- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Στη μεταπολεμική Αρμενία, οι νομοθέτες στοχεύουν στην ελευθερία του Τύπου

Κατηγορίες: Κεντρική Ασία και Καύκασος, Αρμενία, Ελευθερία του Λόγου, Λογοκρισία, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών

Αρμενία, Πλατεία Δημοκρατίας, Γιερεβάν. Από: Dumphasizer. Άδεια CC BY-SA 2.0

Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στα αγγλικά στο OC Media [1]. Μια τροποποιημένη έκδοση δημοσιεύεται εδώ μέσω συμφωνίας συνεργασίας περιεχομένου.

Η Victoria Andreasyan, δημοσιογράφος που εργάζεται στην Infocom, επισκέφθηκε την επαρχία Σιουνίκ της Αρμενίας στις 7 Φεβρουαρίου για να καλύψει τις προσωπικές ιστορίες των κατοίκων, που ζούσαν κοντά στα σύνορα με το Αζερμπαϊτζάν. Όταν αυτή και ο οπερατέρ έφτασαν στην είσοδο του παραμεθόριου χωριού Σουρνούκ, σταμάτησαν στο σημείο ελέγχου.

“Τα συνοριακά στρατεύματα μάς είπαν ότι χρειαζόμαστε άδεια από την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSS) για να εισέλθουμε στο χωριό”, είπε στο OC Media. Τρεις μέρες μετά το ταξίδι της Andreasyan, το NSS ανακοίνωσε [2] ότι οι δημοσιογράφοι χρειάζονταν άδεια να εργαστούν σε παραμεθόριες περιοχές.

Μετά από μερικές διαπραγματεύσεις, επετράπη η είσοδος στην ομάδα της Andreasyan, αλλά “τους απαγόρευσαν να μιλήσουν σε κατοίκους και να τραβήξουν βίντεο”, είπε.

Η εμπειρία της Andreasyan δεν ήταν η μοναδική. Από την υπογραφή της τριμερούς ειρηνευτικής συμφωνίας [3] στο τέλος του δεύτερου πολέμου του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στις 9 Νοεμβρίου 2020, το έργο των δημοσιογράφων στην Αρμενία έχει διαταραχθεί από νέους και συχνά ασαφείς κανονισμούς και νόμους.

Το 2021, δύο ξεχωριστά νομοσχέδια σχετικά με τον λόγο και τον Τύπο παρουσιάστηκαν στο Κοινοβούλιο της Αρμενίας. Το πρώτο νομοσχέδιο [4] συνεπάγεται πενταπλάσια αύξηση των προστίμων για “προσβολές και δυσφήμιση” – 5 εκατομμύρια ντραμ (9.500 δολάρια) και 10 εκατομμύρια ντραμ (19.000 δολάρια) αντίστοιχα – και έχει ήδη περάσει την πρώτη του ακρόαση στο νομοθετικό σώμα. Το δεύτερο νομοσχέδιο [5] προτείνει πρόστιμο έως και 500.000 ντραμ (1.000 δολάρια) σε ενημερωτικούς οίκους, που αναφέρουν ως πηγές ιστότοπους ή λογαριασμούς κοινωνικών μέσων, των οποίων η ιδιοκτησία δεν είναι δημόσια γνωστή.

Το τελευταίο νομοσχέδιο αναγνωρίζεται ευρέως ότι αποτελεί απάντηση στην αυξανόμενη δημοτικότητα των ανώνυμων καναλιών Telegram κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, μερικά από τα οποία είχαν αντιπολευτική τάση και περιστασιακά δημοσίευαν [6] αντικυβερνητική παραπληροφόρηση, η οποία στη συνέχεια επαναλαμβανόταν  από καθιερωμένα ΜΜΕ αντιπολίτευσης.

Ένα τρίτο νομοσχέδιο, το οποίο έχει προταθεί από τη Γενική Εισαγγελία της Αρμενίας, αλλά δεν έχει ακόμη υποβληθεί στο Κοινοβούλιο, θα καθιστούσε παράνομη την “προσβολή ή συκοφαντία ενός ατόμου σε δημόσια υπηρεσία σε σχέση με την άσκηση των επίσημων καθηκόντων του”. Όσοι κρίνονται ένοχοι επιβαρύνονται με πρόστιμο έως 3.000.000 ντραμ (6.300 δολάρια) ή έως και δύο χρόνια φυλάκιση.

Ορισμένες αρμενικές οργανώσεις παρακολούθησης ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένου του Κέντρου Πρωτοβουλιών Μέσων, εξέδωσαν [7] κοινή δήλωση, με την οποία καταγγέλλουν το νομοσχέδιο ως “λογική συνέχεια ορισμένων νομοθετικών πρωτοβουλιών, που εισήγαγαν οι Αρχές τους τελευταίους μήνες”, που “προβλέπουν απαράδεκτους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης”.

“Είναι αδύνατο να αγνοήσουμε το γεγονός ότι αξιωματούχοι και διάφοροι πολιτικοί συχνά αντιλαμβάνονται την αντικειμενική κριτική των μέσων ενημέρωσης ως προσβολή, ως συκοφαντία, και προσπαθούν να πάρουν εκδίκηση μέσω των δικαστηρίων”, αναφέρει η δήλωση.

Η Shushan Doydoyan, πρόεδρος του Κέντρου Ελευθερίας Πληροφοριών και Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσιογραφίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Γιερεβάν, δήλωσε στο OC Media ότι πιστεύει πως αυτοί οι νόμοι θα γυρίσουν “μπούμερανγκ”, αν περάσουν.

“Η κοινωνία ζητά πληροφορίες και θα βρει τρόπους για να ικανοποιήσει αυτό το αίτημα”, είπε. “Εάν απαγορευτεί στους δημοσιογράφους να δημιουργούν ποιοτικά δημοσιεύματα, το κενό θα γεμίσει με κουτσομπολιά και ψευδειδήσεις”.

Ο Gegham Vardanyan, αρχισυντάκτης του Κέντρου Πρωτοβουλιών Μέσων, μιας ΜΚΟ περί μιντιακού αλφαβητισμού, δήλωσε στο OC Media ότι οι νόμοι θα δημιουργήσουν απλά ένα πιο εχθρικό περιβάλλον μέσων ενημέρωσης. “Πριν από μερικά χρόνια, ακόμη και το Συνταγματικό Δικαστήριο συνιστούσε στα δικαστήρια να αποφεύγουν την επιβολή μέγιστων προστίμων, καθώς θα μπορούσε να θεωρηθεί πίεση στα μέσα ενημέρωσης”, πρόσθεσε.

Μια συνέπεια του πολέμου

Η ξαφνική αλλαγή στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης της Αρμενίας ξεκίνησε με την εισαγωγή στρατιωτικού νόμου στις 27 Σεπτεμβρίου, την πρώτη ημέρα του πολέμου μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο, απαγορεύτηκε οι Αρμένιοι δημοσιογράφοι να ασκούν κριτική στις πράξεις των κρατικών αξιωματούχων ή στην απόδοση του Στρατού της Αρμενίας.

Σύμφωνα με την αρμενική Αστυνομία, επιβλήθηκαν πρόστιμα [8] σε 13 ΜΜΕ και 62 άτομα πριν από την άρση [9] των περιορισμών δημοσίευσης στις 2 Δεκεμβρίου. Ενώ ίσχυαν οι περιορισμοί, περίπου 600 ξένοι δημοσιογράφοι έλαβαν διαπίστευση από τις Αρχές της Αρμενίας και του Ναγκόρνο-Καραμπάχ για να διεξάγουν ρεπορτάζ στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Διακόπηκε [10] μόνο μια διαπίστευση δημοσιογράφου – αυτή του Ilya Azar, ο οποίος δημοσίευσε έναν έντονα επικριτικό απολογισμό του Αρμενικού Στρατού στη ρωσική ανεξάρτητη έκδοση Novaya Gazeta.

Μετά τον πόλεμο, η Karen Harutyunyan, αρχισυντάκτρια του CivilNet, επέκρινε σκληρά [11] τους επιβεβλημένους περιορισμούς στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια του πολέμου, με αποτέλεσμα να αναφερθεί ότι απλά “άμβλυνε περισσότερο την ήδη ομιχλώδη αίσθηση της πραγματικότητας του κοινού”.

“Η πορεία του πολέμου των 44 ημερών έδειξε ότι το απεριόριστο έργο των δημοσιογράφων θα έσωζε τη χώρα από πολύ μεγαλύτερες ζημιές και τραγωδίες”, έγραψε.

Μετά το τέλος του πολέμου, το Υπουργείο Άμυνας της χώρας φαίνεται να διατηρεί την τεταμένη σχέση του με τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα μέσω της σιωπής. Πολλοί [12] οργανισμοί μέσων ενημέρωσης [13] αναφέρουν ότι τα αιτήματά τους για ελευθερία πληροφόρησης, που υποβλήθηκαν στο Υπουργείο Άμυνας, απορρίφθηκαν, με το επιχείρημα ότι οι ζητούμενες πληροφορίες ήταν “κρατικό μυστικό”, ακόμη και όταν ήταν κάτι τόσο βασικό όσο ο αριθμός των νεκρών, τραυματιών και αγνοούμενων Αρμενίων στρατιωτών.

Η Shushan Doydoyan είπε ότι, τελικά, φοβάται ότι η υποβάθμιση του μεταπολεμικού περιβάλλοντος πληροφοριών και η απερίσκεπτη λογοκρισία της κυβέρνησης απειλεί την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, κάτι που “η Αρμενία έχει κερδίσει με τεράστια προσπάθεια με την πάροδο των ετών”.