- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Η μάχη κατά των ψεύτικων ειδήσεων: Μια περιοριστική πολιτική για την διαδικτυακή ελευθερία της έκφρασης στη Σενεγάλη

Κατηγορίες: Υπο-Σαχάρια Αφρική, Σενεγάλη, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ελευθερία του Λόγου, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Νομικά, Τεχνολογία, Ψηφιακός ακτιβισμός, GV Advocacy

Άποψη της συνοικίας Ουακάμ στο βορειοδυτικό Ντακάρ της Σενεγάλης. Φωτογραφία: Gabriel de Castelaze, [1] Flickr, άδεια CC BY-NC-ND 2.0. [2]

Οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) έχουν φέρει επανάσταση στον κόσμο και οδηγούν σε μεγάλη αλλαγή σε όλα τα τμήματα της κοινωνίας. Μία από τις πιο θεαματικές αναταραχές σχετίζεται με την παραγωγή και την κυκλοφορία πληροφοριών. Κάποτε προνόμιο των επαγγελματιών των ΜΜΕ, πλέον η δημιουργία και διάδοση πληροφοριών είναι προσιτή σε κάθε πολίτη με πρόσβαση στο Διαδίκτυο.

Αυτή η νέα κατάσταση ενίσχυσε το φαινόμενο των λεγόμενων “ψεύτικων ειδήσεων”. Κάθε άτομο έχει τη δυνατότητα να μεταδίδει ειδήσεις στο κοινό είτε αληθείς είτε ψευδείς – είτε απλά ένα αστείο. Στη Σενεγάλη, η προσπάθεια της κυβέρνησης να ελέγξει αυτό το είδος περιεχομένου εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο καταπολέμησης ψεύτικων ειδήσεων, χωρίς να παραβιάζονται δικαιώματα και ελευθερίες, ιδιαίτερα η διαδικτυακή ελευθερία έκφρασης.

Ο βασικός μηχανισμός καταπολέμησης ψεύτικων ειδήσεων στη Σενεγάλη βασίζεται σε διατάξεις του άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος ορίζει [3]:

Η δημοσίευση, διάδοση, αποκάλυψη ή αναπαραγωγή, με οποιονδήποτε τρόπο, ψευδών ειδήσεων, παραποιημένων, ψευδεπίγραφων ή ψευδώς αποδιδόμενων σε τρίτους, τιμωρείται με φυλάκιση για ένα έως τρία χρόνια και πρόστιμο 100.000 έως 1.500.000 φράγκα [περίπου 185-2.773 δολάρια ΗΠΑ], όταν η δημοσίευση, διάδοση, αποκάλυψη, αναπαραγωγή, έστω και κακής πίστης, θα έχει οδηγήσει σε ανυπακοή στους νόμους της χώρας ή θα έχει βλάψει το ηθικό του πληθυσμού ή θα έχει προκαλέσει δυσφήμιση σε δημόσιους θεσμούς ή στη λειτουργία τους.

Αυτή η διάταξη δεν έχει ορισμό για τις “ψευδείς ειδήσεις”, που μπορεί να οδηγήσουν τις Αρχές στην κατάχρηση. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας κορονοϊού, για παράδειγμα, πολλοί πολίτες κλήθηκαν [4] στην Αστυνομία για άρνηση της ύπαρξης του COVID-19 στις πλατφόρμες κοινωνικών μέσων ή σε βίντεο.

Ο Abdoulaye Mbaye Pekh, ένας πολύ γνωστός λάτρης των παραδόσεων, και ο Selbé Ndom, μέντιουμ, κλήθηκαν από την εθνική αστυνομία στο Ντακάρ, πρωτεύουσα της Σενεγάλης, για τη διάδοση [5] αβάσιμων και μη επιστημονικών ισχυρισμών στο διαδίκτυο σχετικά με τον κορανοϊό, μετά από καταγγελία, που υπέβαλε η Εθνική Επιτροπή Διαχείρισης Επιδημιών.

Η αστυνομία επέπληξε [6] τους Pekh και Ndom και τους ανάγκασε να ζητήσουν συγγνώμη για να αποφύγουν τη μεταφορά τους στην Εισαγγελία του δικαστηρίου του Ντακάρ. Τους είπαν ότι οι Σενεγαλέζοι πολίτες δεν είναι ελεύθεροι να μοιράζονται απόψεις για τον κορονοϊό αντίθετες με την επίσημη κυβερνητική αφηγηματική γραμμή για τον COVID-19 και κινδυνεύουν να προσαχθούν στη δικαιοσύνη.

Αυτό εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της διαφοράς μεταξύ της έκφρασης μιας γνώμης, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ψευδής, και της παροχής πληροφοριών, που μπορούν να κριθούν ψευδείς ή αληθείς.

Η έγκριση αυτού του νόμου απαιτεί έναν σαφή ορισμό των ψεύτικων ειδήσεων, έτσι ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν τι συνιστά παραβίαση. Η πιθανότητα διάδοσης ψεύτικων ειδήσεων στο διαδίκτυο έχει πράγματι σοβαρές επιπτώσεις εκτός διαδικτύου για την ασφάλεια, την υγεία και την πολιτική.

Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές [7] λένε ότι αυτοί οι κίνδυνοι δεν πρέπει να είναι περιοριστικοί παράγοντες για την ελευθερία της έκφρασης εντός ή εκτός διαδικτύου. Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το άρθρο 10 του συντάγματος της Σενεγάλης ορίζει [8]:

Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει και να διαδίδει ελεύθερα τις απόψεις του με λόγο, γραφή, εικόνα και ειρηνική πορεία, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση αυτών των δικαιωμάτων δεν παραβιάζει την τιμή και την εκτίμηση των άλλων ή τη δημόσια τάξη.

Η ελευθερία έκφρασης, που θεωρείται καταχρηστική ή υπερβολική, μπορεί κατ’ αρχήν να δεχτεί κυρώσεις μόνο από το δικαστικό σώμα. Μόνο ο δικαστής πρέπει να έχει την εξουσία να χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο κομμάτι πληροφοριών ή ειδήσεων ως ψευδές ή αληθινό. Ωστόσο, ο Κώδικας Τύπου ορίζει [9] διαφορετικά στο άρθρο 192: “Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η αρμόδια διοικητική αρχή…μπορεί, για να αποτρέψει ή να σταματήσει μια επίθεση κατά της κρατικής ασφάλειας ή της εδαφικής ακεραιότητας, ή σε περίπτωση υποκίνησης μίσους ή υποκίνησης σε δολοφονία, να διατάξει:

Και πάλι, “περιπτώσεις εξαιρετικών περιστάσεων” δεν ορίζονται σαφώς από το νόμο. Αυτό σημαίνει ότι, όταν οι διοικητικές Αρχές κρίνουν μια διαδικτυακή έκφραση ψευδή, μπορούν, χωρίς την παρέμβαση του δικαστή, να διατάξουν κατάσχεση μέσων από την εταιρεία διαδικτυακών μέσων, που τη διέδωσε. Αυτό ισοδυναμεί με έναν νόμο, που υπονομεύει σοβαρά την ελευθερία της έκφρασης στο Διαδίκτυο.

Η ρύθμιση της έκφρασης στο Διαδίκτυο δεν πρέπει να επιτρέπει στις Αρχές να παραβιάζουν ψηφιακά δικαιώματα, ειδικά χωρίς πρώτα να καθορίζουν μια σαφή, ακριβή και κατανοητή νομική βάση για όλους.

Η JONCTION, μια ομάδα υπεράσπισης ψηφιακών δικαιωμάτων στη Σενεγάλη, συνιστά νομική αναθεώρηση του κεντρικού μηχανισμού, που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση των ψεύτικων ειδήσεων. Πράγματι, αυτή η νομοθετική μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη για την εναρμόνιση των εθνικών κειμένων με τα διεθνή μέσα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδίως όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης. Αυτή η αναθεώρηση πρέπει να γίνει σε συνεννόηση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ειδικές ανάγκες των εικονικών χώρων, που επιτρέπουν την έκφραση κάθε είδους.

Όπως αναφέρεται [10] στο σημείο II της δήλωσης αρχών για την ελευθερία της έκφρασης στην Αφρική:

Κανένα άτομο δεν υπόκειται σε αυθαίρετη παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης. Τυχόν περιορισμοί στην ελευθερία έκφρασης πρέπει να επιβάλλονται από το νόμο, να εξυπηρετούν νόμιμο σκοπό και να είναι απαραίτητοι σε μια δημοκρατική κοινωνία.