- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Πώς έμαθα να μην μισώ

Κατηγορίες: Κεντρική Ασία και Καύκασος, Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία, Ελευθερία του Λόγου, Μέσα των πολιτών, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πρόσφυγες, Γέφυρα, Πώς οι διαμάχες στο Καραμπάχ μετασχηματίζουν την περιφερειακή πολιτική

Ο ήλιος πάνω από τον Νότιο Καύκασο. Φωτογραφία (c): OC Media, χρήση με άδεια.

Το άρθρο αυτό αρχικά εμφανίστηκε στο OC Media [1]. Αναδημοσιεύεται εδώ με άδεια, έπειτα από επιμέλεια για να ταιριάζει στο μορφολογικό ύφος του GV.

Πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον θυμό και το τραύμα μέσα μας χωρίς να καταφεύγουμε στο μίσος.

Έχω δει τους σπόρους του μίσους να αναπτύσσονται αργά σε ανθρώπους, που μέρες νωρίτερα, βδομάδες νωρίτερα, κραύγαζαν συνθήματα για την ειρήνη…Έχω δει εθνικιστικές δημοσιεύσεις από ανθρώπους, που με δίδαξαν πώς να κοιτάζω πέρα ​​από την εθνικότητά μου, πώς να έχω ενσυναίσθηση προς τους “άλλους”, πώς να μαθαίνω τις ιστορίες τους και να κατανοώ τον πόνο τους. Κλαίω με αναφιλητά με δημοσιεύσεις ανθρώπων, που ήταν κάποτε πρότυπά μου: εύχομαι με όλη μου την καρδιά απλά να φταίει το ότι δεν καταλαβαίνω κάτι από ό,τι διαβάζω.

Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάποιος δικαιολογεί το βομβαρδισμό του Στεπανακέρτ [de-facto πρωτεύουσας του Ναγκόρνο-Καραμπάχ], άλλος κάνει αστεία για όσους είδαν τα σπίτια τους να βομβαρδίζονται στην Γκάντζα [πόλη του Αζερμπαϊτζάν], ένας τρίτος επευφημεί την “απελευθέρωση” ενός χωριού, ενώ στρατιώτες αμφοτέρων των πλευρών κείτονται νεκροί σε αυτήν την “απελευθέρωση”, και ένας τέταρτος κραυγάζει για “νίκη”.

Και το θέαμα συνεχίζεται ολοένα και περισσότερο…Ίσως είναι πιο εύκολο να ανοίξεις τα μάτια το πρωί, όταν περιμένεις μια “νίκη” ή “απελευθέρωση”. Ίσως είναι ευκολότερο να χειριστείς τους θανάτους 18χρονων αγοριών, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτήν τη σύγκρουση, όταν μπορείς να καλύψεις το αίμα με ρομαντικές ιδεολογίες, που έχεις διδαχθεί από την πρώτη σου ανάσα.

Πριν από ενάμιση χρόνο, το Facebook μου θύμισε τις αναρτήσεις, που έκανα τον Απρίλιο του 2016. Εκείνη την εποχή, έγινα το είδος του ατόμου, με το οποίο δε θα ήθελα ποτέ να πιάσω κουβέντα. Όλες οι δημοσιεύσεις μου ήταν μιλιταριστικές και γεμάτες μίσος.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να τις διαγράψω όλες. Τότε αποφάσισα να κλείσω την δημόσια πρόσβαση σε αυτές, αλλά να τις κρατήσω για τον εαυτό μου, για να μου θυμίζει κάθε χρόνο ποιος ήμουν και ποιος θα μπορούσα να είμαι ακόμα και σήμερα, αν δεν άρχιζα να αμφισβητώ τις απόψεις μου.

Υπάρχουν φορές, που οι άνθρωποι μου λένε “δεν θα καταλάβεις”, “δεν έχασες κάποιον αγαπημένο από αυτό”, “δεν είσαι από το Αρτσάζ/Καραμπάχ”. Συμφωνώ, όντως μπορεί να ισχύει και θα ισχύει και στο μέλλον. Αλλά επιτρέψτε μου να σας πω πώς άρχισα να αμφισβητώ το μίσος, που ένιωθα.

Τον Μάιο του 2016, πήγα στο σπίτι ενός από τους στρατιώτες, που σκοτώθηκε κατά τον Πόλεμο του Απριλίου, για να πάρω συνέντευξη από την οικογένειά του. Το μίσος μου έβραζε για ένα μήνα και περίμενα 10 φορές περισσότερα από αυτούς. Αντ’ αυτού, άκουσα το εξής: “Κι αυτωνών οι μητέρες πονάνε. Κι αυτές έχασαν παιδιά. Ποιος χρειάζεται αυτόν τον πόλεμο;”

Ήταν μια γροθιά στο στομάχι. Από εκείνη τη μέρα και μετά, σκεφτόμουν: “Πώς μπορώ εγώ να νιώθω τόσο μεγάλο μίσος, εάν μια γυναίκα, που μόλις έχασε το παιδί της, σκέφτεται “τις μάνες των άλλων””;

Η εμπειρία μου από τις σπουδές στο Γεωργιανό Ινστιτούτο Δημόσιων Υποθέσεων (GIPA) και η ζωή μου στην Τιφλίδα με ανάγκασαν να ψάξω βαθύτερα αυτήν τη σύγκρουση.

Τα τελευταία δύο χρόνια, έχω πάρει συνέντευξη από 10 πρόσφυγες, που εγκατέλειψαν το Αζερμπαϊτζάν πριν από 30 χρόνια. Μια γυναίκα, που βίωσε τα πογκρόμ του Μπακού, που έχασε το σπίτι της και τους φίλους της, που ζούσε σε κοιτώνα εδώ και δεκαετίες, μου είπε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της πως είχε συσκευάσει σε ένα κουτί μωρουδίστικα κοριτσίστικα ρούχα για να στείλει στη φίλη της στο Αζερμπαϊτζάν, που μόλις απέκτησε εγγονή.

Μια άλλη γυναίκα, της οποίας ο γιος τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Απριλίου, είπε: “Τραυματίστηκε από σφαίρα Αζέρου, αλλά κάποτε μια οικογένεια Αζέρων έσωσε τη ζωή του. Τον φρόντιζαν για μήνες, όταν άρχισαν οι εντάσεις πριν από 30 χρόνια”.

Ίσως να μην καταλάβω ποτέ τον πόνο των ανθρώπων, που έχουν χάσει τα σπίτια τους ή τους αγαπημένους τους. Οι άνθρωποι, όμως, που έχασαν τα περισσότερα, με δίδαξαν να μην χαθώ μέσα στο μίσος.

Ένας από τους Αζέρους φίλους μού το υπενθύμισε αυτό σήμερα, ενώ κατέρρεα κι αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα κι εγώ να χαθώ μες στο μίσος, αν χάσω έναν αγαπημένο μου σε αυτόν τον πόλεμο. Αρχίσαμε να υπενθυμίζουμε ο ένας στον άλλο τους ανθρώπους και στις δύο πλευρές, που έχουν κάθε δικαίωμα να μισούν, αλλά ποτέ δεν το κάνουν.

Ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι η καλύτερή μου φίλη, η οποία κατάγεται από το Στεπανακέρτ. Παντρεύτηκε και μετακόμισε στο εξωτερικό πριν από δύο εβδομάδες. Ενώ ακόμα έβγαζε τα πράγματα από τις κούτες και προσαρμοζόταν στο νέο της σπίτι, ξύπνησε μια μέρα κι έμαθε για τον πόλεμο.

Ο αδελφός της βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, οι συγγενείς της βρίσκονται στο Στεπανακέρτ. Βλέπει την πόλη της να βομβαρδίζεται κάθε μέρα. Ωστόσο, δεν έχει αρθρώσει ποτέ ούτε ένα σχόλιο γεμάτο μίσος. Με ρωτά για τους Αζέρους φίλους μου και αν είναι καλά αυτές τις μέρες και θυμώνει με εθνικιστικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Έχω γνωρίσει ανθρώπους από την άλλη πλευρά, που έχασαν τα πάντα στην παιδική τους ηλικία, οι οποίοι έπρεπε να φύγουν να γλιτώσουν εγκαταλείποντας σπίτια και πόλεις. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πολύ ευγενικοί μαζί μου και ποτέ δεν έγραψαν ούτε ένα κείμενο πολεμοκαπηλίας κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών και πριν από αυτές.

Πριν από ένα χρόνο, κατά τη διάρκεια του διαλόγου για τον μετασχηματισμό των συγκρούσεων, έπρεπε να μιλήσω για τον Ramil Safarov [2], τον Αζέρο στρατιώτη που δολοφόνησε έναν Αρμένιο συνάδελφο κατά τη διάρκεια μιας εκπαιδευτικής άσκησης του ΝΑΤΟ στην Ουγγαρία. Άρχισα να κλαίω μετά από δύο λέξεις. Ο Αζέρος φίλος μου κράτησε το χέρι μου και μπόρεσα να αναπνεύσω και να γείρω στον ώμο του.

Όταν του μίλησα στο τηλέφωνο πριν από λίγες μέρες, μου φώναζε: “Πρέπει να πάω στα σύνορα, να σταθώ εκεί και να προσπαθήσω να πείσω και τις δύο πλευρές, να προσπαθήσω να τους κάνω να συμφωνήσουν σε κάτι. Ξέρω ότι δεν θα με σκοτώσουν. Δεν θα με σκοτώσουν”. Αυτή τη φορά έκλαιγε εκείνος και εγώ γελούσα υστερικά με τις ειλικρινά αφελείς επιθυμίες του.

Το ξύπνημα κάθε πρωί έχει γίνει κόλαση, καθώς δεν υπάρχουν πια καλημέρες. Ξυπνάω και ανακαλύπτω ότι οι χειρότεροι εφιάλτες μου έχουν γίνει πραγματικότητα. Κοιτάζω καθημερινά τα ονόματα των νεκρών στρατιωτών, προσεύχομαι σε κάποιο σύμπαν να μην αναγνωρίσω κανένα από τα ονόματα στον κατάλογο. Υπάρχουν και άλλοι, που βρίσκουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα στον κατάλογο κάθε μέρα.

Όλοι έχουμε τραύματα από αυτήν τη σύγκρουση, που έχουμε περάσει όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα γεννάμε νέα. Καθώς ξύπνησα το πρωί για να μιλήσω σε μια οικογένεια, που είχε εκτοπιστεί όχι πριν από 30 χρόνια, αλλά μόλις χθες, ένιωσα απελπισμένη και αδύναμη όπως ποτέ άλλοτε.

Ίσως αυτός ο πόλεμος να αναβάλει έναν ειρηνικό διακανονισμό για αρκετά ακόμη χρόνια.

Η βία μερικές φορές μοιάζει με έναν ατέρμονο κύκλο. Τότε όμως υπενθυμίζω στον εαυτό μου: όλα τελειώνουν αργά ή γρήγορα και οι πόλεμοι δεν αποτελούν εξαίρεση. Δεν υπήρξαν αμέτρητοι πόλεμοι σε αυτόν τον πλανήτη. Οι άνθρωποι θα ζήσουν μαζί ειρηνικά για άλλη μια φορά.

Μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να υπόσχομαι στον εαυτό μου κάθε μέρα, που περνά, ότι δεν θα αφεθώ στο μίσος και δεν θα το διαδίδω.

Σημείωση: Η συντάκτρια χρησιμοποιεί ορισμένους όρους για να περιγράψει περιοχές και τοποθεσίες, που αντικατοπτρίζουν τη δική της οπτική γωνία. Αυτά δεν συνεπάγονται επίσημη θέση του GV σχετικά με την κατάστασή τους.