- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Από την απαγόρευση κυκλοφορίας στον τερματισμό λειτουργίας: Πως ο COVID-19 κατέπνιξε τα διαδικτυακά δικαιώματα στη Ζιμπάμπουε

Κατηγορίες: Υπο-Σαχάρια Αφρική, Ζιμπάμπουε, Διαδηλώσεις, Διακυβέρνηση, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Πολιτική, Τεχνολογία, COVID-19, GV Advocacy

Ένας αστυνομικός που φοράει προστατευτική μάσκα προστασίας από ιούς συνομιλεί με αυτοκινητιστή σε σημείο ελέγχου στο Bulawayo της Ζιμπάμπουε, 20 Απριλίου 2020. Φωτογραφία: KB Mpofu [1] / ILO μέσω Flickr/ άδεια CC BY-NC-ND 2.0. [2]

Το πρωί της 30ής Ιουλίου 2020, οι Ζιμπαμπουανοί ξύπνησαν με την παρουσία βαριά οπλισμένων στρατιωτών, έτοιμων να συντρίψουν τους αντικυβερνητικούς διαδηλωτές [3], που είχαν προγραμματίσει να βγουν στους δρόμους την επόμενη ημέρα. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν η είσοδος στην κεντρική επιχειρηματική περιοχή. Η επίσημη γραμμή ήταν ότι απαγορεύθηκαν οι διαμαρτυρίες σε μια προσπάθεια περιορισμού της εξάπλωσης του κορονοϊού.

Λίγες μέρες πριν, τα κοινωνικά μέσα – ειδικά το WhatsApp και το Twitter – ήταν γεμάτα με πολίτες που μοιράζονταν εφαρμογές VPN για λήψη, σε περίπτωση που η κυβέρνηση έκλεινε ξανά το Διαδίκτυο [4], όπως έκαναν κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων τον Ιανουάριο του 2019.

Ο COVID-19 και οι μεταγενέστερες κυβερνητικές πολιτικές του είχαν εκτεταμένες επιπτώσεις στα ψηφιακά δικαιώματα και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στη Ζιμπάμπουε.

Κατάσταση έκτακτης ανάγκης [5] ανακοινώθηκε από τη Ζιμπάμπουε στις 20 Μαρτίου 2020, μετά το χαρακτηρισμό του COVID-19 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως πανδημία. Στη συνέχεια, ένας εθνικός αποκλεισμός και απαγόρευση συγκεντρώσεων νομοθετήθηκαν με τη μορφή Νομοθετικού Μέσου (SI) 83 του 2020 [6] με τίτλο “Διάταγμα Δημόσιας Υγείας (COVID-19 – Πρόληψη, περιορισμός και θεραπεία) (Εθνικός Αποκλεισμός), 2020″.

Παρόλο που το SI προηγείται διαμαρτυριών, που προγραμματίστηκαν για τον Ιούλιο, οι Αρχές χρησιμοποίησαν αυτό το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο για να περιορίσουν τα ψηφιακά δικαιώματα και άλλες πολιτικές ελευθερίες, που προστατεύονται από το σύνταγμα.

Ψηφιακά δικαιώματα υπό πολιορκία

Από τον Ιανουάριο του 2019, όταν οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις έγιναν βίαιες και οδήγησαν σε αρκετούς θανάτους [7], αφού η ασφάλεια χρησιμοποίησε υπερβολική βία εναντίον διαδηλωτών, η κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε βρίσκεται σε αναμμένα κάρβουνα.

Η κυβέρνηση ενίσχυσε τους κανονισμούς COVID-19 [8], καθώς τα σχέδια αντικυβερνητικών διαμαρτυριών άρχισαν να κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο.

Η συνήθης χρήση του COVID-19 ως δικαιολογία για τον περιορισμό των ψηφιακών δικαιωμάτων ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου, όταν οι τίτλοι στα ΜΜΕ έλεγαν για ένα Ζιμπαμπουανό δημοσιογράφο, που είχε αποκαλύψει φερόμενη κυβερνητική διαφθορά, [9] που αφορούσε προμήθειες φαρμάκων για τον κορονοϊό, ο οποίος κατηγορήθηκε για υποκίνηση δημόσιας βίας.

Ο δημοσιογράφος Hopewell Chino'ono είχε γράψει για μια υπόθεση απάτης σε σχέση με τον κορονοϊό, που αφορούσε προμήθεια PPE ύψους 60 εκατομμυρίων δολαρίων, κάτι που οδήγησε στη σύλληψη και απόλυση του υπουργού Υγείας Obadiah Moyo.

Ο Hopewell αντιμετώπισε κατηγορίες για υποκίνηση δημόσιας βίας, αφού φέρεται να ζήτησε τον τερματισμό της διαφθοράς πριν από τις προγραμματισμένες αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες για τις 31 Ιουλίου.

Ο Nick Mangwana, ο μόνιμος γραμματέας του Υπουργείου Πληροφοριών, είπε ότι κανείς, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων, δεν είναι υπεράνω του νόμου.

Δεν υπάρχει επάγγελμα υπεράνω του νόμου.
-Δημοσιογράφοι δεν είναι υπεράνω του νόμου.
-Οι νομικοί δεν είναι υπεράνω του νόμου.
-Οι γιατροί και οι νοσοκόμες δεν είναι υπεράνω του νόμου.
-Οι πολιτικοί και οι τραπεζίτες δεν είναι υπεράνω του νόμου.
Όποιος είναι ύποπτος για τη διάπραξη εγκλήματος, πρέπει να υποβληθεί σε δέουσα διαδικασία.

Στις 20 Ιουλίου, ο Chino'ono συνελήφθη μαζί με τον Jacob Ngarivhume, αρχηγό ενός μικρού κόμματος της αντιπολίτευσης ονόματι Transform Zimbabwe [Μεταμορφώστε τη Ζιμπάμπουε], για φερόμενη συμμετοχή σε σχέδια για αντικυβερνητική διαδήλωση.

Ο Ngarivhume εμφανίστηκε στο δικαστήριο στις 22 Ιουλίου, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες προγραμματισμού υποκίνησης δημόσιας βίας. Και οι δύο συλλήψεις συνδέονται με τουίτ, που θεωρούνται προκλητικά από το κράτος.

Κατηγορήθηκαν [11] για παραβίαση της Ενότητας 187 (1) (α) σε συνδυασμό με την Ενότητα 37 (1) (α) (i) του Νόμου περί Ποινικού Δικαίου (Κωδικοποίηση και Μεταρρύθμιση), Κεφάλαιο 9:23, “υποκίνηση συμμετοχής σε δημόσια βία”.

Την ημέρα της σύλληψης του Chino'ono, ο λογαριασμός του στο Twitter καταργήθηκε, αν και δεν ήταν σαφές από ποιον.

Το SI 83 είχε τεθεί σε ισχύ από τον Μάιο, αλλά ο Πρόεδρος Μανανγκάγκουα κήρυξε τότε απαγόρευση κυκλοφορίας από το σούρουπο ως την αυγή [12], που περιόριζε την μετακίνηση του κόσμου, ώστε να αναστείλει, υποτίθεται, τη διάδοση των μολύνσεων COVID-19 στη χώρα.

Οι ακτιβιστές κατηγορούν ότι αυτή η κίνηση αποσκοπούσε σαφώς [13] στη διακοπή των προγραμματισμένων αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στις 31 Ιουλίου. Εν αναμονή, οι δυνάμεις ασφαλείας επέδειξαν συντριπτική ετοιμότητα να καταστείλουν τις διαμαρτυρίες.

Ο διευθυντής του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Νότιας Αφρικής, Dewa Mavhinga, δήλωσε στο Global Voices ότι το κράτος εργαλειοποίησε στην πραγματικότητα τον νόμο για να σιωπήσει τους διαφωνούντες:

The Zimbabwe authorities have been using the COVID-19 pandemic as an excuse to clampdown on the opposition and deny citizens their rights, particularly crushing the right to peaceful protests even where those protests comply with COVID-19 regulations.

The arrest and detention of journalist Hopewell Chin’ono is harassment, it is persecution through prosecution meant to silence other journalists through fear.

Οι Αρχές της Ζιμπάμπουε χρησιμοποιούν την πανδημία COVID-19 ως δικαιολογία για την καταστολή της αντιπολίτευσης και αρνούνται στους πολίτες τα δικαιώματά τους, ιδίως συνθλίβοντας το δικαίωμα για ειρηνικές διαμαρτυρίες, ακόμη και όταν αυτές οι διαμαρτυρίες συμμορφώνονται με τους κανονισμούς COVID-19.

Η σύλληψη και κράτηση του δημοσιογράφου Hopewell Chin’ono είναι παρενόχληση, είναι δίωξη μέσω δίωξης που αποσκοπεί στη σιωπή άλλων δημοσιογράφων μέσω του φόβου.

Ο Chin'ono συνελήφθη [14] για τρίτη φορά σε πέντε μήνες στις 9 Ιανουαρίου, για ένα άλλο αμφιλεγόμενο τουίτ.

Μια πιο προσεκτική ματιά στο νόμο

Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι τα συμφέροντα της δημόσιας υγείας αντικαθιστούν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξ ου και η ανάγκη για ισχυρή καταστολή της αστυνομίας και του στρατού εναντίον πολιτών, που παραβίασαν τους κανονισμούς αποκλεισμού όχι μόνο στη Ζιμπάμπουε, αλλά και σε ολόκληρη την Αφρική.

Σε απαντήσεις μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο αξιωματικός Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Πολιτικής Ασφαλείας, Gesine Knolle, δήλωσε ότι σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ο διεθνής νόμος για τα ανθρώπινα δικαιώματα επιτρέπει στα κράτη μόνο να περιορίζουν ορισμένα ανθρώπινα δικαιώματα, εάν τα μέτρα είναι απαραίτητα, αναλογικά, περιορισμένα χρονικά και χωρίς διακρίσεις.

“Πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στον αντίκτυπο, που έχει η κρίση στα ανθρώπινα δικαιώματα και, ειδικότερα, στις γυναίκες και στους πιο ευάλωτους ανθρώπους”, είπε.

Στη Ζιμπάμπουε, το SI 83 σύμφωνα με την Ενότητα 14 απαγορεύει τη δημοσίευση ή την ανακοίνωση ψευδών ειδήσεων σχετικά με οποιονδήποτε δημόσιο υπάλληλο, αξιωματούχο ή αξιωματικό επιβολής του νόμου, που εμπλέκεται στην επιβολή ή την εφαρμογή του εθνικού αποκλεισμού υπό την ιδιότητά του, ή για οποιονδήποτε ιδιώτη, που έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στην επιβολή του εθνικού αποκλεισμού από το κράτος.

Όσοι θεωρείται ότι παραβιάζουν τους εν λόγω κανονισμούς αντιμετωπίζουν ποινή φυλάκισης έως και 20 ετών. [15]

Ο ακτιβιστής δικαιωμάτων Adolf Mavheneke είπε στο Global Voices ότι το όργανο απαγορεύει συγκεκριμένα την επικοινωνία ψευδών σε ιδιώτες, που έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στην επιβολή του εθνικού αποκλεισμού από το κράτος:

Unfortunately Section 14 of the SI has grossly been misunderstood to have a blanket effect on media freedom. It is nowhere near an embargo on the generality of press freedom. … However, falsehoods are a criminal offense under Section 31 of the Criminal Law [Codification and Reform] Act [Chapter 9:23] to the extent that they are prejudicial to the state.

Δυστυχώς, το τμήμα 14 του SI έχει παρεξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό ότι έχει μια γενική επίδραση στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Δεν έχει πουθενά εμπάργκο στη γενικότητα της ελευθερίας του Τύπου. … Ωστόσο, τα ψεύδη αποτελούν ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 31 του Ποινικού Δικαίου [Κωδικοποίηση και μεταρρύθμιση] [Κεφάλαιο 9:23], στο βαθμό που είναι επιζήμια για το κράτος.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα ψεύδη έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν δημόσια αναταραχή και αυτό συνεπώς θα υπονόμευε τη δημόσια διακυβέρνηση στις προσπάθειες του κράτους να εφαρμόσει έναν αποκλεισμό πανδημίας.

“Δυστυχώς, μεταξύ του SI 83 και του άρθρου 31 του Ποινικού Κώδικα, δεν υπάρχει ορισμός για το τι είναι οι ψευδείς δηλώσεις και το βαθμό, στον οποίο αυτές οι δηλώσεις γίνονται επιζήμιες για το κράτος. Αυτό αφήνεται στην ερμηνεία του δικαστηρίου”, είπε.

Ο Mavheneke επεσήμανε ότι η κυβέρνηση στράφηκε στους κανονισμούς πανδημίας για να περιορίσει τις διαφωνίες και άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες.

“Οι κανονισμοί έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία εν μέσω πανδημίας έγιναν ευλογία για τη μεταμφίεση ενός καθεστώτος, που εκμεταλλεύεται την απουσία αποτελεσματικότητας και νομιμότητας”, δήλωσε ο Mavheneke.

Εξαιρετικά προηγούμενα

Οι ακτιβιστές των ψηφιακών δικαιωμάτων εκφράζουν [16] ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι κρίσιμες κατά τη διάρκεια της πανδημίας και τέτοιες τεχνολογίες πρέπει να παραμείνουν ανεξάρτητες. Το Ψηφιακό Ταμείο Ελευθερίας, μια ευρωπαϊκή ομάδα δικαστικών διαφορών για τα δικαιώματα, επισημαίνει ότι οι Αρχές συνεχίζουν να λαμβάνουν αποφάσεις, που αφορούν ψηφιακές τεχνολογίες, χωρίς να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον περίπλοκο και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στα ανθρώπινα δικαιώματα.

“Γι’ αυτό οι ακτιβιστές, η κοινωνία των πολιτών και τα δικαστήρια πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τα νέα αμφισβητήσιμα μέτρα και να διασφαλίσουν ότι – ακόμη και εν μέσω παγκόσμιας πανδημίας – τα κράτη συμμορφώνονται με το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα”, υποστηρίζει ο DFF.

Στις 12 Οκτωβρίου, απευθυνόμενος στους αντιπροσώπους του κυβερνώντος κόμματος Zanu-PF (Αφρικανική Εθνική Ένωση-Πατριωτικό Μέτωπο της Ζιμπάμπουε) στα κεντρικά γραφεία του κόμματος στο Χαράρε, ο Πρόεδρος Μνανγκάγκουα δήλωσε ότι η κυβέρνηση κατάφερε να εντοπίσει τις θέσεις [17] ύποπτων ατόμων, που κατηγορούνται ότι επιτέθηκαν στην κυβέρνηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με τις διαδηλώσεις της 31ής Ιουλίου.

Η δήλωση του Μνανγκάγκουα σηματοδότησε μια νέα προσβολή στην ψηφιακή προστασία της ιδιωτικής ζωής εν μέσω μιας αυξανόμενης τακτικής επιτήρησης. Περίπου εκείνη την εποχή, ο διοικητής του στρατού Edzai Chimonyo ανακοίνωσε ότι ο στρατός σύντομα θα άρχιζε να ανακατεύεται στις επικοινωνίες ιδιωτών πολιτών [18] σε μια προσπάθεια κατά της ανατροπής.

Τα ψηφιακά δικαιώματα στη Ζιμπάμπουε είχαν ήδη δεχθεί επίθεση, προτού χτυπήσει ο COVID-19. Όμως, κατά τη διάρκεια και μετά την εφαρμογή των κανονισμών COVID-19, συγκεκριμένοι νόμοι – υφιστάμενοι και νέοι στην εποχή του COVID-19 – χρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματικά από το κράτος για να περιορίσουν τα ψηφιακά δικαιώματα με το πρόσχημα της επιβολής κανονισμών ελέγχου πανδημίας στη Ζιμπάμπουε.


Αυτό το άρθρο είναι μέρος μιας σειράς αναρτήσεων, που εξετάζουν την παρέμβαση στα ψηφιακά δικαιώματα μέσω αποκλεισμών και περαιτέρω κατά την πανδημία COVID-19 σε εννέα αφρικανικές χώρες: Ουγκάντα, Ζιμπάμπουε, Μοζαμβίκη, Αλγερία, Νιγηρία, Ναμίμπια, Τυνησία, Τανζανία και Αιθιοπία. Το έργο χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ψηφιακών Δικαιωμάτων της Αφρικής [19] της Συνεργασίας για τη Διεθνή Πολιτική ΤΠΕ για την Ανατολική και Νότια Αφρική (CIPESA [20]).