Ψεύτικες ειδήσεις και ψεύτικες λύσεις: Πώς αναπτύσσουμε μια πολιτική εμπιστοσύνης;

Protesters fly a flag upside down as a signal of distress outside the offices of The Washington Post in Washington D.C. on Inauguration Day, January 20, 2017. Photo: Ivan Sigal.

Διαδηλωτές ανεμίζουν ανάποδα μια σημαία ως ένδειξη απελπισίας έξω από τα γραφεία της Washington Post στην Ουάσινγκτον, την ημέρα ορκομωσίας του Τράμπ, 20 Ιανουαρίου 2017. Φωτογραφία: Ivan Sigal.

Στο πρόσφατο μανιφέστο του, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ ισχυρίζεται ότι η απάντηση στη δυσλειτουργική μας πολιτική και την επίλυση των συγκρούσεων είναι να οικοδομήσουμε μια ισχυρότερη παγκόσμια κοινότητα βασισμένη στην πανταχού παρούσα διασύνδεση. Γνωρίζουμε φυσικά ότι το Facebook έχει κέρδος από αυτό το ουτοπικό όραμα και θα πρέπει να είμαστε σκεπτικοί για τα κίνητρα, που διέπουν τη θέση του Ζούκερμπεργκ. Αξίζει όμως να ρίξουμε μια δεύτερη ματιά στην ιδέα της επεξεργασίας βασικών οικονομικών και πολιτικών ζητημάτων στις κοινωνίες μας, αντί να επικεντρωθούμε στις επιπτώσεις της έκφρασης απόψεων στο διαδίκτυο – ιδιαίτερα στο πλαίσιο του ηθικού πανικού για τις “ψεύτικες ειδήσεις”.

Η ανησυχία για ψεύτικες ειδήσεις από δημοσιογράφους της Δύσης, μελετητές προπαγάνδας και πολιτικούς ιθύνοντες ενέπνευσε κύματα ιστοριών και ομιλητών, που αντιμετωπίζουν την ανάπτυξή τους ως απειλή για τον δημόσιο λόγο μας, τη δημοσιογραφία μας και τα συστήματα διακυβέρνησής μας. Και βλέπουμε ότι γίνονται πολλές προσπάθειες να κατανοήσουμε, να διορθώσουμε ή να κατηγορήσουμε. Ωστόσο, πολλές από τις προτεινόμενες διορθώσεις είναι βαθιά προβληματικές, διότι υποστηρίζουν υπερβολικά γενικούς και αόριστους περιορισμούς στην ειδησεογραφία. Λύσεις, που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ύποπτη “ψεύτικη” έκφραση ή να ενθαρρύνουν έντονα τους ιδιωτικούς διαμεσολαβητές να περιορίσουν ορισμένα είδη ομιλίας και να δώσουν προτεραιότητα ή να αποδεχτούν άλλα, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές.

Αυτή την εβδομάδα, η Γερμανία ήταν η πιο πρόσφατη χώρα, που θέσπισε ένα σχέδιο, που θα ανάγκαζε τις εταιρείες κοινωνικών μέσων να παρακολουθούν και να λογοκρίνουν ορισμένα είδη διαδικτυακής έκφρασης. Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Γερμανίας Heiko Maas θέλει να ασκήσει ρυθμιστική πίεση στις εταιρείες κοινωνικών μέσων και ιδίως στο Facebook και το Twitter στην αστυνόμευση της έκφρασης μέσω του διαδικτύου, υποστηρίζοντας ότι απέτυχαν να πάρουν εκείνοι αυτή την πρωτοβουλία. Το σχέδιο νομοθεσίας προτείνει πρόστιμο σε εταιρείες κοινωνικών μέσων έως και 50 εκατομμύρια ευρώ για αποτυχία διαγραφής ρητορικής μίσους, ψεύτικων ειδήσεων και άλλων τύπων παραπλανητικής ομιλίας το συντομότερο δυνατόν.

Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να εξετάσουμε χώρες, που έχουν δημιουργήσει ρυθμιστικά καθεστώτα για τον έλεγχο της διαδικτυακής έκφρασης – όπως η Κίνα – όχι τόσο απόλυτα, αλλά ίσως ως προειδοποιητικά παραδείγματα. Όταν θέτουμε λύσεις για να διορθώσουμε ψεύτικες ειδήσεις, θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί για να μην κατασκευάσουμε τις δικές μας μηχανές
αυτολογοκρισίας.

“Ψεύτικα” νέα και ο ρόλος των κρατών

Πολλές πρόσφατες ψευδείς ειδήσεις προέρχονται από ομάδες, που δεν συνδέονται με τα κράτη. Ωστόσο, παραδείγματα από τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και πολλές άλλες χώρες μας υπενθυμίζουν ότι η μεγαλύτερη απειλή για τον δημόσιο λόγο μας είναι οι ψευδείς πληροφορίες, που χρησιμοποιούνται από και προς όφελος των κυβερνήσεων. Οι κυβερνήσεις, εξάλλου, έχουν την εξουσία να συνδυάζουν διάφορες εκδοχές της αλήθειας και να τις μετατρέπουν σε κρατικούς μηχανισμούς ελέγχου. Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα εναρμονισμένοι με τα κράτη, που περιορίζουν την “ψεύτικη” έκφραση των πολιτών τους, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν παραπλανητικά αφηγήματα και ιστορίες για τον εαυτό τους. Όταν τα κράτη προσπαθούν να ελέγξουν τις ειδήσεις, πρέπει να αρχίσουν να αναζητούν σημάδια τυραννίας.

Τα τελευταία 20 χρόνια, έχουμε δει κράτη ή συνεργάτες τους να χρησιμοποιούν ψεύτικα νέα και παραπληροφόρηση στο Διαδίκτυο ως μέρος ευρύτερων σχεδίων για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης για πολιτικούς σκοπούς. Εμπεριστατωμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν το “50 Cent Party” της Κίνας, τα εργοστάσια των troll της Ρωσίας και τις τεχνητές μηχανές μποτ, που έχουν κατασκευαστεί από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, και έχουν σχεδιαστεί για να κατακλύζουν τα διαδικτυακά φόρουμ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με ανακρίβειες και αντιπερισπασμούς.

Ταυτόχρονα, ορισμένα κράτη έχουν λάβει μέτρα για να ρυθμίσουν, να περιορίσουν, ακόμη και να ποινικοποιήσουν τις “ψευδείς” ειδήσεις, που παράγονται από πολίτες και δημοσιογράφους, ως ποινική μέθοδο ελέγχου της έκφρασης. Στο Μπαχρέιν, την Κίνα, την Αίγυπτο, την Τουρκία, τη Ρωσία, τη Βενεζουέλα, το Ιράν και αλλού, χρήστες κοινωνικών μέσων έχουν συλληφθεί και διωχθεί για κοινή χρήση πληροφοριών, που θεωρούνται από τις κυβερνήσεις ψευδείς ή εσφαλμένες. Οι νέοι κανονισμοί στην Κίνα απαγορεύουν τη χρήση “μη επαληθευμένων γεγονότων, που διανέμονται μέσω πλατφορμών κοινωνικών μέσων”, και απαγορεύουν στους ιστότοπους “να παραθέτουν από ανώνυμες ή ψεύτικες πηγές ειδήσεων και να κατασκευάζουν ειδήσεις, που βασίζονται σε φήμες, εικασίες ή φαντασίες”.

Μια πρόσφατη δήλωση, που εκδόθηκε από μια ομάδα διακυβερνητικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου του εισηγητή του ΟΗΕ για την ελευθερία της έκφρασης David Kaye, συζητά αυτές τις προσπάθειες ρύθμισης από την άποψη του διεθνούς Δικαίου και των κανόνων. Τονίζουν ότι το διεθνές δόγμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα προστατεύει ρητά την έκφραση, που μπορεί να διαφέρει από ή να αντισταθμίζει κυβερνητικές θέσεις, ακόμη και όταν είναι στην πραγματικότητα ανακριβής. Οι κανονιστικές και τεχνικές προσεγγίσεις για τη μείωση των ψεύτικων ειδήσεων θα πρέπει, όπως υποστηρίζουν, να συνεχίσουν να διασφαλίζουν την ποικιλομορφία και την αφθονία του λόγου. Γράφουν:

το ανθρώπινο δικαίωμα μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών δεν περιορίζεται σε “σωστές” δηλώσεις… το δικαίωμα προστατεύει επίσης πληροφορίες και ιδέες, που μπορεί να σοκάρουν, να προσβάλουν και να ενοχλήσουν. Οι απαγορεύσεις παραπληροφόρησης ενδέχεται να παραβιάζουν τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ την ίδια στιγμή, αυτό δεν δικαιολογεί τη διάδοση εν γνώσει ή απερίσκεπτων ψευδών δηλώσεων από επίσημους ή κρατικούς φορείς.

Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα;

Οι πραγματικές συνέπειες των ψεύτικων ειδήσεων είναι ασαφείς. Μια πρόσφατη μελέτη του ερευνητικού προγράμματος MIT / Harvard Media Cloud, (με το οποίο συνδέεται το Global Voices), με επικεφαλής τον Yochai Benkler και τον Ethan Zuckerman, εξετάζει τις επιπτώσεις των πηγών πληροφοριών της Δεξιάς στις ΗΠΑ. Πέρα από τα “ψεύτικα νέα”, θα πρέπει να επικεντρωθούμε σε δίκτυα παραπληροφόρησης απομονωμένα από συνήθεις δημόσιες συζητήσεις. Ο Benkler και οι συνάδελφοί του αμφισβητούν την ιδέα ότι “το Διαδίκτυο ως τεχνολογία είναι ό,τι θρυμματίζει τη δημόσια συζήτηση και πολώνει τις απόψεις” και αντ’ αυτού υποστηρίζουν ότι “οι ανθρώπινες επιλογές και η πολιτική εκστρατεία, όχι ένας αλγόριθμος μιας εταιρείας” είναι ο πιο πιθανός παράγοντας, που επηρεάζει την κατασκευή και τη διάδοση της παραπληροφόρησης.
Παρ’ όλα αυτά, τα εγχειρήματα, που επιδιώκουν να ελέγξουν τα ψεύτικα νέα, προχωρούν. Αυτές οι προσπάθειες έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν ποιες πληροφορίες είναι εύκολα διαθέσιμες στο κοινό, και, αν δεν είμαστε προσεκτικοί, θα μπορούσαν ακόμη και να μειώσουν τα δικαιώματα έκφρασης μας. Οι προσεγγίσεις τείνουν να εμπίπτουν σε τρεις ευρείες κατηγορίες:
  • Διόρθωση του διαδικτυακού διαλόγου, προωθώντας τεχνολογίες που ελέγχουν ή λογοκρίνουν ορισμένες κατηγορίες του λόγου
  • Διόρθωση του κοινού αναπτύσσοντας την ικανότητα να διακρίνουμε την αλήθεια από την πλάνη 
  • Διόρθωση της δημοσιογραφίας, γενικά με μαζικές μεταβιβάσεις ρευστού διαθέσιμου από τον τομέα της τεχνολογίας

Συγκεκριμένα, όλες αυτές οι προσεγγίσεις επικεντρώνονται στο μετριασμό των επιπτώσεων παρά στην αντιμετώπιση των υποκείμενων οικονομικών ή τεχνικών κινήτρων στη δομή των μέσων ενημέρωσης ή στα ευρύτερα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ερεθίσματα, που ενθαρρύνουν τον λόγο.

Διόρθωση του διαδικτυακού λόγου

Στην προσπάθεια δημιουργίας συστημάτων για τη διαχείριση ψευδών ειδήσεων, οι εταιρείες τεχνολογίας θα καταλήξουν στη δημιουργία συστημάτων παρακολούθησης και αστυνόμευσης του λόγου. Θα διαπιστώσουμε γρήγορα ότι πρέπει να χρησιμοποιούν ολοένα και πιο αναλυτική, προσεκτική και συνεπώς συνεχώς ενημερωμένη σημασιολογική ανάλυση για να βρουν και να περιορίσουν την έκφραση.

Αυτές οι προτεινόμενες λύσεις στις ψεύτικες ειδήσεις θα ήταν εν μέρει τεχνολογικές, βασισμένες στην επεξεργασία τεχνητής νοημοσύνης και φυσικής γλώσσας. Θα αυτοματοποιήσουν την αναζήτηση και επισήμανση ορισμένων όρων, συσχετισμών λέξεων και γλωσσικών διατυπώσεων. Αλλά η γλώσσα είναι πιο εύπλαστη από τον αλγόριθμο και θα ανακαλύψουμε γρήγορα ότι οι άνθρωποι θα εφεύρουν εναλλακτικούς όρους και ιδιωματισμούς για να εκφράσουν τους σκοπούς τους.

Η ολισθηρότητα της γλώσσας θα μπορούσε να προκαλέσει το κυνήγι του “ψεύτικου” ή οδυνηρού λόγου να αποτελέσει αυτοσκοπό. Το έχουμε ήδη δει αυτό στο κυνήγι “τοξικής” γλώσσας σε ένα πρόσφατο έργο που ονομάζεται Perspective, που δημιουργήθηκε από το εγχείρημα Jigsaw της Google, και σίγουρα θα ακολουθήσουν και άλλες προσπάθειες.

Οι εταιρείες είναι πιθανό να συμπληρώσουν τις αυτοματοποιημένες διαδικασίες τους βάζοντας ανθρώπους να παρακολουθούν – από χρήστες πλατφόρμας κοινωνικών μέσων που θα επισημαίνουν ύποπτο περιεχόμενο έως και εκπαιδευμένο στρατό, που θα ερμηνεύουν αυτό το ύποπτο υλικό και θα εφαρμόζουν περιορισμούς. Σε αυτό προτίθεται ότι, ίσως, θα υπάρχουν βρόχοι ανατροφοδότησης, διαμεσολαβητές, νομικές διαδικασίες και έλεγχοι στους λογοκριτές. Αυτά τα συστήματα είναι ήδη σε ισχύ για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, της ακραίας ρητορικής μίσους, της ακραίας βίας, της παιδικής πορνογραφίας, του γυμνού και της σεξουαλικής διέγερσης. Μπορούν να βελτιωθούν περαιτέρω και να επεκταθούν στην αστυνόμευση και άλλων τύπων έκφρασης.

Οι προτεινόμενες λύσεις σε αυτήν την κατεύθυνση συνήθως δεν αναγνωρίζουν ότι τα τεχνολογικά κίνητρα, που ενθαρρύνουν τα ψεύτικα νέα, είναι τα ίδια με τις δυνάμεις, που χρηματοδοτούν επί του παρόντος τη βιομηχανία ψηφιακών μέσων – δηλαδή, την τεχνολογία της διαφήμισης, που μεταμφιέζεται σε συντακτικό περιεχόμενο.

Ο θεωρητικός του διαδικτύου Doc Searls το αποκαλεί αυτό “adtech” (τεχνολογία της διαφήμισης), τονίζοντας ότι είναι μια μορφή άμεσου μάρκετινγκ ή«spamming» (κατακλυσμός διαφημίσεων).  Η άνοδος των ψεύτικων ειδήσεων οφείλεται εν μέρει σε οργανισμούς, που αναζητούν έσοδα ή πολιτική επιρροή δημιουργώντας εντυπωσιακές και παραπλανητικές ιστορίες συσκευασμένες για ένα εξαιρετικά πολωμένο ακροατήριο. Οι παραγωγοί αυτού του περιεχομένου επωφελούνται από ένα σύστημα, που έχει ήδη σχεδιαστεί για να τμηματοποιήσει και να κινητοποιήσει το κοινό για εμπορικούς σκοπούς. Αυτό το σύστημα περιλαμβάνει την παρακολούθηση των καταναλωτικών συνηθειών, τη στοχευμένη διαφήμιση, το άμεσο μάρκετινγκ και τη δημιουργία συντακτικών προϊόντων, που απευθύνονται σε συγκεκριμένους καταναλωτικούς τομείς. Αυτές οι δυνάμεις συνδυάζονται σε έναν χορό συντακτικών και διαφημιστικών κινήτρων,που οδηγεί σε περαιτέρω πόλωση και τμηματοποίηση.

Διόρθωση του κοινού

Η επόμενη προσέγγιση – που αφορά την διόρθωση του εαυτού μας – βασίζεται στην βικτοριανή ιδέα ότι τα συστήματα πολυμέσων μας θα λειτουργούσαν, εάν μόνο οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν όπως οι κατασκευαστές συστημάτων θα περίμεναν από αυτούς. Εκστρατείες γραμματισμού στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δημόσια εκπαίδευση, επιβεβαίωση γεγονότων, τακτικές έκθεσης και εξευτελισμού, δίαιτες των μέσων μαζικής ενημέρωσης, λίστες αποδοχών εγκεκριμένων μέσων. Αυτές οι λύσεις απαιτούν να κατηγορούμε τους εαυτούς μας για την αποτυχία μας στο να περιορίσουμε τις ορέξεις μας. Δεν είναι λάθος να παραδεχόμαστε ότι είμαστε επιρρεπείς στη γοητεία της στρατηγικής ένεσης ενδορφίνης των ΜΜΕ, με σκοπό να μας συνδέσουν με το εντυπωσιακό και ασήμαντο, ή ότι η εκπαίδευση είναι σημαντική για μια υγιή πολιτική. Το να κατηγορούμε κατά κύριο λόγο τα άτομα, ωστόσο, υπονοεί ότι αποδίδουμε ευθύνες στο θύμα.

Διόρθωση της δημοσιογραφίας

Η τρίτη προσέγγιση, που αφορά την διάθεση περισσότερων πόρων για τη βελτίωση της δημοσιογραφίας, είναι ένα παράδειγμα του πώς η δημοσιογραφική κοινότητα εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να επιβεβαιώσει την ειδημοσύνη και την αξία της. Ενώ τα πιο ενεργητικά και εύπορα ΜΜΕ είναι αναμφίβολα σημαντικά για την υγεία της μακροχρόνιας πολιτικής μας ζωής. Οι συζητήσεις σχετικά με τη δημοσιογραφία πρέπει να ξεκινήσουν με το έλλειμμα εμπιστοσύνης, που έχουν δημιουργήσει πολλές δημοσιογραφικές ομάδες τις τελευταίες δεκαετίες. Ένα τέτοιο έλλειμμα είναι ακριβώς η συνέπεια της παρουσίασης ολοένα και πιο εντυπωσιακών και επιπόλαιων ρεπορτάζ, της αντιμετώπισης των ειδήσεων ως ψυχαγωγία και της εταιρικής προσπάθειας για μεγιστοποίηση των κερδών από τα συμφέροντα των θεατών και των αναγνωστών.

Δεδομένου ότι το επιχειρηματικό μοντέλο των φιλελεύθερων, καπιταλιστικών μέσων ενημέρωσης είναι κατά κύριο λόγο να πουλήσει τις διαφημίσεις στο κοινό, δεν θα πρέπει να εκπλαγούν, όταν καταλάβουν ότι εν τέλη εμείς, που γινόμαστε θύματα αυτής της στρατηγικής, κατανοούμε και καλύτερα αυτή τη προσέγγιση. Και ενώ οι προσπάθειες ενίσχυσης της δημοσιογραφίας και της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ είναι σημαντικές και απαραίτητες, δεν θα εξαφανίσουν τα ψεύτικα νέα.

Ποιο είναι πραγματικά το θέμα μας;

Οι τεχνολογικές και βασισμένες στον άνθρωπο προσεγγίσεις για τον έλεγχο του ανακριβή διαδικτυακού λόγου, που έχουν προταθεί έως σήμερα, δεν αποτελούν λύσεις στις υποκείμενες κοινωνικές, πολιτικές ή κοινοτικές αιτίες μίσους ή ψευδούς έκφρασης.
Αντ’ αυτού, επιδιώκουν να περιορίσουν τις συμπεριφορές και τον έλεγχο των αποτελεσμάτων και βασίζονται στις καλές υπηρεσίες των ενδιάμεσων τεχνολογιών. Δεν μας ζητούν να εξετάσουμε πιο προσεκτικά την κοινωνική και πολιτική κατασκευή των κοινοτήτων μας. Δεν εξετάζουν και προτείνουν λύσεις για την αντιμετώπιση του μίσους, των διακρίσεων και των προκαταλήψεων στις κοινωνίες μας, σε ζητήματα όπως η διαφορά εισοδήματος, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, η εκπαιδευτική ευκαιρία ή, στην πραγματικότητα, οι δομές διακυβέρνησης μας.

Δυστυχώς, έχουμε δει αυτές τις προσεγγίσεις στο παρελθόν, σε προσπάθειες μείωσης του διαδικτυακού “εξτρεμισμού”, και μάλιστα με αμφίβολα αποτελέσματα. Τα προγράμματα αντιμετώπισης του βίαιου εξτρεμισμού (CVE) υποφέρουν από παρόμοια οριστικά ελαττώματα σχετικά με τη φύση του προβλήματος, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τις κυβερνήσεις να υιοθετούν λανθασμένους χειρισμούς. Για παραδείγματα, ανατρέξτε στα πολλά έργα “αντι-αφήγησης” όπως το “Welcome to ISIS Land“, που χρηματοδοτείται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Αυτά τα έργα, υποστηριζόμενα από κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμούς και εταιρείες, αναζητούν μια σειρά τεχνικών, επικοινωνιακών και πολιτικών προσεγγίσεων για τον έλεγχο του εξτρεμισμού.

Ο David Kaye, σε μια προηγούμενη κοινή δήλωση για το CVE, σημειώνει την «αποτυχία του να ορίσει βασικούς όρους, όπως «εξτρεμισμός» ή «ριζοσπαστικοποίηση». “Ελλείψει σαφούς ορισμού, αυτοί οι όροι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον περιορισμό ενός ευρέος φάσματος νόμιμης έκφρασης”, αλλά εξακολουθούν να προκαλούν παράπλευρη ζημία, με διεισδυτική επιτήρηση και παρακολούθηση που προκαλεί αυτολογοκρισία σε όλους μας, με αποτέλεσμα τη μείωση συμμετοχής και διαλόγου των πολιτών.

Πώς ξεκινάμε να αντιμετωπίζουμε τις μεγαλύτερες προκλήσεις, εκείνες πέρα ​​από τις απλές τεχνολογικές διορθώσεις ή την αυτομομφή; Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις για τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που δημιουργούν διαιρέσεις, και τα τεχνολογικά και οικονομικά κίνητρα, που στηρίζουν το τρέχον οικοσύστημα πληροφοριών μας, είναι βαθιά εδραιωμένα. Ωστόσο, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να ξεκινήσουμε σοβαρές συζητήσεις σχετικά με αυτές τις συστημικές προκλήσεις, αντί να παίζουμε με τα αποτελέσματα τους ή απλώς να αναθέτουμε την ευθύνη στους νεότερους του χώρου.

Ο Σερ Tim Berners-Lee, ο εφευρέτης του διαδικτύου, παρότρυνε να αναμορφώσουμε τα συστήματα και τα επιχειρηματικά μοντέλα, που δημιουργήσαμε, για να χρηματοδοτήσουμε τις διαδικτυακές μας ζωές. Επισημαίνει, για παράδειγμα, τη χρήση προσωπικών δεδομένων από εταιρείες ως οδηγό για τη δημιουργία εταιρειών εποπτείας, η οποία θα ασκεί αποτρεπτικά αποτελέσματα στην ελεύθερη έκφραση. Προτείνει την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων στη συγκέντρωση της προσοχής και της δύναμης στα χέρια ενός μικρού αριθμού εταιρειών κοινωνικών ΜΜΕ, που αποκομίζουν κέρδη από την εμφάνιση περιεχομένου, που είναι “εκπληκτικό, σοκαριστικό ή σχεδιασμένο για να προσελκύσει τις προκαταλήψεις μας”. Ανησυχεί για τη χρήση αυτών των ίδιων τακτικών στην πολιτική διαφήμιση και την επίδρασή της στα συστήματα εκλογικής πολιτικής.

Η αντιμετώπιση των κοινωνικών και οικονομικών μας ανισοτήτων είναι ακόμη πιο δύσκολη. Είναι η πρόκληση της εποχής μας να βρούμε τη γλώσσα για να διεξάγουμε ειλικρινείς και ακέραιες συζητήσεις σχετικά με το πώς οργανώνουμε τις οικονομίες μας και τα κράτη μας, πώς κατανέμουμε τα οφέλη και ποιες αξίες μας καθοδηγούν. Η οικοδόμηση κοινοτήτων πολιτών, που έχουν τις ρίζες τους στην εμπιστοσύνη, τόσο εντός όσο και εκτός διαδικτύου, είναι το συνεχές και ζωτικό έργο, που απαιτείται για τις δημόσιες συζητήσεις σχετικά με το συλλογικό μας μέλλον.
Δεν είναι καθόλου ειρωνικό ότι τα συστήματα επικοινωνιών, που χτίσαμε για να υποστηρίξουμε μια τέτοια συζήτηση, απειλούνται τόσο από όσους είναι διατεθειμένοι να ανατινάξουν τους κοινωνικούς κανόνες του πολιτικού λόγου για τους ιδεολογικούς τους σκοπούς, όσο και μέσω επακόλουθων προσπαθειών για τον έλεγχο της ακραίας ή παραπλανητικής έκφρασης. Είναι εύκολο να επικρίνουμε τις τεχνολογίες, που διευκολύνουν τη συλλογική μας πολιτική ζωή. Είναι πολύ πιο δύσκολο να δούμε την πολιτική μας ζωή στο σύνολο της και να καθορίσουμε αν και πώς μπορεί να αποτυγχάνει.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.