Τα αντιφασιστικά κινήματα επανεμφανίζονται στη Βραζιλία για να αντιμετωπίσουν τον Μπολσονάρου

Αντιφασιστική διαδήλωση στο Πόρτο Αλέγκρε. Στην πινακίδα: “Η δημοκρατία δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Αποστρατικοποίηση της κυβέρνησης τώρα!” Φωτογραφία από τη Maia Rubinm μέσω του Benedictas Fotocoletivo (CC BY-NC 2.0)

Κάθε φορά που ο Leandro Bergamin πηγαίνει σε μια διαδήλωση, φροντίζει να μην φύγει από το σπίτι χωρίς μάσκα και απολυμαντικό χεριών. Συνήθως παίρνει το μετρό και το λεωφορείο, αλλά προσπαθεί να μείνει όσο το δυνατόν πιο μακριά από άλλους ανθρώπους. “Η πανδημία είναι κάτι επείγον, αλλά είναι επίσης επείγον να αγωνιστούμε για τα βασικά μας δικαιώματα”, είπε στο Global Voices μέσω κλήσης στο WhatsApp.

Ο Bergamin εντάχθηκε σε μια από τις πιο διάσημες αντιφασιστικές οργανώσεις στο Σάο Πάολο: την Δημοκρατική Συλλογικότητα Corinthians, εμπνευσμένη από τους οπαδούς του μεγαλύτερου αθλητικού συλλόγου στη Βραζιλία.

Οι ομάδες οπαδών του ποδοσφαίρου στη Βραζιλία, όπως και τα άλλα αυτοπροσδιορισμένα αντιφασιστικά κινήματα της χώρας, έχουν ιστορία στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία, αλλά το 2020 εμφανίστηκαν ως αντεπίθεση στις αυξανόμενες διαδηλώσεις υπέρ του Μπολσονάρου. Όσον αφορά τους δεσμούς μεταξύ αντιφασισμού και ποδοσφαίρου, ο Bergamin εξηγεί ότι:

Το ποδόσφαιρο είχε πάντα το ζήτημα της ταξικής πάλης και της περιφερειοποίησης. Το ποδόσφαιρο εξαρτάται από την υφιστάμενη πολιτική και η πολιτική εξαρτάται από το ποδόσφαιρο.

Η 31 Μαΐου είδε μία από τις μεγαλύτερες αντιφασιστικές διαδηλώσεις του 2020 στο Σάο Πάολο. Σύμφωνα με τον Bergamin, οι διαδηλωτές ήταν βαθιά δυσαρεστημένοι “με τον επιπόλαιο τρόπο που κυβερνάται η χώρα” κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι διαδηλωτές επέκριναν την αυταρχική στροφή της κυβέρνησης Μπολσονάρου.

Ο Πρόεδρος Ζαΐχ Μπολσονάρου έδειξε αυταρχικά χαρακτηριστικά, από τότε που ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα πριν από 30 χρόνια. Η άνοδος του στην προεδρία συχνά αποδίδεται στην ικανότητά του να εκμεταλλεύεται συλλογικές και ατομικές δυσαρέσκειες, γεγονός που ενίσχυσε την υποστήριξη της απαίτησης ισχυρής στρατιωτικής παρουσίας σε ολόκληρη τη χώρα. Ο Μπολσονάρου βοήθησε στην τροφοδοσία των ιδιοκτητών όπλων, ενθάρρυνε τις αστυνομικές δολοφονίες και υποστήριξε τις πυρκαγιές του Αμαζονίου για να ελευθερώσουν χώρο για τη γεωργική βιομηχανία.

Από τότε που ο COVID-19 χτύπησε τη Βραζιλία, υποτιμά την πανδημία και συμμετείχε σε διαμαρτυρίες για να κλείσει το Ανώτατο Δικαστήριο. Ακόμη και αφότου βγήκε θετικός σε εξετάσεις για τον COVID-19, έκανε ακόμα δημόσιες εμφανίσεις χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό. Κατηγορείται ότι χρησιμοποίησε την πανδημία για την κατάργηση περιβαλλοντικών κανονισμών, για συμμετοχή σε προγράμματα διαφθοράς και για τη γενοκτονία εναντίον των αυτοχθόνων πληθυσμών. Έχει επιτεθεί προφορικά στον Τύπο και έχει υποστηρίξει δημοσίως βίαιες πρακτικές κατά της αντιπολίτευσης.

Ένας διαδηλωτής στο Πόρτο Αλέγκρε, στις 14 Ιουνίου, κρατάει μια πινακίδα που λέει: “Για έναν κόσμο με περισσότερες Μαριέλ Φράνκο [και] Άντζελα Ντέιβις [και} λιγότερους Χίτλερ [και] Μπολσονάρου. Φωτογραφία από τη Maia Rubinm μέσω του Benedictas Fotocoletivo (CC BY-NC 2.0)

Για την Angela Meirelles de Oliveira, μια ιστορικό που αφιέρωσε την καριέρα της στη μελέτη του βραζιλιάνικου αντιφασισμού, το αντιφασιστικό κίνημα στον κόσμο του ποδοσφαίρου είναι ένα παράδειγμα του πώς οι αντιφασιστικές ομάδες είναι πολύ πιο ετερογενείς από πριν. Μερικές δομημένες οργανώσεις υποστηρίζονται από μια τεράστια και διαφοροποιημένη βάση υποστήριξης, η οποία περιλαμβάνει εργαζόμενους ανώτερης και κατώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας, διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και διαφορετικά επαγγέλματα.

Οι αντιφασιστικές ομάδες εμφανίστηκαν στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του '30, μια δεκαετία μετά τους Ευρωπαίους ομολόγους τους, για να πολεμήσουν ενάντια στα φασιστικά κινήματα στην περιοχή, “που ήταν πολλά”, δήλωσε η Oliveira στο Global Voices σε ένα email. Υπήρξε, για παράδειγμα, το ολοκληρωτικό κίνημα στη Βραζιλία και την Πολιτική Ένωση Αργεντινής. Αντιμετώπισαν επίσης τον αυξανόμενο ναζισμό σε κοινότητες γερμανικής καταγωγής στη Λατινική Αμερική.

Τόσο τότε όσο και τώρα, οι επικριτές του αντιφασισμού στη Βραζιλία αρνούνται ότι ο φασισμός υπήρξε ποτέ στη χώρα και ως εκ τούτου θεωρούν τους αντιφασίστες ως “μαχητές χωρίς νόημα”, δήλωσε η Oliveira. Και συνεχίζει:

Από τη μία πλευρά, [υπάρχουν] εκείνοι που είδαν στους συμπαθούντες του φασισμού μόνο μαριονέτες οργανωμένης μαχητικότητας, από την άλλη, [τους είδαν ως] μια ομάδα που θα λειτουργούσε για έναν χωρίς νόημα σκοπό, αφού [πίστευαν] ότι ο φασισμός δεν υπήρξε ποτέ Βραζιλία.

Το 2020, η δράση είναι λιγότερο οργανωμένη, με μικρή ιεραρχία και μεγαλύτερη ποικιλία στις τάξεις τους. “Έχουν επίσης μια πολύ διευρυμένη ατζέντα κατά της καταπίεσης, δεδομένης της κίνησης κατά του ρατσισμού, της ομοφοβίας, του μισογυνισμού και της ξενοφοβίας”, προσθέτει η Oliveira.

Σήμερα, ο αντιφασισμός είναι επίσης στο διαδίκτυο. Τον Μάιο, οι Βραζιλιάνοι που δεν βγήκαν στους δρόμους λόγω ανησυχιών για τον COVID-19 κοινοποίησαν την αντιφασιστική σημαία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τον Μάιο, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, αυτή η σημαία — που συμβολίζει τον αναρχισμό, τον κομμουνισμό και τον σοσιαλισμό — εμφανίστηκε στις φωτογραφίες προφίλ των ανθρώπων σε Facebook, Twitter, WhatsApp και Instagram. Οι χρήστες θα συμπληρώνουν επίσης τη σημαία με περισσότερα προσωπικά αναγνωριστικά όπως “δημοσιογράφος”, “καλλιτέχνης”, “φεμινίστρια” ή “πατέρας”, για παράδειγμα.

Σήμερα, όπως και πριν, οι αντιφασίστες και κάθε άτομο που κατηγορείται με αυτή την ετικέτα βρίσκεται υπό πίεση στη Βραζιλία. Τον Ιούνιο, 900 σελίδες με λίστες, που περιέχουν προσωπικά δεδομένα ανθρώπων, κυκλοφόρησαν στο Διαδίκτυο. Τα λεγόμενα “αντιφασιστικά αρχεία” έκαναν ντόξινγκ σε εκατοντάδες ανθρώπους κατηγορώντας τους ότι ανήκουν σε αντιφασιστικές ομάδες. Τα αρχεία υποτίθεται ότι ελήφθησαν από την αστυνομία για να αντιμετωπίσουν τις “τρομοκρατικές δραστηριότητες”.

Σύμφωνα με την Oliveira, “Όσο πιο καταπιεστική είναι μια κυβέρνηση, τόσο περισσότερο θα βλέπουν την αντιπολίτευση ως εγκληματική”.

Στις 24 Ιουλίου, ο ειδησεογραφικός οργανισμός της Βραζιλίας UOL είχε πρόσβαση σε έγγραφα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τα οποία συνέταξαν νέα φερόμενα ως αντιφασιστικά προφίλ. Συνολικά, υπάρχουν 579 αξιωματούχοι της κυβέρνησης που χαρακτηρίζονται ως μέλη του “αντιφασιστικού κινήματος” και τρεις καθηγητές πανεπιστημίου. Το Υπουργείο πληροφόρησε ότι η επιχείρηση είναι νόμιμη και στοχεύει στην υποστήριξη αποφάσεων που εστιάζουν στην “πρόληψη, εξουδετέρωση και καταστολή εγκληματικών πράξεων οποιασδήποτε φύσης που παραβιάζουν τη δημόσια τάξη, την ασφάλεια των ανθρώπων και των περιουσιών”.

Το πιο συνηθισμένο επιχείρημα κατά των φασιστικών κινημάτων είναι η λεηλασία ή η καταστροφή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η Oliveira απαντά σε αυτό το ρητό ότι οι Αντίφα αμφισβητούν την αιτιολόγηση της προστασίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας όταν το κράτος επιβάλλει βία σε φτωχούς έγχρωμους. “Κατά την άποψή μου, η πρακτική και η δράση των [αντίφα] είναι θεμελιώδεις για την αμφισβήτηση τέτοιων κρατικών ενεργειών”, λέει η ερευνήτρια.

Ο Bergamin προσθέτει ότι οι αντιφασιστικές οργανώσεις δεν υπερασπίζονται βίαιες διαδηλώσεις και λέει ότι πιστεύει ότι πρέπει να είναι ειρηνικές. “Αλλά δεν κρίνω γιατί, για πολλούς, η βία είναι τρόπος επιβίωσης στη Βραζιλία”, λέει.

Ο Bergamin λέει ότι βλέπει τον εαυτό του να διαμαρτύρεται περισσότερο στο εγγύς μέλλον. “Πιστεύω ότι οι διαδηλώσεις θα πολλαπλασιαστούν και θα ενισχυθούν”, λέει.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.