- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Διαμαρτυρίες του Λιβάνου: Οι Αρχές λυμαίνονται ψηφιακούς χώρους για να σιωπήσουν επικριτές

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Λίβανος, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διαδηλώσεις, Ελευθερία του Λόγου, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Πολιτική, Ψηφιακός ακτιβισμός, GV Advocacy

Διαδηλωτές στην Τύρο στο Νότιο Λίβανο επευφημούν μια τραγουδίστρια κατά τη διάρκεια διαδήλωσης κατά της κυβερνητικής διαφθοράς και των μέτρων λιτότητας στις 22 Οκτωβρίου 2019. Πηγή: RomanDeckert [1], Wikimedia / CC BY-SA 4.0 [2].

Αυτό το άρθρο αποτελεί μέρος του UPROAR [3], μιας πρωτοβουλίας του Small Media που παροτρύνει τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των ψηφιακών δικαιωμάτων στην Οικουμενική Περιοδική Αξιολόγηση (UPR). [4]

Καθώς ξεσπούν νέες διαμαρτυρίες στον Λίβανο, η διαδικτυακή καταστολή συνεχίζεται.

Τις τελευταίες εβδομάδες, οι διαμαρτυρίες κλιμακώθηκαν, καθώς η χώρα έχει πληγεί από τις τρομερές διαρροές [5] της έκρηξης στο λιμάνι της Βηρυτού της 4ης Αυγούστου, που έπληξε [6] την πόλη και άφησε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους άστεγους στην πρωτεύουσα του Λιβάνου.

Αντιμέτωπος με 190 μάλλον νεκρούς και περισσότερους από 6.000 τραυματίες [5], ο πληθυσμός εξεγέρθηκε ενάντια στη μακροχρόνια καταγγελθείσα κατάχρηση της πολιτικής ελίτ για αμελή κυβερνητική κακοδιαχείριση των χιλιάδων τόνων νιτρικού αμμωνίου, που αναφέρθηκε ότι ήταν η αιτία της έκρηξης. Πεταμένο [7] για έξι χρόνια σε ένα συγκρότημα του λιμανιού της Βηρυτού, το νιτρικό αμμώνιο είχε αποθηκευτεί δίπλα σε 15 τόνους πυροτεχνημάτων και αρκετά δοχεία κηροζίνης και υδροχλωρικού οξέος, προετοιμάζοντας το σκηνικό για την τραγωδία της 4ης Αυγούστου.

Μέχρι στιγμής, οι Αρχές του Λιβάνου αντιμετώπισαν με καταστολή [8] τα αιτήματα του πληθυσμού για σημαντική πολιτική αναθεώρηση.

Η κυβερνητική καταστολή στους δρόμους συνδυάστηκε με την καταστολή στο διαδίκτυο. Καθώς οι κριτικές της ριζωμένης διαφθοράς της πολιτικής ελίτ ανέβηκαν στα ύψη στο Διαδίκτυο, οι Αρχές του Λιβάνου λυμαίνονται διαδικτυακούς ψηφιακούς χώρους – από κοινωνικά δίκτυα έως υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων – για να περιορίσουν την ελευθερία του λόγου και της γνώμης στο διαδίκτυο και να μετριάσουν τις ταραχές κατά του καθεστώτος, μια πρακτική που έχει από καιρό καταγγελθεί από ακτιβιστές και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. [9]

Από το 2015, όταν αντικυβερνητικές διαδηλώσεις συγκλόνισαν τον Λίβανο για την κακοδιαχείριση των αποβλήτων από τις Αρχές [10], ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν παρακολουθήσει μια αύξηση της διαδικτυακής καταστολής εναντίον των διαφωνούντων.

Στις 17 Οκτωβρίου 2019, ξέσπασε άλλο ένα κύμα διαδηλώσεων σε εθνικό επίπεδο [11], αποκαλύπτοντας τη βαθιά ριζωμένη δυσαρέσκεια του πληθυσμού. Και πάλι, οι διαδηλωτές θεωρούν την διεφθαρμένη πολιτική ελίτ υπεύθυνη για την οδήγηση της χώρας στο χείλος της κατάρρευσης.

Αυτή τη φορά, οι διαδηλώσεις πυροδοτήθηκαν από την προσπάθεια της κυβέρνησης να εισαγάγει νέους φόρους, συμπεριλαμβανομένης για πολλοστή φορά πρότασης φορολογίας σε φωνητικές κλήσεις μέσω υπηρεσιών διαδικτύου όπως το WhatsApp, δωρεάν εφαρμογής για κινητά για ανταλλαγή μηνυμάτων, που χρησιμοποιείται ευρέως στον Λίβανο, ειδικά μεταξύ των νέων ενηλίκων. Σύντομα, τα παράπονα μετατράπηκαν στη μεγαλύτερη αναταραχή κατά του καθεστώτος, [12] που γνώρισε η χώρα σε περισσότερο από μια δεκαετία.

Καθώς η κοινωνική αναταραχή αυξήθηκε, η διαδικτυακή καταστολή της κυβέρνησης εντατικοποιήθηκε. Ενώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το WhatsApp έχουν αξιοποιηθεί εκτενώς από τους διαδηλωτές για να οργανώσουν, τεκμηριώσουν και εξαπλώσουν τη διαμαρτυρία [13], οι Αρχές του Λιβάνου κατέφυγαν στον εντοπισμό και τη δίωξη των αντιφρονούντων με βάση τις διαδικτυακές τους δραστηριότητες.

Το Social Media Exchange (SMEX) [14], ένας μη κυβερνητικός οργανισμός του Λιβάνου που υποστηρίζει τα ψηφιακά δικαιώματα στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, παρακολούθησε την πρόσφατη άνοδο της καταστολής του κράτους χρησιμοποιώντας το Muhal [15], ένα παρατηρητήριο για την τεκμηρίωση παραβιάσεων της διαδικτυακής ελευθερίας του λόγου, αναφέροντας περίπου 44 υποθέσεις μεταξύ Οκτωβρίου 2019 και Αυγούστου 2020.

Η Mariam al-Shafie, διευθύντρια πληροφοριών και αντικτύπου στο SMEX, δήλωσε στο Global Voices:

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπαιξαν ρόλο στην κινητοποίηση του πληθυσμού κατά τις μαζικές διαμαρτυρίες. Ταυτόχρονα, είδαμε την αύξηση των απειλών στον ψηφιακό χώρο με το κάλεσμα για έρευνες για πολλούς ακτιβιστές στα χέρια διαφορετικών υπηρεσιών ασφαλείας.

Από τότε που η κρίση σκουπιδιών το 2015 [16] προκάλεσε τις διαδηλώσεις κατά των Αρχών, η απάντηση της κυβέρνησης σε ισχυρισμούς για διαφθορά και κακοδιαχείριση ήταν να καταπνίξει κριτική και διαφωνία για την τρέχουσα πολιτική και οικονομική κρίση, καταγγέλλει το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε έκθεση [17] του Νοεμβρίου 2019.

Η στρατηγική καταστολής της κυβέρνησης βασίστηκε ευρέως στους νόμους περί συκοφαντικής δυσφήμισης, οι οποίοι τιμωρούν τους επικριτές του στρατού, του προέδρου και των δημοσίων αξιωματούχων με φυλάκιση έως και τρία χρόνια.

Σύμφωνα με τα στοιχεία [18] που συγκεντρώθηκαν από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η χρήση αυτών των νόμων για τη φίμωση του διαδικτυακού λόγου έχει εκτοξευθεί στα ύψη τα τελευταία χρόνια, με την επικράτηση περιπτώσεων δυσφήμισης, που κατατέθηκαν από “ισχυρά τοπικά άτομα”, που κατηγορήθηκαν για “κακή συμπεριφορά, διαφθορά ή απάτη”. Αξιοποιώντας τους αμφιλεγόμενους νόμους περί συκοφαντικής δυσφήμισης, οι κρατικές Αρχές διώκουν τους ανθρώπους με την κατηγορία ότι αμαυρώνουν την εικόνα του κράτους αμαυρώνοντας τη φήμη κρατικών εκπροσώπων.

Από νομικής πλευράς, “ο Λίβανος προσφέρει μόνο υπό όρους προστασία στην ελευθερία της έκφρασης, εκτός και εντός διαδικτύου, η οποία επιτρέπει σε δικαστικά και μη δικαστικά όργανα να επιβάλλουν περιορισμούς”, λέει η al-Shafie. “Αν και ο Λίβανος έχει υπογράψει μια σειρά διεθνών συμβάσεων και συνθηκών, που επιβεβαιώνουν τη δέσμευσή του για προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, η νομοθεσία του έχει μείνει πίσω”.

Στις 15 Ιουνίου, το Εθνικό Πρακτορείο Ειδήσεων του Λιβάνου ανέφερε ότι το Γραφείο για την Καταπολέμηση του Εγκλήματος στον Κυβερνοχώρο και τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας τέθηκε σε επιφυλακή για δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που παραβιάζουν τους νόμους περί συκοφαντικής δυσφήμισης προσβάλλοντας τον πρόεδρο, λέει η Διεθνής Αμνηστία [19]. Ο κίνδυνος είναι ότι αυτή η επιχείρηση μπορεί να κλιμακώσει περαιτέρω τις επιθέσεις κατά της ελευθερίας του λόγου, που διαπράττονται από κρατικές Αρχές, με αποτέλεσμα αυξημένες συλλήψεις και έρευνες.

Στο Muhal [15] του SMEX, οι περισσότερες περιπτώσεις διαδικτυακής καταστολής φαίνονται ίδιες. Πρόσφατα, ο Raed al-Masry, καθηγητής πολιτικών και διεθνών σπουδών, και ο Alwan Amin al-Din, ιδρυτής και διευθυντής του Κέντρου Σπουδών Sita, κλήθηκαν από το Γραφείο Κυβερνητικών Εγκλημάτων στις 3 Αυγούστου, για ένα άρθρο, που γράφτηκε από τον Masry και δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του κέντρου. Το κείμενο κατηγόρησε τον πρόεδρο του πανεπιστημίου του Λιβάνου, Fouad Ayoub, για διαφθορά. Αφού εμφανίστηκαν ενώπιον του γραφείου, και οι δύο κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι.

Σε μια παρόμοια περίπτωση [20], μια ανώνυμη έκθεση [21], που αποκαλύπτει φορολογική απάτη στην Κεντρική Τράπεζα του Λιβάνου, αποκαλύφθηκε από τη δημοσιογράφο Dima Sadek και κυκλοφόρησε στην ανεξάρτητη πλατφόρμα μέσων ενημέρωσης Daraj. Αργότερα, η Sadek κλήθηκε από το Γραφείο Κυβερνητικών Εγκλημάτων στις 18 Μαΐου, καθώς έγινε έρευνα εις βάρος της με την κατηγορία “υπονόμευσης της οικονομικής κατάστασης του κράτους”, σύμφωνα με τα άρθρα 319 και 320 του ποινικού κώδικα, επισημαίνουν οι πηγές του SMEX.

Η καταγγελία υποβλήθηκε από τον Riad Salamé, κυβερνήτη της Κεντρικής Τράπεζας του Λιβάνου. Το SMEX αναφέρει ότι, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, η Sadek ανακρινόταν για 5 ώρες. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν περαιτέρω ενημερώσεις για την υπόθεση.

Καθώς οι διαδηλωτές συνεχίζουν να χρησιμοποιούν ομάδες συνομιλίας WhatsApp για να οργανώνουν και να συντονίζουν διαδηλώσεις, οι Αρχές του Λιβάνου άρχισαν να διεισδύουν σε αυτές τις ομάδες. Σύμφωνα με πληροφορίες που συλλέχθηκαν από έρευνα του Εθνικού Δημόσιου Ραδιοφώνου (NPR) [22], που εδρεύει στις ΗΠΑ, οι Αρχές χρησιμοποιούν αυτήν τη στρατηγική για να εντοπίσουν και να διώξουν ηγέτες διαμαρτυριών. Η στρατηγική έχει δημιουργήσει φόβο μεταξύ των συμμετεχόντων και των διαδηλωτών, των οποίων η ταυτότητα και η ανωνυμία κινδυνεύουν.

Οι αυθαίρετες συλλήψεις και ανακρίσεις για διαδικτυακές δραστηριότητες, δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συνομιλίες μέσω WhatsApp θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο τη ζωή και την ελευθερία του λόγου δημοσιογράφων, ακτιβιστών και ηγετών διαμαρτυρίας, αλλά και το ίδιο το μέλλον των διαμαρτυριών. “Τώρα, πολλοί νέοι πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν αποτελέσματα στη δράση, που κάνουν. Λόγω της τακτικής των λιβανέζικων Αρχών, η αποδέσμευση αυξήθηκε”, δήλωσε η al-Shafie.

“Μετά την έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού στις 4 Αυγούστου, είδαμε πολλούς να επιστρέφουν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για την πολιτική ελίτ και τους ανθρώπους στην εξουσία, των οποίων η διαφθορά οδήγησε σε αυτή τη μαζική έκρηξη”, προσθέτει. “Ωστόσο, η κατάσταση στο Λίβανο αλλάζει πάντα και, με τον COVID-19 στα ύψη, δεν μπορούμε να μαντέψουμε τι πρόκειται να συμβεί”.

Τώρα περισσότερο από ποτέ, η ψηφιακή ασφάλεια και δικαιώματα παραμένουν ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ελευθερίας του λόγου πολιτών, δημοσιογράφων και ακτιβιστών και για την προστασία των δικαιωμάτων τους για διαμαρτυρία εν μέσω μαζικής αναταραχής.