- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Στο Τατζικιστάν, διαδικτυακοί κριτικοί καταλήγουν στη φυλακή φερόμενοι ως “εξτρεμιστές”

Κατηγορίες: Κεντρική Ασία και Καύκασος, Τατζικιστάν, Διακυβέρνηση, Ελευθερία του Λόγου, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Νομικά, GV Advocacy

Προεδρικό παλάτι του Τατζικιστάν — Το Παλάτι των Εθνών — Λεωφόρος Rudaki, Ντουσανμπέ, Τατζικιστάν, 3 Απριλίου 2012. Φωτογραφία από: Rjruiziii [1], μέσω Wikimedia Commons / CC BY-SA 3.0 [2].

Στο κεντροασιατικό Τατζικιστάν, η έκφραση κριτικής διαδικτυακά απέναντι στις Αρχές συχνά εξισώνεται με την τρομοκρατία, σε μεγάλο βαθμό λόγω της νομοθεσίας με ασαφείς προσδιορισμούς για τη ρητορική μίσους. 

Ως αποτέλεσμα, αρκετοί ευθείς bloggers και ακριβιστές έχουν μπει στη φυλακή και η διαδικτυακή ελευθερία έκφρασης περιορίζεται σημαντικά.

Ο ποινικός κώδικας του Τατζικιστάν παρέχει έναν μεγάλο κατάλογο [3] με υποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί δίωξη σε πολίτες για τις δραστηριότητές τους στο διαδίκτυο. 

Για παράδειγμα, διαδικτυακές προσβολές απέναντι σε λειτουργούς — συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών — μπορούν να οδηγήσουν σε φυλάκιση δύο ετών. Παρομοίως, οι διαδικτυακές προσβολές ή συκοφαντίες απέναντι στον πρόεδρο του Τατζικιστάν τιμωρούνται με δύο έως πέντε χρόνια φυλάκισης. Οι χειρότερες κυρώσεις στοχεύουν διαδικτυακές εκκλήσεις σχετικά με τη χρήση βίας για την αλλαγή της εκλεγόμενης κυβέρνησης και της συνταγματικής αρχής, με ποινή έως και 15 χρόνια φυλάκισης. 

Ως κυρίως μουσουλμανική κοινωνία με πληθυσμό άνω των 9 εκατομμυρίων, το Τατζικιστάν ακόμα υποστηρίζει το κοσμικό κράτος [4] — διατηρώντας εν μέρει τη σοβιετική του κληρονομιά, η οποία δεν επιτρέπει την ανάπτυξη του πολιτικού Ισλάμ. Το 1992 [5], όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος για τοπικά και θρησκευτικά ζητήματα, πέθαναν 100.000 άτομα, ενώ άλλοι εξορίστηκαν. Αυτό οδήγησε σε κυβερνητικές ανησυχίες σχετικά με τον ρόλο του Ισλάμ [3] στην καθημερινή ζωή. 

Πάνω από 500 άνθρωποι έχουν φυλακιστεί [6] μόνο τα τελευταία χρόνια. Οι Αρχές δικαιολογούν αυτές τις συλλήψεις ισχυριζόμενες ότι εμποδίζουν τους νέους ανθρώπους από το να εμπλακούν με την τρομοκρατία και τον εξτρεμισμό, όπως επίσης ότι κατευνάζουν το αυξανόμενο ενδιαφέρον σε ενεργή άσκηση του Ισλάμ [7] ανάμεσα στις νεότερες γενιές. Συνήθως αναφέρουν επίσημα στατιστικά [7] για να δείξουν αυτές τις συνδέσεις. 

Ως μία από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, το Τατζικιστάν έχει περιορίσει τη διαδικτυακή πρόσβαση και τις ταχύτητες και συχνά μπλοκάρει [8] τα δίκτυα. 

Ο απολυταρχικός πρόεδρος Ιμομάλι Ραχμόν, στην εξουσία από το 1992, άλλαξε το σύνταγμα του έθνους για την απόκτηση του επίσημου τίτλου [9] “Ιδρυτής της Ειρήνης και Εθνικής Ενότητας—Ηγέτης του Έθνους”, ο οποίος περιλαμβάνει ισόβια δυνατότητα υπηρεσίας ως πρόεδρος. Ο Ραχμόν συχνά παρουσιάζει το διαδίκτυο ως μεγάλη απειλή για τη νεολαία και την εθνική ασφάλεια και υποχρεώνει τους υπαλλήλους να επιβάλουν στενό έλεγχο [10] σε αυτό.      

Στοχοποίηση ακτιβιστών

Το Τατζικιστάν είναι γνωστό για “κλειστές” δίκες. Σχεδόν όλες οι πολιτικές υποθέσεις κατηγοριοποιούνται ανεπίσημα ως “σχεδόν μυστικές” ή λαμβάνουν επίσημο μυστικό στάτους [11] για να εμποδίσουν την παρέμβαση του κοινού και να απαγορεύσουν την είσοδο των δημοσιογράφων στο δικαστήριο. 

Για παράδειγμα, το 2018, ο 32χρονος Alijon Sharipov καταδικάστηκε [12] για “δημόσια έκκληση για βίαια αλλαγή της συνταγματικής αρχής στο Τατζικιστάν χρησιμοποιώντας τα ΜΜΕ ή το διαδίκτυο”. Ο Alijon Sharipov, ενώ εργαζόταν ως οικονομικός μετανάστης στη Ρωσία, έκανε like και μοιράστηκε ένα βίντεο [13] του εξορισμένου Τατζίκου αρχηγού της αντιπολίτευσης Muhiddin Kabiri στη σελίδα του στο Facebook. 

Ήταν αρκετό για να φυλακιστεί για εννιάμισι χρόνια. Κατά την ακρόαση, ο Alijon Sharipov παραδέχτηκε ότι παρακολούθησε και μοιράστηκε το βίντεο, αλλά δεν ήξερε ότι ήταν παράνομο. Ο προεδρεύων δικαστής, Temur Boizoda, σχολίασε [14]: “Η άγνοια του νόμου δεν απαλλάσσει τους ανθρώπους από την ευθύνη”.

Ο γνωστός 32χρονος δημοσιογράφος Daler Sharipov (δεν έχει συγγένεια με τον Alijon Sharipov) καταδικάστηκε επίσης [15] τον Μάρτιο του 2020 για “πρόκληση εθνικού, φυλετικού, τοπικού, ή θρησκευτικού μίσους”. Σε επίσημη δήλωση στον τύπο, η Εισαγγελία ανακοίνωσε ότι μεταξύ 2013 και 2018, ο Daler Sharipov δημοσίευσε περισσότερες από 200 “εξτρεμιστικές” δημοσιεύσεις στους λογαριασμούς του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και επίσης δημιούργησε 100 αντίγραφα ενός χειρόγραφου, που έγραψε προς υποστήριξη της ιδεολογίας της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Η υπόθεση αυτή δεν κατηγοριοποιήθηκε ως “μυστική”, αλλά έμεινε κεκλεισμένων των θυρών χωρίς παρουσία των ΜΜΕ. Οι υπάλληλοι του δικαστηρίου εξήγησαν [16] ότι ακολουθούσαν τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την αποτροπή της μετάδοσης του COVID-19. Το πρώτο κρούσμα του COVID-19 καταγράφηκε επίσημα στο Τατζικιστάν ένα μήνα αργότερα.

Η κατηγορία του εξτρεμιστή μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και για τους πληροφοριοδότες. 

Ο γνωστός δικηγόρος και υποστηρικτής των ανθρώπινων δικαιωμάτων Abdulmajid Rizoev μπορεί να τιμωρηθεί με έως και 5 χρόνια φυλάκισης για “έκκληση πραγματοποίησης εξτρεμιστικής δραστηριότητας με τη χρήση των ΜΜΕ ή του διαδικτύου” σύμφωνα [17] με τον οργανισμό Frontline Defenders. 

Ένας τρέχων εισαγγελέας κατηγόρησε τον Rizoev για τη δημοσίευση δύο “εξτρεμιστικών” δημοσιεύσεων [18] στη σελίδα του στο Facebook στις 2 Μαρτίου, 2020, μία μέρα μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές στο Ταζικιστάν. Στην πρώτη δημοσίευση, ο Rizoev έγραψε ότι έκανε τη δική του δημοσκόπηση, ανάμεσα σε άτομα που γνώριζε προσωπικά, και μόνο το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων είπαν ότι πήγαν να ψηφίσουν στις εκλογές, ενώ το υπόλοιπο 75% αγνόησε το γεγονός. (Η επίσημη παρεύρεση έδειξε 86.4%). 

Στη δεύτερη δημοσίευση, ο Rizoev σχολίασε [19] σχετικά με ένα πανό σε ένα εκλογικό κέντρο, το οποίο λέει: “Η συμμετοχή στις εκλογές είναι δείγμα πολιτικής νοημοσύνης”, χλευάζοντας τον υπαινιγμό ότι όσοι δεν ψηφίζουν στις εκλογές “δεν έχουν πολιτική νοημοσύνη” .

Οι Front Line Defenders, ένας διεθνής οργανισμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τονίζει [17] ότι η κατηγορία ενάντια στον Rizoev συνδέεται με το έργο του, δηλαδή την προσφορά νομικής υποστήριξης σε κατοίκους, των οποίων τα σπίτια κατεδαφίζονται στην πρωτεύουσα Ντουσανμπέ. 

Στη δίκη, ο Rizoev είπε ότι μία κατασκευαστική εταιρεία του προσέφερε 25.000 δολάρια σε φάκελο για να σταματήσει να “παρεμβαίνει” στις δουλειές τους. Όταν αρνήθηκε, φημολογείται ότι απειλήθηκε με φυλάκιση. 

Έλεγχος του κράτους στην εναντίωση στο διαδίκτυο

Ένας νέος νόμος, που στοχεύει στην “αντιμετώπιση του εξτρεμισμού” [20], παρουσιάστηκε στο Τατζικιστάν τον Ιανουάριο του 2020 αντικαθιστώντας την προηγούμενη εκδοχή του 2003 [21], ο οποίος επιτρέπει στις κρατικές Αρχές να έχουν πλήρη έλεγχο στη διαδικτυακή κίνηση και τις δραστηριότητες των πολιτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 

Σύμφωνα με το νέο νόμο, το Τατζικιστάν θεωρεί το διαδίκτυο ως ένα δημόσιο χώρο, που επιτρέπει στις επικοινωνιακές υπηρεσίες του κράτους να μπλοκάρουν κοινωνικά δίκτυα και ιστοσελίδες χωρίς δικαστική εντολή.     

Άρθρο 307 (3), 2020 Νόμος περί Αντιμετώπισης Εξτρεμισμού: Η συμμετοχή σε δραστηριότητες πολιτικών, θρησκευτικών, δημόσιων ή άλλων οργανισμών, οι οποίοι ρευστοποιήθηκαν ή απαγορεύτηκαν λόγω διεξαγωγής εξτρεμιστικών δραστηριοτήτων με τελική απόφαση του δικαστηρίου, καθώς και η αρωγή στις δραστηριότητές τους με τη χρήση των ΜΜΕ, του διαδικτύου ή οποιοδήποτε άλλου τρόπου, θα τιμωρείται με φυλάκιση πέντε έως οχτώ ετών.

Οι Επικοινωνιακές Υπηρεσίες του κράτους είναι ένας πολύ γνωστός οργανισμός, που έχει τεράστια εξουσία χάρη στον πρόεδρό του, Beg Zukhurov, ο οποίος έχει κάνει παράλογα σχόλια σχετικά με το ποιος δικαιούται πρόσβαση στο διαδίκτυο και ποιος όχι.

Το 2012, ο Zukhurov προσπάθησε να καλέσει σύσκεψη με τους λειτουργούς του Facebook για να συζητήσουν τη διαχείριση των κριτικών δημοσιεύσεων, ρωτώντας τους δημοσιογράφους:  [22]“Το Facebook έχει ιδιοκτήτη ή όχι; Μπορεί να έρθει στο Τατζικιστάν;” 

Λίγες μέρες αργότερα, ένας ακτιβιστής κάλεσε για φάρσα τον Zukhurov και συστήθηκε ως “Sergey Brin, διερμηνέας του Μαρκ Ζάκερμπεργκ”. Κατά το τηλεφώνημα, ο Zukhurov ισχυρίστηκε ότι το Facebook είχε δεχτεί αποκλεισμό, αλλά υποσχέθηκε [23] να επιτρέψει ξανά την πρόσβαση. Αργότερα, είπε στα ΜΜΕ της Ρωσίας [24] ότι είχε μιλήσει με τον Ζάκερμπεργκ και ότι το Facebook θα ήταν προσβάσιμο σε μερικές μέρες.    

Ο Zukhurov, ο οποίος λέγεται πλέον Beg Sabur, δεν επιτρέπεται πλέον να μιλήσει στα ΜΜΕ, αλλά κατέχει ακόμα τεράστια εξουσία στις Επικοινωνιακές Υπηρεσίες, οι οποίες επίσης έχουν το μονοπώλιο στο διαδίκτυο. 

Οι ιδιωτικοί πάροχοι διαδικτυακών υπηρεσιών στο Τατζικιστάν είναι υποχρεωμένοι να αγοράζουν Ίντερνετ και να διοχετεύουν όλη την κίνηση μέσω ενός “ενοποιημένου κέντρου εναλλαγής”, [25] το οποίο κυκλοφόρησε το 2018 και ελέγχεται από τις υπηρεσίες. Θεωρητικά, το κράτος μπορεί να έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε συσκευή συνδεδεμένη στο διαδίκτυο στο Τατζικιστάν.    

Ο νέος νόμος περί εξτρεμισμού δίνει τη δυνατότητα στις αρχές επιβολής του νόμου — μαζί με το Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων — να ψάξουν άτομα, που μένουν στο Τατζικιστάν, τα οποία αναγνωρίζονται διεθνώς ως εξτρεμιστές, αλλά ο προσδιορισμός του εξτρεμισμού παραμένει ασαφής. 

Τον Απρίλιο του 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο απαγόρευσε [26] το μέσο Akhbor με έδρα την Πράγα, κατηγορώντας το για συνεργασία με απαγορευμένους εξτρεμιστικούς οργανισμούς στο Τατζικιστάν. Ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, που συνεργάζονταν με το Akhbor, ανακρίθηκαν και διώχθηκαν. Τον Νοέμβριο, η διοίκηση του Akhbor ανακοίνωσε ότι η ιστοσελίδα διέκοψε τη λειτουργία της [27], λέγοντας ότι είναι σχεδόν αδύνατο να δουλέψει λόγω της απαγόρευσης. 

Ο έλεγχος καθυστερεί την ανάπτυξη

Αυτοί οι περιορισμοί έχουν ισχυρό αντίκτυπο στη νεολαία, η οποία αποτελείται κυρίως από κοινωνικά ενεργούς, μορφωμένους ανθρώπους, που ψάχνουν τρόπους να ζήσουν στο εξωτερικό και να συνδεθούν με άλλα άτομα μέσω διαδικτύου. Άλλοι ψάχνουν καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες στη διαδικτυακή σφαίρα. 

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη για τον έλεγχο της ταχύτητας του 2021, το Τατζικιστάν βρέθηκε στην 129η θέση [28] ανάμεσα σε 140 κράτη σχετικά με την ταχύτητα των δεδομένων κινητής, πράγμα που καθυστερεί την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου. 

Έτσι ενισχύεται το πρόβλημα της μαζικής μετανάστευσης εξειδικευμένων επαγγελματιών και γενικά της μετανάστευσης. 

Εκατομμύρια Τατζίκοι οικονομικοί μετανάστες εγκαταλείπουν την πατρίδα τους για να αναζητήσουν βιοπορισμό αλλού και όλο και συχνότερα δεν επιστρέφουν [29]

Στο μεταξύ, οι ειδικοί και οι διεθνείς οργανισμοί αναμένουν ότι οι Αρχές του Τατζικιστάν θα συνεχίσουν με τις περιοριστικές πολιτικές στη διαδικτυακή σφαίρα — παρά τις πιθανές απώλειες [30] — για την προστασία του καθεστώτος πάνω από όλα.