Εποπτεία επιβλαβούς περιεχομένου στο διαδίκτυο στο Σουδάν: Πολιτικές και μέτρα

Εργαζόμενη σε γραφείο στο Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας του Σουδάν. Φωτογραφία: Muhammadsalah80, Wikimedia (CC BY-SA 4.0).

Η έλευση του Διαδικτύου σηματοδότησε μια ριζική αλλαγή στον τρόπο, με τον οποίο οι άνθρωποι δημοσιεύουν και μοιράζονται ιδέες σπάζοντας τα όρια και αφαιρώντας μεσάζοντες. Αυτή η αλλαγή, όμως, ήρθε με τη νέα επιβάρυνση της ρύθμισης και του καθορισμού πολιτικών για εποπτεία περιεχομένου.

Στο Σουδάν, μια χώρα όπου μόνο το 31% του πληθυσμού έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο, οι διαδικτυακές πλατφόρμες αγωνίζονται να επιβάλουν οδηγίες και κανονισμούς για την παρακολούθηση περιεχομένου, που θεωρείται επιβλαβές, όπως η ρητορική μίσους και η παραπληροφόρηση.

Εν τω μεταξύ, εταιρείες τεχνολογίας με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως το Facebook, το Instagram και το Twitter, συχνά δεν συμμορφώνονται με ήδη δημοσιευμένα μέτρα. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι πλατφόρμες με έδρα τις ΗΠΑ καθόλου δεν αντιμετωπίζουν επιβλαβές περιεχόμενο.

Doxxing, πλαστοπροσωπία και παραπληροφόρηση

Τον Μάιο, η Lugain Mohamed, ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών στο Σουδάν, ανέφερε έναν ενεργό λογαριασμό στο Instagram, που παρουσίαζε εικόνες Σουδανέζων γυναικών χωρίς την άδειά τους. Αυτό παραβίαζε τις κοινοτικές οδηγίες του Instagram, οι οποίες δεν επιτρέπουν στους χρήστες να κοινοποιούν φωτογραφίες, που δεν έχουν τραβήξει οι ίδιοι ή για τις οποίες δεν έχουν δικαίωμα κοινοποίησης.

Η πλατφόρμα, που ανήκει στο Facebook, δεν έχει ακόμη αναλάβει δράση και ο λογαριασμός εξακολουθεί να είναι ενεργός, επειδή το Instagram διαπίστωσε ότι δεν παραβιάζει τις πολιτικές του, επιβεβαίωσε στο Global Voices σε μια συνέντευξη μέσω email. Πρόσθεσε ότι λόγω αυτής της εμπειρίας άρχισε να αυτολογοκρίνεται περισσότερο με το περιεχόμενο, που μοιράζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:

Έχοντάς με απειλήσει ο διαχειριστής της σελίδας να κοινοποιήσει τις υπόλοιπες φωτογραφίες μου, αν συνέχιζα να ζητώ από κόσμο να κάνουν αναφορά στη σελίδα, δίστασα να συνεχίσω να κάνω εκστρατεία εναντίον τέτοιων σελίδων, καθώς απειλούνταν η προσωπική μου ασφάλεια.

Αυτή η πρακτική κοινοποίησης φωτογραφιών γυναικών χωρίς τη συγκατάθεσή τους δεν είναι κάτι νέο στο Σουδάν.

Το 2016, πάνω από 15 ακτιβίστριες υπέστησαν doxxing σε μια σελίδα στο Facebook με τίτλο “Σουδανέζες ενάντια στην χιτζάμπ“. Το Doxxing είναι η πρακτική δημοσίευσης προσωπικών πληροφοριών κάποιου χωρίς την άδειά του, με σκοπό την απειλή ή τον εκφοβισμό. Οι εικόνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης των ακτιβιστριών δημοσιεύτηκαν χωρίς τη συγκατάθεσή τους μαζί με πλαστές δηλώσεις τους για το ότι είναι ενάντια στη μαντίλα και τη θρησκεία. Η σελίδα αφαιρέθηκε αργότερα από το Facebook, αφού πολλοί την έκαναν αναφορά για παραβίαση των κοινοτικών προτύπων.

Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Σουδάν, που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2019, το Twitter φάνηκε να είναι ο ιδανικός χώρος για πλαστοπροσωπία: δέχτηκαν εισβολή λογαριασμοί πολιτικών, υπουργών, δημοσιογράφων και ακτιβιστών. Ο δημοσιογράφος Wasil Ali ξεκίνησε μια εκστρατεία ζητώντας από το κοινό να κάνει αναφορά σε αυτούς τους λογαριασμούς.

Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι μπλοκαρίστηκαν, ενώ άλλοι εξακολουθούν να είναι ενεργοί. Σε συνέντευξη μέσω email με το Global Voices, ο Ali έγραψε:

…Οι ψεύτικοι λογαριασμοί χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, για τη συγκομιδή οπαδών, αλλά δυστυχώς, ένας μεγάλος αριθμός εξ αυτών χρησιμοποιούνται για να σπείρουν διχόνοια εξαπλώνοντας παραπληροφόρηση, που έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει αναταραχές ή ακόμη και βία. Επίσης με τους απλούστερους όρους, θα σπείρει διαφωνία μεταξύ των Σουδανέζων, είτε πολιτική είτε ακόμη και φυλετική.

Τον Ιούνιο του 2019, η ομάδα πολιτοφυλακής, που υποστηρίζεται από την κυβέρνηση, γνωστή ως Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF), κατέστειλε τους διαδηλωτές, που αντιτίθενται στη στρατιωτική εξουσία στο Χαρτούμ, στην αποκαλούμενη αργότερα ως “σφαγή του Χαρτούμ“. Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η Διεθνής Αμνηστία δημοσίευσαν εκθέσεις με λεπτομερή στοιχεία, που έδειχναν μια σειρά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την πολιτοφυλακή RSF.

Ωστόσο, λίγες μέρες μετά την καταστολή, μια αιγυπτιακή εταιρεία με την επωνυμία New Waves ξεκίνησε μια εκστρατεία με επιρροή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – συμπεριλαμβανομένων των πλατφορμών Facebook και Instagram – με στόχο την παρουσίαση και την εμπορία μιας καλής εικόνας για την πολιτοφυλακή RSF και τους ηγέτες της.

Μέχρι σήμερα, το Facebook απέτυχε να αντιμετωπίσει πολλαπλά αιτήματα για κατάργηση περιεχομένου για την πολιτοφυλακή RSF, υποστηρίζοντας ότι ο αρχηγός τους, Mohamed Dagalo, ο οποίος είναι επίσης αναπληρωτής επικεφαλής του Συμβουλίου Κυριαρχίας, είναι τρέχων κρατικός φορέας, αν και η εταιρεία έχει ήδη καταργήσει τον λογαριασμό αξιωματούχου της Μιανμάρ, που είναι επίσης καταζητούμενος για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου.

Κάνουν αρκετά οι πλατφόρμες;

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η άμεση επικοινωνία με τις πλατφόρμες βοηθά στην εξάλειψη επιβλαβούς περιεχομένου όπως ένας ψεύτικος λογαριασμός Instagram, που έγινε viral τον περασμένο χρόνο κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Ο λογαριασμός φέρεται να παρείχε γεύματα σε Σουδανούς και επίσης διέδιδε παραπληροφόρηση. Το Instagram κατάργησε αργότερα τον λογαριασμό, αμέσως αφότου επικοινώνησε μαζί τους το The Atlantic, πρακτορείο ειδήσεων με έδρα τις ΗΠΑ.

Τον Ιούλιο του 2018, το YouTube έκλεισε το Zoal Cafe Channel, χωρίς να εκδώσει καμία δήλωση, αφότου οι χρήστες ανέφεραν ένα προηγούμενο επεισόδιο, που ήταν ανταπάντηση σε τηλεοπτική εκπομπή του Κουβέιτ, που κορόιδευε τους Σουδανούς. Η ίδια η ανταπάντηση θεωρήθηκε από ορισμένους ως ρατσιστική. Το κανάλι έκλεισε μόνο για τρεις μήνες, προτού επαναφερθεί.

Το Facebook έλαβε επίσης μέτρα για να εφαρμόσει την Πολιτική Μη Αυθεντικής Συμπεριφοράς σε σχέση με το Σουδάν. Η εταιρεία ορίζει την “μη αυθεντική συμπεριφορά” ως “εμπλοκή σε συμπεριφορές, που έχουν σχεδιαστεί για να επιτρέπουν άλλες παραβιάσεις σύμφωνα με τα Πρότυπα κοινότητάς μας”, μέσω τακτικών όπως η χρήση πλαστών λογαριασμών και μποτ.

Τον Οκτώβριο του 2019, ένα δίκτυο ψεύτικων λογαριασμών συνδεδεμένων με τον Yevgeniy Prigozhin, έναν Ρώσο χρηματοδότη, ο οποίος αργότερα τέθηκε σε λίστα κυρώσεων από το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών για το ρόλο του στην παροχή “υποστήριξης για τη διατήρηση αυταρχικών καθεστώτων, όπως του πρώην Σουδανού προέδρου Ομάρ αλ Μπασίρ, και εκμετάλλευσης φυσικών πόρων“, αφαιρέθηκαν από το Facebook. Σύμφωνα με τη δήλωσή τους, “καταργήθηκαν 17 λογαριασμοί Facebook, 18 σελίδες, 3 ομάδες και έξι λογαριασμοί Instagram, που προέρχονταν από τη Ρωσία και επικεντρώθηκαν κυρίως στο Σουδάν”.

Ωστόσο, οι ακτιβιστές λένε ότι οι πλατφόρμες δεν κάνουν αρκετά.

Η Lugain Mohamed είπε ότι κατάφερε να κατεβάσει τη δική της φωτογραφία, αλλά όχι άλλες, επειδή η πολιτική του Instagram απαιτεί “ο ιδιοκτήτης της φωτογραφίας να κάνει αναφορά ο ίδιος”. Λέει:

Αυτό είναι προβληματικό με πολλούς τρόπους, καθώς αυτοί οι λογαριασμοί αυξάνονται σε αριθμό και οπαδούς μέρα με τη μέρα και αποκομίζουν κέρδος από τη λήψη φωτογραφιών γυναικών από διαφημίσεις σε διαφορετικές εταιρείες.

Όσον αφορά την απάντηση του Twitter στην εκστρατεία του Ali να ζητά λογαριασμούς πλαστοπροσωπίας, ο Ali έγραψε:

Το Twitter είναι εξαιρετικά αργό στο να καταργήσει αυτούς τους λογαριασμούς και μερικές φορές δεν θέλει να τους καταργήσει (όπως με έναν λογαριασμό που με πλαστοπροσωπεί και τουιτάρει ψεύτικες ειδήσεις). Το Twitter απλώς σας παραπέμπει στην πολιτική τους σχετικά με αυτούς τους λογαριασμούς.

Το Twitter εξακολουθεί να μην παρέχει τη δυνατότητα επαλήθευσης τηλεφώνου για τους χρήστες του στο Σουδάν, προσθέτοντας ένα εμπόδιο για την επαλήθευση λογαριασμών, που δίνει χώρο για να υπάρχουν περισσότεροι ψεύτικοι λογαριασμοί. Τον Ιούνιο, ξεκίνησε μια διαδικτυακή εκστρατεία ζητώντας από το Twitter να προσφέρει αυτήν τη δυνατότητα. Τον Μάρτιο του 2018, ο Jack Dorsey, διευθύνων σύμβουλος του Twitter, έκανε τουίτ σχετικά με αυτό το ζήτημα, αλλά το Twitter δεν άλλαξε τη θέση του.

Έλλειψη νομικής προστασίας

Εκτός από την αδράνεια των πλατφορμών, το Σουδάν στερείται επίσης ισχυρών νομικών μέτρων, που προστατεύουν τους χρήστες στο διαδίκτυο.

Ορισμένες υφιστάμενες νομικές διατάξεις στο Σουδάν προσφέρουν προστασία για ορισμένους τύπους επιβλαβούς περιεχομένου. Για παράδειγμα, ο νόμος περί εγκλημάτων πληροφορικής του 2007 απαγορεύει τη δυσφήμιση και την ιερότητα της προσωπικής ζωής, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να λογοδοτήσουν όσοι μοιράζονται φωτογραφίες άλλων χωρίς τη συγκατάθεσή τους.

Ο νόμος του 2018 για τεχνολογικά εγκλήματα, του οποίου το τελικό σχέδιο δεν κοινοποιήθηκε δημοσίως, ποινικοποιεί “τη χρήση του Διαδικτύου ή μέσων επικοινωνίας ή πληροφοριών για υποκίνηση μίσους εναντίον αλλοδαπών, προκαλώντας διακρίσεις και εχθρότητα“. Το κοινοβούλιο του εκτιθέμενου καθεστώτος τροποποίησε το νομοσχέδιο το 2018, προτού τροποποιηθεί ξανά το 2020 από το μεταβατικό συμβούλιο, που είναι αρμόδιο για τη διακυβέρνηση, αλλά το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν έχει ακόμη κοινοποιήσει την τελική πλήρη έκδοση.

Επιπλέον, το άρθρο 87 του νόμου περί ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών τιμωρεί όσους στέλνουν απειλητικό περιεχόμενο.

Η ρύθμιση αυτού του περιεχομένου αποδεικνύεται πρόκληση και μερικές φορές αποτελεί απειλή για την ελευθερία της έκφρασης, ιδίως σε μια χώρα με μακρά ιστορία παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το Σουδάν έχει αρκετούς ασαφείς νόμους, που ποινικοποιούν τον λόγο, που εγγυώνται διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σύμφωνα με την έκθεση Freedom on the Net του 2019, η κυβέρνηση “αναγνωρίζει ανοιχτά τον αποκλεισμό και το φιλτράρισμα ιστότοπων που θεωρεί ανήθικους και βλάσφημους, όπως ιστότοπους πορνογραφίας”.

Τον Ιανουάριο του 2019, ο κρατικός εισαγγελέας εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον 38 δημοσιογράφων και ακτιβιστών, κατηγορώντας τους ότι διέδωσαν ψεύτικες ειδήσεις, έναν όρο που περιγράφεται αόριστα στο νόμο περί εγκλημάτων πληροφορικής.

Η κατάλληλη αντιμετώπιση διαδικτυακού επιβλαβούς περιεχομένου στο Σουδάν απαιτεί συλλογική δράση.

Οι εταιρείες τεχνολογίας και οι διαδικτυακές πλατφόρμες πρέπει να συμμορφώνονται με τις πολιτικές ρύθμισης περιεχομένου και να τις καθιστούν διαφανείς και ορατές στους χρήστες. Πρέπει να ακούν τους τοπικούς ακτιβιστές και να λαμβάνουν υπόψη τις ανησυχίες τους κατά την εφαρμογή των πολιτικών.

Η σημερινή διοίκηση του Σουδάν πρέπει να τροποποιήσει τους υφιστάμενους νόμους για να προστατεύσει τους χρήστες από τη ρητορική μίσους και το doxxing, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των χρηστών.


Αυτό το άρθρο αποτελεί μέρος μιας σειράς ονόματι “Η μήτρα ταυτότητας: ρύθμιση πλατφόρμας διαδικτυακών απειλών κατά της έκφρασης στην Αφρική”. Αυτές οι δημοσιεύσεις αναλύουν τη διαδικτυακή ρητορική μίσους ή τις διακρίσεις, που βασίζονται στην ταυτότητα με βάση τη γλώσσα ή τη γεωγραφική προέλευση, την παραπληροφόρηση και την παρενόχληση (ιδιαίτερα κατά γυναικών ακτιβιστών και δημοσιογράφων), οι οποίες επικρατούν σε ψηφιακούς χώρους επτά αφρικανικών χωρών: Αλγερίας, Καμερούν, Αιθιοπίας, Νιγηρίας, Σουδάν, Τυνησίας και Ουγκάντας. Το εγχείρημα χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ψηφιακών Δικαιωμάτων της Αφρικής της Συνεργασίας για τη Διεθνή Πολιτική ΤΠΕ για την Ανατολική και Νότια Αφρική (CIPESA).

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.