Η Ουρουγουάη, μια χώρα γνωστή σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική για την αριστερή ηγεσία της, έκανε στροφή προς τα δεξιά το 2020. Μετά από 15 χρόνια κυβερνητικών συνασπισμών αποτελούμενων από αριστερά πολιτικά κόμματα ενωμένα υπό το Μέγα Μέτωπο, ο συντηρητικός Λουίς Λακάγιε Πόου ανέλαβε τα καθήκοντά του ως νέος πρόεδρος της χώρας τον Μάρτιο του 2020. Τον Ιούλιο, με την εξουσία κεντροδεξιού και δεξιού συνασπισμού, η νέα κυβέρνηση του Πόου εισήγαγε την αμφιλεγόμενη “νομοθεσία περί επείγουσας εξέτασης“.
Αυτή η νομοθεσία σκοπεύει να καθορίσει το ρυθμό μιας ατζέντας, που εστιάζεται στη δημόσια ασφάλεια, τη δημοσιονομική λιτότητα και τα επενδυτικά κέρδη. Ωστόσο, οι επικριτές πιστεύουν ότι ίσως είναι εις βάρος βασικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Η νομοθεσία αποσκοπεί στη μεταρρύθμιση ενός ευρέος φάσματος ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένης της διεύρυνσης της εξουσίας, που παρέχεται στην αστυνομική δύναμη κατά τη διάρκεια δημόσιων διαδηλώσεων.
El proyecto que presenta el gobierno es un proyecto ómnibus que cuenta con más de 500 artículos. No es una ley ordinaria sino un paquete de leyes que aborda mas de 30 políticas públicas.
1/6 pic.twitter.com/mGfWeq4pGF— Daniel Chasquetti (@Chasquetti) April 9, 2020
Το προτεινόμενο από την Κυβέρνηση νομοσχέδιο είναι ένα περιληπτικό νομοσχέδιο με περισσότερα από 500 άρθρα. Δεν είναι ένας συνηθισμένος νόμος, αλλά ένα πακέτο νόμων, που καλύπτει περισσότερες από 30 δημόσιες πολιτικές.
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο ανακοινώθηκε κατά τη διάρκεια της εκλογικής εκστρατείας από τον τότε υποψήφιο Λακάγιε Πόου, τέθηκε σε συζήτηση, όπου προκάλεσε ενθουσιασμό από ορισμένους και φόβο από άλλους λόγω του ενδεχόμενου βάθους και του πεδίου αυτών των αλλαγών. Το αρχικό νομοσχέδιο είχε 501 άρθρα, αλλά μετά από εβδομάδες διαπραγματεύσεων μεταξύ των εταίρων του συνασπισμού και αντιρρήσεις σχετικά με την αντισυνταγματικότητά του, το τελικό έγγραφο μειώθηκε σε 476 άρθρα.
Σύμφωνα με στοιχεία της καθημερινής εφημερίδας El País της Ουρουγουάης, το ποσοστό δολοφονιών της χώρας αυξήθηκε κατά 46% και οι ληστείες αυξήθηκαν κατά 53% από το 2014 έως το 2019. Τα τελευταία χρόνια, η ασφάλεια έχει γίνει η κύρια πηγή ανησυχίας του γενικού πληθυσμού. Αυτό άλλαξε μόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, όταν η υγεία και η ανεργία έγιναν πιο σημαντικά ζητήματα.
Έχοντας αυτό υπόψη, οι προτεινόμενες αλλαγές του νόμου για την ασφάλεια ήταν ένας από τους κεντρικούς πυλώνες της προεκλογικής εκστρατείας του κυβερνώντος κόμματος. Αυτές οι αλλαγές περιλαμβάνουν μεγαλύτερες ποινές φυλάκισης για ενήλικες και νεαρούς παραβάτες και αυξημένες εξουσίες για τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας. Για παράδειγμα, ο νέος νόμος επιτρέπει σε συνταξιούχους αστυνομικούς και στρατιωτικούς να φέρουν όπλα και οι Αρχές μπορούν να διαλύσουν τις διαδηλώσεις στους δρόμους και να απομακρύνουν άτομα, που επιχειρούν να κατασκηνώσουν βράδυ σε δημόσιους χώρους. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν κριτική από ειδικούς και ακαδημαϊκούς, που θεωρούν ότι οι νέες πολιτικές δημόσιας ασφάλειας είναι οπισθοδρομικές.
Εκτός από τις προαναφερθείσες αλλαγές στην πολιτική ασφάλειας της χώρας, ο νόμος καθορίζει επίσης μεταρρυθμίσεις σχετικά με την οικονομική ένταξη, την εκπαίδευση, την υγεία και την οικονομία.
Στις 8 Ιουλίου, το Σώμα των Γερουσιαστών ενέκρινε το τελικό νομοσχέδιο με 18 ψήφους από τις 31, μετά από συζήτηση, που ξεκίνησε επίσημα στις 23 Απριλίου κατά τις πιο αβέβαιες εβδομάδες της πανδημίας. Ο νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 24 Ιουλίου και ορισμένες από τις νομικές του αρχές άρχισαν να ισχύουν, παρόλο που εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες μεταξύ των αστυνομικών και ορισμένα σημεία δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί.
Ντόπιοι και διεθνείς επικριτές ενώνονται κατά της νομοθεσίας
Η κριτική του νέου νόμου μπορεί να χωριστεί σε δύο διαφορετικές κατηγορίες. Από τη μία πλευρά, οι επικριτές του νόμου έχουν εκφράσει την αποδοκιμασία τους σε όλη τη διαδικασία λόγω της έλλειψης διαφάνειας και των “συνταγματικών αδυναμιών” του. Ο κόσμος καταδίκασε επίσης τον επείγοντα χαρακτήρα του νομοσχεδίου εν μέσω της επιδημίας COVID-19 και τη βιαστική κοινοβουλευτική έγκριση, η οποία πραγματοποιήθηκε εντός 90 ημερών συνολικά και στα δύο Επιμελητήρια. Αυτό δεν επέτρεψε αρκετό χρόνο για μια εις βάθος συζήτηση για τα σχετικά θέματα.
Δεύτερον, οι επικριτές επικεντρώθηκαν επίσης στο περιεχόμενο του νόμου και έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή σε ορισμένους περιορισμούς, που επιβάλλονται στον ελεύθερο λόγο. Η ΜΚΟ της Ουρουγουάης CAinfo (Κέντρο Αρχειοθέτησης και Πρόσβασης σε Δημόσιες Πληροφορίες) δημοσίευσε μια έκθεση τον Μάιο αμφισβητώντας έξι άρθρα, που δίνουν στην αστυνομία μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια να διαλύσει ειρηνικές διαμαρτυρίες και να αποκτήσει πρόσβαση σε ιδιωτικές πληροφορίες χωρίς δικαστική απόφαση για υποψίες εγκληματικής δραστηριότητας.
Ομοίως, ο Edison Lanza, ο οποίος μέχρι τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους ήταν ειδικός εισηγητής για την ελευθερία της έκφρασης στη Διαμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έστειλε επιστολή στην κυβέρνηση της Ουρουγουάης τον Απρίλιο επικρίνοντας τα άρθρα για τους περιορισμούς στις ειρηνικές διαδηλώσεις. Τόνισε επίσης ότι τα άρθρα για το “δικαίωμα λήθης” θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως έμμεση μέθοδος λογοκρισίας, δεδομένου ότι ιδιώτες και εταιρείες μπορούν να αφαιρέσουν πληροφορίες, που δημοσιεύονται στο Διαδίκτυο και βλάπτουν τη φήμη τους.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να δημοσιευτεί μια δημοσιογραφική έρευνα, που μπορεί να βλάψει τα συμφέροντα ενός ιδιώτη. Ένας σύνδεσμος προς αυτό το άρθρο μπορεί να εμφανιστεί μετά από μια διαδικτυακή αναζήτηση για αυτό το άτομο. Με την πάροδο του χρόνου, αυτός ο ιδιώτης θα μπορούσε να ζητήσει από έναν δικαστή να αφαιρέσει αυτές τις πληροφορίες ή να διατάξει τη μηχανή αναζήτησης να αφαιρέσει αυτόν τον σύνδεσμο, επειδή αυτές οι ειδήσεις ίσως έχουν αρνητικό αποτέλεσμα. Σε αυτήν την περίπτωση, το “δικαίωμα λήθης” δεν έχει να κάνει τόσο με την προστασία του απορρήτου και των προσωπικών δεδομένων, αλλά μάλλον με το δικαίωμα στην εικόνα ή τη φήμη κάποιου. Μπορεί επίσης να έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες, δεδομένου ότι αυτό το άτομο, για το οποίο γράφεται κάτι, μπορεί να είναι δημόσιου ενδιαφέροντος.
Ο Edison Lanza μίλησε σε ένα ψηφιακό φόρουμ τον Ιούνιο, που διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο της Δημοκρατίας της Ουρουγουάης. Κατά τη διάρκεια του φόρουμ, εξέφρασε τις ανησυχίες του “ότι η Ουρουγουάη, ως μία από τις λίγες χώρες της περιοχής που κατατάσσεται στις 20 “πλήρεις δημοκρατίες” παγκοσμίως, θέτει σε κίνδυνο ορισμένες από τις ελευθερίες των πολιτών της με αυτήν τη μεταρρύθμιση”.
Μετά την έγκριση του νόμου και από τα δύο επιμελητήρια τον Ιούλιο, το Πολιτικό Γραφείο του Μεγάλου Μετώπου, μαζί με ομάδες όπως το Intersocial Feminista και το συνδικαλιστικό σωματείο PIT-CNT, προκάλεσαν εκστρατεία συλλογής υπογραφών τον Οκτώβριο. Στόχος τους είναι να διενεργήσουν δημοψήφισμα για την κατάργηση ορισμένων άρθρων του επείγοντος νόμου περί εξέτασης, κυρίως όσων δίνουν μεγαλύτερες εξουσίες στην αστυνομική δύναμη. Προκειμένου να διεξαχθεί αυτό το δημοψήφισμα και να οριστεί μια ημερομηνία, οι διοργανωτές πρέπει να συγκεντρώσουν έναν αριθμό υπογραφών ίσων με το 25% του πληθυσμού των ψήφων, που ανέρχεται σε περίπου 550.000 ψηφοφόρους.
Σε κάθε περίπτωση, η νομοθεσία περί επείγουσας εξέτασης αποτελεί σημείο καμπής στην Ουρουγουάη. Ενώ οι φωνές υποστήριξης για το κυβερνών κόμμα χρησιμοποιούν το νόμο ως τρόπο για να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης και να αντικατοπτρίσουν μια νόμιμη αλλαγή στο νέο πολιτικό τοπίο της χώρας, πολλοί στην αντιπολίτευση το βλέπουν ως αντιστροφή της προόδου που είχε σημειωθεί από το Μέγα Μέτωπο.