- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

ΗΠΑ στη Συρία: Τι να περιμένουμε από τη νέα κυβέρνηση;

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Η.Π.Α., Ρωσία, Συρία, Τουρκία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διακυβέρνηση, Διεθνείς Σχέσεις, Μέσα των πολιτών, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πολιτική, Πρόσφυγες, Γέφυρα

Το στρατόπεδο προσφύγων Atmeh στο Χαλέπι της Συρίας. Φωτογραφία από το Ίδρυμα Ανθρωπιστικής Αρωγής IHH [1], άδεια CC BY-NC-ND 2.0 [2].

Καθώς η τετραετής θητεία του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ πλησιάζει στο τέλος της, τι θα σημαίνει η νέα κυβέρνηση για τον συνεχιζόμενο πόλεμο της Συρίας και τον χειμαζόμενο πληθυσμό της; Αν και ο Τραμπ διέταξε επισήμως μια συνολική απόσυρση των στρατευμάτων των ΗΠΑ από τη Συρία τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο εμφύλιος πόλεμος παραμένει ένα σημαντικό ζήτημα για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, όπως φαίνεται από τις αντιτρομοκρατικές αποστολές τους τους τελευταίους μήνες.

Είναι πιθανό ότι ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν θα έφερνε νέες θεωρήσεις στην τοποθέτηση των ΗΠΑ επί της σύγκρουσης, χωρίς να επιβάλει σημαντικές αλλαγές επί τόπου.

Σε συνέντευξή του τον περασμένο μήνα στο Defense One [3], ο Jim Jeffrey, πρώην σύμβουλος άμυνας των ΗΠΑ για τη Συρία, απέκλεισε μια πιθανή πλήρη “απόσυρση των ΗΠΑ” από τη Συρία, παρά τις εντολές του Τραμπ, λέγοντας: “Κάναμε πάντα ταχυδακτυλουργικά κόλπα για να μην καταστήσουμε σαφές στην ηγεσία μας πόσα στρατεύματα είχαμε εκεί”. Σύμφωνα με τον Jeffrey, η δραστηριότητα των ΗΠΑ στη Συρία δεν μειώθηκε ποτέ υπό την κυβέρνηση Τραμπ και παραμένει εξέχουσα παρά τις πρόσφατες εκκλήσεις για μείωση των στρατευμάτων επί τόπου.

Στην πραγματικότητα, οι αμερικανικές δυνάμεις επέκτειναν το πεδίο εφαρμογής τους [4] πραγματοποιώντας τακτικές αντιτρομοκρατικές αποστολές από ιρακινές βάσεις μαζί με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), που υποστηρίζονται από την Ουάσινγκτον. Επισήμως, το Πεντάγωνο παραχώρησε [5] στις ΗΠΑ μόνο 200 στρατιώτες επί τόπου. Ωστόσο, σύμφωνα με ρεπορτάζ των New York Times [6] τον Οκτώβριο του 2019, οι αμερικανικές δυνάμεις μπορούσαν επί του παρόντος να φτάσουν τα 900 στρατεύματα στη Συρία μόνο. Εν μέσω πρόσφατων πολιτικών που στοχεύουν στη διασφάλιση του ελέγχου των εδαφών και στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, είναι ολοένα και πιο πιθανό ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ επί τόπου θα ενισχυθούν.

Ένα παράδειγμα τέτοιων επιχειρήσεων είναι η καταστροφή ενός στρατοπέδου του Ισλαμικού Κράτους στην έρημο Μπαντίγια από αεροσκάφος [7] του διεθνούς συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, ενώ ορισμένα επιπλέον στρατιωτικά οχήματα των ΗΠΑ μεταφέρθηκαν στην ανατολική Συρία. Την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου, πραγματοποιήθηκαν 14 επιχειρήσεις [8] με στόχο τρομοκρατικές ομάδες στην περιοχή, ενώ πρόσφατες αναφορές [9] από την Επιχείρηση Εγγενής Λύση [10] δείχνουν την αναγκαιότητα να διατηρείται τακτική παρουσία στο πεδίο της μάχης για την καταπολέμηση των χαρακτηριζόμενων ως ακόμα ενεργών θυλάκων του ISIS επί τόπου. Πρόσφατα αναφέρθηκαν επίσης μάχες μεγάλης κλίμακας μεταξύ δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους και φιλοκαθεστωτικών μαχητών [11] κοντά στην Ντέιρ Αζ Ζορ, τη μεγαλύτερη πόλη στην ανατολική Συρία.

Ίσως η ανακοίνωση του περασμένου μήνα από τον Αμερικανό γερουσιαστή Λίντσεϊ Γκράχαμ και τον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο για μια σύμβαση πετρελαίου [12] μεταξύ των SDF και μιας αμερικανικής εταιρείας πετρελαίου θα προσθέσει περαιτέρω υποστήριξη για περισσότερες αμερικανικές αποστολές στη Συρία. Εκτός από επιχειρήσεις κατά των τρομοκρατικών απειλών για το περιφερειακό συμφέρον και τους συμμάχους της, η σύνδεση του Συριακού Πολέμου με την αμερικανική διοίκηση πηγάζει από την επιτακτική επιθυμία της Ουάσινγκτον να μειώσει τη ρωσική εδαφική επέκταση στην περιοχή, καθώς η Μόσχα παραμένει ο βασικός υποστηρικτής του συριακού καθεστώτος. Ως εκ τούτου, η Ουάσινγκτον συνεχίζει να στηρίζει τις κουρδικές δυνάμεις [4] ενάντια σε άμεσες στρατιωτικές αντιπαραθέσεις με Ρώσους μισθοφόρους.

Ο Μπάιντεν δεν έχει ακόμη παρουσιάσει τη μελλοντική του πολιτική στη Μέση Ανατολή ως επιχείρημα εκστρατείας, επομένως η στρατιωτική του πολιτική στη Συρία παραμένει ασαφής. Αλλά τον περασμένο μήνα, ο επερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ σημείωσε [13] ότι θα κρατούσε έως και 2.000 Αμερικανούς σε προβληματικά μέρη της Μέσης Ανατολής, εστιάζοντας κυρίως στις “ειδικές δυνάμεις” και ότι αυτές οι δυνάμεις “δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στην πολιτική δυναμική των χωρών, όπου λειτουργούν”. Γενικότερα, ο Μπάιντεν είπε ότι θα διαμορφώσει την εξωτερική πολιτική με βάση τα “αμερικανικά συμφέροντα [14]“.

Ο Μπάιντεν φαίνεται ευθυγραμμισμένος με την κυβέρνηση Τραμπ για κυρώσεις στη Συρία. Σε μερικές από τις συνεντεύξεις του πριν από την προεκλογική του εκστρατεία, ο Μπάιντεν είχε δηλώσει ότι δεν σκοπεύει να τροποποιήσει ή να καταργήσει [15] την Νομοθεσία Caesar, ένα σύνολο κυρώσεων στη Συρία, που εγκρίθηκαν πρόσφατα από το Κογκρέσο των ΗΠΑ, και ότι θα διατηρήσει τις αμερικανικές κυρώσεις στο συριακό καθεστώς και τις οντότητες, που το εφαρμόζουν επί τόπου”. Παρ’ όλα αυτά, οι σύμβουλοι του Μπάιντεν [16] έθεσαν πρόσφατα τη δυνατότητα εξαιρέσεων για ανθρωπιστικούς λόγους για τη διασφάλιση βοήθειας σε “Σύριους χρήζοντες βοήθειας”.

Η κύρια διαφορά μεταξύ της κυβέρνησης Τραμπ και Μπάιντεν σχετικά με τη Συρία πιθανότατα θα αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Καμάλα Χάρις [17], η εκλεγμένη αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, αντιτάχθηκε [18] στην απόφαση του Τραμπ το 2019 να αποχωρήσει από τη Συρία, μετά την επιχείρηση “Άνοιξη της Ειρήνης” [19]. Ο Anthony Blinken, ο μελλοντικός υπουργός Εξωτερικών του Μπάιντεν, συμμερίζεται επίσης αυτήν την άποψη. Σε ένα άρθρο [20] για το Ινστιτούτο Brooking πέρυσι, περιέγραψε τη στρατιωτική πολιτική των ΗΠΑ στη Συρία ως “εσφαλμένη, καθώς έκανε πολύ λίγα”. Προειδοποίησε συγκεκριμένα: “Εάν προχωρήσει η υποχώρηση από τη Συρία, που ανακοίνωσε ο Τραμπ, πιθανότατα θα δούμε και την επιστροφή του Ισλαμικού Κράτους”.

Σε συνέντευξή του στο CBS τον περασμένο Μάιο, ο Blinken δήλωσε ότι η διοίκηση Ομπάμα, στην οποία διετέλεσε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και πρώην αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Αασφάλειας, είχε “αποτύχει” για τους Σύριους και από τότε η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στον πόλεμο επιδεινώθηκε, ιδιαίτερα όταν η Ουάσιγκτον εγκατέλειψε τους Κούρδους συμμάχους της. Σύμφωνα με αντίγραφο [21] της συνέντευξης, είπε: “Αποτύχαμε να αποτρέψουμε τρομερές απώλειες ζωών. Αποτύχαμε να αποτρέψουμε το μαζικό εσωτερικό εκτοπισμό ανθρώπων στη Συρία και, φυσικά, εξωτερικό εκτοπισμό ως πρόσφυγες”, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα προσπαθήσει να ανακτήσει έδαφος με μια πιο κοντινή ματιά στην ανθρωπιστική πλευρά.

Η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε να δώσει πολύ περισσότερη προσοχή στην κατάσταση στις ελεγχόμενες από Κούρδους περιοχές, σε σύγκριση με την πολιτική “μη παρέμβασης” [22] του Τραμπ έναντι των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή. Η Χάρις είχε επίσης υποστηρίξει την επέμβαση των ΗΠΑ στη Συρία [18], ιδίως μετά από επιθέσεις χημικών όπλων από το συριακό καθεστώς το 2017.

Ο Ρόμπερτ Φορντ, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Συρία, δηλώνει [23] μάλιστα ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα προσφέρει στην κουρδική κοινότητα ουσιαστική υποστήριξη για την “αναγνώριση ενός κουρδικού κράτους παγκοσμίως”. Ο Sinam Mohammad, πολιτικός εκπρόσωπος των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε [24] πρόσφατα στο VOA

SDF hopes the Biden administration will bring more political support for us to be included in talks that will determine our future and that of Syria as a whole.

Οι SDF ελπίζουν ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα προσφέρει περισσότερη πολιτική υποστήριξη για να συμπεριληφθούμε σε συνομιλίες, που θα καθορίσουν το μέλλον μας και το μέλλον της Συρίας στο σύνολό της.

Ως εκ τούτου, η προσέγγιση του Μπάιντεν προς τη συριακή σύγκρουση αναμένεται να βρει αντιμέτωπη την Τουρκία, έναν άλλο βασικό παράγοντα στον Συριακό Πόλεμο. Ενώ η διοίκηση Μπάιντεν είναι σύμμαχος των SDF, η τρέχουσα εκτεταμένη πολιτική της Άγκυρας ήταν εναντίον αυτής της κουρδικής-αραβικής συμμαχίας στη βόρεια Συρία, την οποία θεωρεί “τρομοκρατική ομάδα”. Αντιθέτως, ο Τραμπ αναφέρθηκε στους Κούρδους πέρυσι ως “φυσικούς εχθρούς”. Ο Jim Jeffrey, [3] ο πρώην Αμερικανός σύμβουλος άμυνας για τη Συρία, επιβεβαίωσε στη συνέντευξή του τον Νοέμβριο στο Defense One ότι κανένας στην Ουάσινγκτον δεν είχε δώσει καμία εγγύηση για τους Κούρδους εναντίον της Τουρκίας, περιορίζοντας αυτή τη συνεργασία.

Μετά την εκλογή Μπάιντεν, διάφοροι σχολιαστές προέβλεπαν ανώμαλες σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας για την προβλεπόμενη υποστήριξη των ΗΠΑ για επιβολή κουρδικής επικράτειας στην περιοχή.

Στο ανθρωπιστικό πλαίσιο, η διοίκηση Μπάιντεν σχεδιάζει επίσης να εφαρμόσει την τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ για τους πρόσφυγες [25]. Ενώ η απερχόμενη διοίκηση είχε μειώσει το ανώτατο όριο σε 15.000 πρόσφυγες [26] για το οικονομικό έτος 2021, το οποίο είναι ένα ιστορικό αρνητικό ρεκόρ, ο Μπάιντεν υποσχέθηκε να “θέσει το ετήσιο ανώτατο όριο εισόδου των προσφύγων σε 125.000 και να επιδιώξει να το αυξήσει με την πάροδο του χρόνου”. [27]