κάνει, είναι άσχημο και ότι κινδυνεύεις, αλλά η εξάρτησή σου από αυτόν γίνεται ακόμη μεγαλύτερη.

Ο Laso αναφέρει ότι τείνουμε να πιστεύουμε πως το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του ανθρώπου και της λήψης αποφάσεων είναι η λογική. Αυτή η εντύπωση όμως είναι λανθασμένη:

Ο θεμέλιος λίθος των ανθρώπινων σχέσεων είναι η αγάπη. Χωρίς αυτή πεθαίνουμε, οπότε κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη χάσουμε σημαντικούς συναισθηματικούς δεσμούς, ακόμα κι αν πρέπει να θυσιαστούμε. Άρα η πρώτη ερώτηση που κάνουμε σε μια γυναίκα σε κακοποιητική σχέση δεν είναι αν πρέπει να αφήσει τον σύντροφό της, αλλά αν ο σύντροφός της είναι διατεθειμένος να αλλάξει.

Η Soledad Ávila, κλινική ψυχολόγος και επικεφαλής της ακαδημαϊκής διεύθυνσης του Ιδρύματος Azulado στο Εκουαδόρ, [6]συμπληρώνει πως πολλές φορές η κακοποίηση ξεκινά με ψυχολογική βία, η οποία είναι πιο δύσκολα αναγνωρίσιμη [7] και έχει επίπτωση στην αυτοπεποίθηση του θύματος, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πιθανότητες να αφήσει η γυναίκα τον σύντροφο. Η Ávila υποστηρίζει πως πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο κακοποιητής δεν είναι συνεχώς βίαιος, έχει και τις καλές του στιγμές, όταν δηλώνει “αιώνια αγάπη” και λέει ότι θα αλλάξει. Αυτός ο κύκλος δημιουργεί μοτίβα, που δύσκολα σπάνε.

Ο φόβος ότι η βία θα ενταθεί, μόλις αποφασίσει η γυναίκα ότι θα αφήσει τη σχέση, μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη διαδικασία. Η ανησυχία μπορεί να γίνει πιο έντονη εν μέσω καραντίνας, όπου ο περιορισμός κινήσεων δυσκολεύει την εύρεση και την προσφορά βοήθειας σε περίπτωση επικείμενης απειλής. Ωστόσο, η Rodríguez διευκρινίζει ότι στο Εκουαδόρ, όσο διαρκεί ο κατ'οίκον περιορισμός, επιτρέπεται να βγεις να ζητήσεις βοήθεια, όταν υπάρχει [8] κίνδυνος.

Η Ávila προσθέτει ότι οι πολιτιστικοί κανόνες, που συντηρούν τη βία, επίσης παίζουν ρόλο:

Η γυναίκα παρουσιάζεται ως ένα πλάσμα απαθές. Αυτό μας κάνει να αντέχουμε ορισμένες καταστάσεις και να πιστεύουμε ότι με υπομονή θα επιτύχουμε τη σωστή συμπεριφορά των ανδρών σε εμάς. Πολλές φορές δεν αντιλαμβανόμαστε τις ιδέες αυτές, γιατί είναι βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία.

Αυτοί οι πολιτιστικοί κανόνες αναμειγνύονται με οικονομικούς και δομικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, υπάρχουν ανισότητες, [9] που τοποθετούν τη γυναίκα σε μειονεκτική θέση, οικονομικά εξαρτώμενη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αφήσει τον σύντροφο, αν δεν διαθέτει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για την ίδια και τα παιδιά της, αφού από τη στιγμή που μια γυναίκα κάνει παιδιά, η ευθύνη της ανατροφής τους βαραίνει αποκλειστικά εκείνη. Η καραντίνα δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την εξεύρεση των πόρων αυτών.

Εντούτοις, παρόλο που στο Εκουαδόρ υπάρχουν κανόνες και πρωτόκολλα αντιμετώπισης για θύματα βίας [10], η Ávila διακρίνει ότι επαγγελματίες πολλών κλάδων, όπως του υγειονομικού και του δικαστικού, δεν είναι ευαισθητοποιημένοι σχετικά με αυτό το θέμα. Αυτή είναι και η περίπτωση της Elisa, που μας διηγήθηκε τα εξής:

Προφανώς έχεις νομική στήριξη, αλλά υπάρχουν πολλά κωλύματα στην πορεία, που σε αποθαρρύνουν. Όταν ο σύντροφός μου με χτύπησε για πρώτη φορά, πήγα να τον καταγγείλω, αλλά ήταν απαίσια εμπειρία. Ο δικηγόρος μου είπε: “Αν υποβάλεις καταγγελία, πρέπει να συνεχίσεις μέχρι τέλους και δεν μπορείς να επιστρέψεις στον σύντροφό σου”. Δεν ήμουν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Αυτό που θα έπρεπε να σου λένε είναι: “Κινδυνεύει η ζωή σου. Θα υποβάλουμε μαζί την καταγγελία και θα λάβεις ψυχολογική και νομική στήριξη για να μπορέσεις να ολοκληρώσεις τη διαδικασία”. Αντί να σου προσφέρουν όμως αυτή τη στήριξη, σε κάνουν να φοβάσαι.

Τέλος, η Rodríguez αναφέρει πως, για να αντιμετωπιστούν αυτές οι δυσκολίες, χρειάζεται συντονισμένη προσπάθεια πολλών φορέων και θεωρεί πως η καραντίνα φέρνει στην επιφάνεια την ανάγκη αυτή:

Είναι ζωτικής σημασίας οι γυναίκες να μην αισθάνονται μόνες, όσο διαρκεί η καραντίνα, να ξέρουν ότι είμαστε ενωμένες με διαφορετικούς τρόπους και ότι αυτός ο δεσμός μας κάνει πιο δυνατές. Έτσι, εξακολουθούμε να δημιουργούμε δεσμούς αλληλεγγύης, που εδραιώνουν τη συλλογική αντίστασή μας στο παρόν και στο μέλλον.

Εάν βιώνεις βία στο Εκουαδόρ εν μέσω καραντίνας, μπορείς να καλέσεις στο ECU 911, να ψάξεις περισσότερες πληροφορίες σε αυτό το πρωτόκολλο [11] ή να επισκεφτείς τις σελίδες CEPAM [12] και Fundación Casa de Refugio Matilde. [13]