- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Μπορεί η κοσμικότητα να συμβαδίζει με το Ισλάμ;

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Αυστρία, Γαλλία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διαδηλώσεις, Διακυβέρνηση, Διεθνείς Σχέσεις, Εθνότητα & φυλή, Ελευθερία του Λόγου, Θρησκεία, Ιδέες, Ιστορία, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Μετανάστευση, Πολιτική, Τέχνες - Πολιτισμός, Ψηφιακός ακτιβισμός, Γέφυρα

Αντιτρομοκρατική διαδήλωση στη Βιέννη της Αυστρίας. 6 Νοεμβρίου 2020. Φωτογραφία: Michael Gubi/Flickr [1] (CC BY-NC 2.0 [2])

Αυτό το άρθρο του Samee Alhwash [3] δημοσιεύθηκε αρχικά στο The Battleground [4] και αναδημοσιεύεται στο Global Voices ως μέρος μιας συμφωνίας ανταλλαγής περιεχομένου.

Είτε στην εκστρατεία μποϊκοτάζ γαλλικών προϊόντων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε μέσω συνομιλιών με φίλους, οι Μουσουλμάνοι, που γνωρίζω, αισθάνονται διχασμένοι με τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στη Βιέννη και τη Νίκαια.

Ενώ καταδικάζουν τη βία, υπάρχει επίσης η αίσθηση ότι είναι κάτι το αναμενόμενο. Η σύγκρουσή τους εκφράζεται ως εξής:

“Δεν συγχωρούμε τη δολοφονία και όσοι σκοτώνουν δεν έχουν καμία σχέση με το Ισλάμ. Αλλά όταν η πρόκληση μεταμφιέζεται ως ελευθερία του λόγου (για παράδειγμα, το Τσάρλι Χέμπντο [5]), πρέπει να αναμένεται αντίδραση”.

Ή αυτό:

“Γιατί μόνο επιθέσεις από μουσουλμάνους χαρακτηρίζονται ως “τρομοκρατικές”; Γιατί η γαλλική κοσμικότητα, η λαϊκότητα, εφαρμόζεται μόνο για τους μουσουλμάνους; Γιατί είναι παράνομο να αμφισβητούμε το Ολοκαύτωμα, αλλά είναι αποδεκτό να επικρίνουμε τα πιο ιερά στοιχεία του Ισλάμ;”

Φυσικά, ορισμένες καθαρές μουσουλμανικές φωνές καταγγέλλουν αυτή τη σύγχυση μεταξύ κοσμικότητας, ελεύθερου λόγου και πολιτικών ελευθεριών. Αλλά αυτή η σύγκρουση είναι διαδεδομένη. Φαίνεται ότι προέρχεται από συναισθήματα αποξένωσης, που διατυπώνονται στη γλώσσα του σύγχρονου πολιτικού Ισλάμ.

Από πού προέρχεται αυτός ο εξορθολογισμός της βίας; Είναι πράγματι κάτι έμφυτο για το Ισλάμ, το να καταδικάζει τη θρησκεία να μη συμβιβάζεται με τα βασικά στοιχεία της δημοκρατίας, ιδίως την ελευθερία του λόγου και την κοσμικότητα;

Αυτά είναι σημαντικά ερωτήματα, καθώς οι τρομοκρατικές επιθέσεις προκαλούν τραύμα, που φέρνει εξίσου αντιδραστικά επιχειρήματα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, θέτοντας ερωτήματα σχετικά με την πολιτιστική ποικιλομορφία, την ένταξη και την αφομοίωση.

Ο,τιδήποτε ακούγεται σαν συγγνώμη για την τρομοκρατία κινδυνεύει να χαρίσει πολιτικές νίκες σε ακροδεξιές ομάδες και να προβάλλει λανθασμένα στερεότυπα του Ισλάμ ως οπισθοδρομικού και βίαιου.

Έχουμε ξαναπεράσει από κάτι τέτοιο. Το 2005, παρακολούθησα κάτι, που μου φαινόταν αδιανόητο, στην τηλεόραση στο μικρό σαλόνι μου στη Συρία: μαζικές διαμαρτυρίες σε όλη τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική (MENA) ενάντια σε προσβλητικές απεικονίσεις του Προφήτη Μωάμεθ από τη δανική εφημερίδα Jyllands-Posten [6].

Οι διαδηλώσεις έγιναν ανεκτές από καταπιεστικά καθεστώτα, τα οποία διαφορετικά θα κατέστειλαν κάθε μορφή διαμαρτυρίας. Οι διαδηλώσεις ήταν οι μοναδικές στο είδος τους μέχρι την Αραβική Άνοιξη το 2010.

Καθώς τις σκέφτομαι τώρα, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ: γιατί άλλα περιστατικά δεν προκάλεσαν την ίδια κατακραυγή από τους μουσουλμάνους.

Η δολοφονία των Μουσουλμάνων Ροχίνγκια καταδικάστηκε, αλλά δεν προκάλεσε την ίδια δημόσια οργή. Ούτε τα στρατόπεδα των Ουιγούρων στην Κίνα.

Υπήρχε ακόμη και ένα ευρέως διαδεδομένο βίντεο στο YouTube, ένα από τα πολλά που θα ακολουθούσαν, των τραμπούκων της συριακής κυβέρνησης, που αναγκάζουν υπό την απειλή όπλου έναν αντικυβερνητικό διαδηλωτή να γονατίσει μπροστά σε ένα πορτρέτο του Μπασάρ Αλ Άσαντ, σε ένα σατζάντα (μουσουλμανικό χαλάκι προσευχής).

Ένας του φώναξε: “Προσευχήσου στον θεό σου, τον Μπασάρ!”. Είναι αλήθεια ότι οι ενέργειες του συριακού καθεστώτος προσέλκυσαν τζιχαντιστές από όλο τον κόσμο. Αλλά αυτό δεν πυροδότησε δημόσιες διαμαρτυρίες στις πρεσβείες της Συρίας, όπως έκαναν οι γελοιογραφίες της Δανίας.

Αυτή η δυαδικότητα ήταν ενδιαφέρουσα. Μας λέει κάτι για την εθνικιστική φύση του πολιτικού Ισλάμ σήμερα.

Δεν είναι θέμα ασυμβατότητας μεταξύ Ισλάμ και ελευθερίας λόγου. Αντίθετα, το Ισλάμ έχει γίνει μια ανασφαλής ταυτότητα, που υπονομεύεται πάντα από την κριτική της χριστιανικής ή άθεης, αλλά πάντα αποικιακής, Δύσης.

Οι μουσουλμάνοι των μετριοπαθών σχολών σκέψης και οι όχι τόσο της τυπικής λατρείας μοιράζονται αυτό το συναίσθημα με μετριοπαθή στοιχεία μες στο Ισλάμ. Ακόμη και κοσμικοί εθνικιστές θεωρούν τις δυτικές κριτικές για το Ισλάμ ως επίθεση στον δικό τους πολιτισμό.

Είτε μουσουλμάνοι είτε εθνικιστές, οι περισσότεροι άνθρωποι στις χώρες της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής είναι φτωχοί, ανεκπαίδευτοι και δεν έχουν πολιτική εκπροσώπηση. Η παρατεταμένη στασιμότητα τους καθιστά πιο ευαίσθητους σε καταστροφικές αφηγήσεις, που τροφοδοτούν την πολιτική ταυτότητας και επιδεινώνουν τα κοινωνικά ζητήματα. Η επιτυχία της Ευρώπης δεν θεωρείται αποτέλεσμα ανθρωπιστικής φιλοσοφίας και αιματηρού αγώνα ενάντια στον εθνικισμό, όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Για πολλούς μουσουλμάνους, η κοσμικότητα είναι απλώς μια δυτική αποικιακή ραδιουργία για την αφαίρεση της ισλαμικής ταυτότητας και του πολιτισμού.

Πολλοί άνθρωποι στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική βλέπουν απλά μια Χριστιανική Αυτοκρατορική Ευρώπη και γίνονται σκλάβοι στα δικά τους κληρονομικά αποικιακά τραύματα. Δημαγωγοί, βασιλείς και δικτάτορες σε ολόκληρο τον ισλαμικό κόσμο ενισχύουν αυτήν την αφήγηση για να νομιμοποιήσουν την ύπαρξή τους. Αυτό τροφοδοτεί μια διχαστική, εθνικιστική πολιτική ταυτότητας, που αναιρεί τυχόν θετικές διαπολιτισμικές σχέσεις με την Ευρώπη.

Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο στην Ευρώπη, καθώς οι κοινότητες των μεταναστών βρίσκονται σε ένα ξένο και συχνά ρατσιστικό περιβάλλον. Αντιμετωπίζουν αυτή την πραγματικότητα υιοθετώντας ρηχές και δογματικές εκδοχές του πολιτικού Ισλάμ.

Η αποικιοκρατία επιδείνωσε τα κοινωνικά προβλήματα, που είχαν ήδη οι μουσουλμανικές κοινωνίες. Δεν τα δημιούργησε. Ήμαστε άνισοι, ιεραρχικοί και σεχταριστικοί ακόμη και πριν από τον ευρωπαϊκό αποικισμό και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία απλώς ενίσχυσε τις υπάρχουσες ιεραρχικές πολιτικές δομές και χρησιμοποίησε τον σεχταρισμό στα πλαίσια του “διαίρει και βασίλευε”. Οι δικτατορίες, που μας βασανίζουν σήμερα, είναι συνέχεια αυτών των δομών. Αυτό σημαίνει ότι εναπόκειται σε εμάς να οδηγήσουμε μια πνευματική επανάσταση, που να εμποδίζει τους δημαγωγούς να χρησιμοποιούν τα χειρότερα ένστικτά μας εναντίον μας. Αυτό συνεπάγεται την αυτοκριτική για τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της θεμελιώδους μεταρρύθμισης της ταυτότητας και της θρησκείας μας.

Δεν λέω ότι οι κοινότητες, που υπέφεραν υπό την αποικιοκρατία, πρέπει να ξεχάσουν το παρελθόν και να προχωρήσουν. Αντίθετα, πρέπει να δούμε την κληρονομιά της αποικιοκρατίας ως μεγάλο μέρος του προβλήματος, αλλά όχι το μόνο. Η αποικιοκρατία προκάλεσε βαθιές ουλές στην ψυχολογία και την πολιτική των πολιτισμών της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, οι οποίες δεν επουλώθηκαν. Ο ρατσισμός, που βιώνουν οι μετανάστες από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, απλά το ενισχύει.

Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο η αποδεκτή αίσθηση θυματοποίησης από την αποικιοκρατία δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε κοινωνική πάθηση.

Από την άλλη πλευρά, λόγω της ιστορίας της αποικιοκρατίας, η Ευρώπη έχει την ευθύνη να δημιουργήσει έναν πολιτικά ορθό δημόσιο λόγο, με σεβασμό στους Μουσουλμάνους, με στόχο τη διευκόλυνση της ένταξής τους ως ίσοι. Αυτό πρέπει να συμπίπτει με υποστηρικτικές πρωτοβουλίες στο εξωτερικό, στη διεθνή πολιτική ανάπτυξης και ασφάλειας. Και αντίστοιχα, είναι ευθύνη των μουσουλμανικών κοινοτήτων να κατανοήσουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από τη μεταρρύθμιση στον σημερινό πολιτικό ισλαμικό λόγο.

Οι μετριοπαθείς φωνές μέσα στο Ισλάμ πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι τίποτα δεν είναι ιερό σε μια δημοκρατία και ότι πρέπει να απορρίπτουμε την πολιτική βία οπωσδήποτε.

Για να ξεκινήσει αυτή η μεταρρύθμιση, οι μουσουλμανικές κοινότητες δεν πρέπει να ψάξουν πουθενά αλλού παρά στη δική τους ιστορία για μηνύματα ανεκτικότητας, λογικής και, κυρίως, κοινές αξίες με την Ευρώπη.

Υπήρξαν πολλοί μελετητές, φιλόσοφοι, ακόμη και στρατιωτικοί ηγέτες στην ιστορία μας, που μαρτυρούν τις πλούσιες δυνατότητες του ισλαμικού πολιτισμού και την ανοχή του στον ελεύθερο λόγο.

Ένα παράδειγμα είναι ο μεσαιωνικός Άραβας φιλόσοφος και ποιητής Αλ Μααρί [7]. Σε ένα από τα μεταφρασμένα ποιήματά του, γράφει: “Υπάρχει μια αναταραχή στη Λατάκεια μεταξύ Ahmed και Issa. Ο ένας χτυπά την καμπάνα κι ο άλλος φωνάζει από έναν μιναρέ. Ο καθένας δοξάζει τη θρησκεία του. Ω, ποίησή μου, ποιος έχει δίκιο;”

Στο Risalat al-Gufran [8], ο Αλ Μααρί προσθέτει: “Υπάρχει μόνο ένας Ιμάμης, ο νους” και “Δύο κατοικούν στη γη: ένας με εγκέφαλο, αλλά άθρησκος και ο άλλος με θρησκεία, αλλά ανεγκέφαλος”.

Πρόκειται για έναν φιλόσοφο, που έζησε κατά τη διάρκεια του χαλιφάτου των Αββασιδών πριν από 1.000 χρόνια. Δεν αποκεφαλίστηκε ούτε διώχθηκε. Αντιθέτως, επαινέθηκε ως ένας από τους μεγάλους Άραβες φιλόσοφους και ποιητές.

Ένα άγαλμα εις μνήμην του βρισκόταν στην γενέτειρά του στη Συρία έως το 2013, αλλά καταστράφηκε από το Μέτωπο Αλ Νούσρα, ένα παρακλάδι της Αλ Κάιντα.

Σχετικά με το ζήτημα της ασυμβατότητας με την κοσμικότητα, η ανάπτυξη της σχολής σκέψης Μουτάζιλα [9] φέρνει ομοιότητες με τον αναγεννησιακό ανθρωπισμό, από τον οποίο αναδύθηκε ο κοσμικός ανθρωπισμός.

Το κίνημα Μουτάζιλα δημιουργήθηκε μετά τη μετάφραση και την ερμηνεία της αριστοτελικής μεταφυσικής και του νεοπλατωνισμού. Απέρριψε την ιδέα ότι το Κοράνι είναι “άκτιστο”, η οποία κυριάρχησε στα κυρίαρχα σουνιτικά και σιιτικά δόγματα, υποστηρίζοντας ότι ο κόσμος μπορεί να εξηγηθεί μέσω ορθολογικής σκέψης παράλληλα με τις γραφές. Δεν είναι κοσμικότητα ακριβώς, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, καθώς δεν διαχωρίζει το κράτος και τη θρησκεία. Ανοίγει όμως την πόρτα για κριτική και επιστημονική σκέψη, ανοίγοντας ενδεχομένως το δρόμο για την κοσμικότητα.

Η κοσμικότητα είναι συμβατή με το Ισλάμ. Είναι απλώς ασυμβίβαστη με την τρέχουσα εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ.

Η κοσμικότητα χρειάζεται επίσης μεταρρύθμιση, καθώς χρησιμοποιείται συχνά για διακρίσεις εναντίον μειονοτήτων, των οποίων η θρησκευτικότητα είναι πολύ διαφορετική από την πίστη, που υποτίθεται θα έπρεπε να συγκρατήσει.