“Το απαρτχάιντ δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς τη χωρική χάραξη του τοπίου”

Η κριτική επιτροπή του 2016 για το βραβείο Αγά Χαν για την αρχιτεκτονική. Η καθηγήτρια Lesley Lokko είναι στην άκρη δεξιά. Φωτογραφία: ευγενική προσφορά της Lokko, χρησιμοποιείται με άδεια.

Ποιος θα πίστευε ότι η αρχιτεκτονική θα μπορούσε να συνδέεται τόσο στενά με πράγματα όπως η ταυτότητα, ο πολιτισμός και η πολιτική; Σίγουρα όχι η καθηγήτρια Lesley Lokko, όταν σπούδαζε στη διάσημη Σχολή Αρχιτεκτονικής Bartlett του Λονδίνου.

Αλλά τώρα, ως επικεφαλής της Μεταπτυχιακής Σχολής Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο του Γιοχάνεσμπουργκ στη Νότια Αφρική, την οποία σκοπεύει να κάνει τη “μεγαλύτερη και καλύτερη στην ήπειρο”, η Lokko δεν βλέπει τα πράγματα με τον παραδοσιακό τρόπο.

Αυτή η μοναδική προοπτική είναι μόνο ένας από τους λόγους, για τους οποίους θεωρείται τόσο εξέχουσα προσωπικότητα στην αναδυόμενη αφρικανική αρχιτεκτονική σκηνή. Η Lokko απολαμβάνει να εξετάζει τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις. Μισή Γκανέζα, μισή Σκωτσέζα, πρώτα σπούδασε κοινωνιολογία, μετά εβραϊκή και αραβική φιλολογία στην Οξφόρδη και στη συνέχεια αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας. Αποφοίτησε από τη διάσημη Σχολή Αρχιτεκτονικής Bartlett στο Λονδίνο και ξεκίνησε την επαγγελματική της σταδιοδρομία, ενώ έγινε δημοφιλής ταυτόχρονα ως μυθιστοριογράφος μπεστ-σέλερ.

Κατόπιν πρόσκλησης του Ινστιτούτου Αρχιτεκτόνων του Τρινιντάντ και Τομπάγκο και του Bocas Lit Fest, της κύριας ετήσιας λογοτεχνικής εκδήλωσης της χώρας, η Lokko έκανε πρόσφατα την πρώτη της επίσκεψη στη δημοκρατία των δίδυμων νησιών, όπου έδωσε μερικές δημόσιες διαλέξεις σχετικά με τη σημασία της αρχιτεκτονικής στη σημερινή κοινωνία, λογοτεχνία και άλλα.

Η αρχιτέκτονας και συγγραφέας Lesley Lokko. Η φωτογραφία χρησιμοποιείται με την άδειά της.

Συνομίλησε με το Global Voices σε μια συναρπαστική συζήτηση σχετικά με την παγκοσμιοποίηση και την ταυτότητα, και τους παραλληλισμούς μεταξύ κοινωνιών της Καραϊβικής και της Αφρικής. Σε αυτό το άρθρο, το πρώτο από μια σειρά αναρτήσεων σχετικά με την επίσκεψή της, συζητάμε για τη φυλή, τον πολιτισμό, την καινοτομία και τον αντίκτυπο, που μπορεί να έχει η αρχιτεκτονική στην κοινωνία, ιδιαίτερα στις μεταποικιακές κοινωνίες.

Global Voices (GV): Πώς φτάσατε να γίνετε η καθηγήτρια Lesley Lokko; Φαίνεστε σαν να βρίσκεστε πάνω στο μεταίχμιο σε ένα πεδίο, που αφορά γενικά αποκλειστικά τη δομή.

Lesley Lokko (LL): Ο πατέρας μου ήταν μέρος του πρώτου κύματος Αφρικανών, που στάλθηκαν στο εξωτερικό για σπουδές. Πολλοί από αυτούς επέστρεψαν με ξένες συζύγους, οπότε υπήρχε μια ολόκληρη γενιά – αποκαλούμε τους εαυτούς μας “μισής κάστας”. Είναι πολύ ιδιαίτερη γκανέζικη ονομασία, αλλά είναι ένα σωρό παιδιά μικτής φυλής, προϊόν αυτής της συγκεκριμένης περιοόδου στην ιστορία.

GV: Βοήθησε στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας σας;

LL: Βοήθησε και, μάλλον, το γνωρίζω περισσότερο τώρα με πολύ πιο θετικό τρόπο, γιατί νομίζω ότι στα πρώτα χρόνια, όχι τόσο πολύ παιδική ηλικία, επειδή ξεχνάς κάπως, αλλά έφηβη, στα πρώτα ενήλικα χρόνια, νομίζω ότι ο αγώνας ήταν κυρίως να συμφιλιωθούμε με το να είμαστε από δύο μέρη, που ήταν πραγματικά πολύ διαφορετικά, αλλά ήταν εντάξει. Μεγάλωσα στη Γκάνα, πήγα σχολείο στη Γκάνα και μετά στα 17 μου με έστειλαν σε οικοτροφείο στην Αγγλία. Έχω γράψει για αυτό από τότε: άφησα τη Γκάνα γνωρίζοντας πολύ ξεκάθαρα ότι ήμουν μισή Σκωτσέζα και μισή Γκανέζα και, όταν έφτασα στη Βρετανία, το επόμενο πρωί, ήμουν μαύρη. Και δεν είναι ότι δεν ήξερα τι ήταν “μαύρος”, αλλά ξαφνικά το μαύρο κομμάτι του ήταν η γενική ταυτότητα. Και μου πήρε πολύς χρόνο για να το συνηθίσω, γιατί η “μαύρη” ταυτότητα για μένα, ιδιαίτερα στη Βρετανία εκείνη την εποχή, μου φαινόταν απλώς ως το “να μην είσαι λευκός”. Και δεν μπορούσα να χωνέψω πως η κυρίαρχη ταυτότητα τώρα ήταν να μην είσαι κάτι. Πως, κατά κάποιο τρόπο, ταυτοποιείσαι έχοντας έλλειψη από κάτι.

GV: Ας μιλήσουμε για αυτό σε σχέση με την αρχιτεκτονική. Κοιτάζοντας, για παράδειγμα, τη Νότια Αφρική της εποχής του απαρτχάιντ, πώς η αρχιτεκτονική ενισχύει – ή περιορίζει – τις δυνατότητες των ανθρώπων; Πώς επηρεάζει ο χώρος το αποτέλεσμα;

LL: Ιστορικά, ο ρόλος του αρχιτέκτονα ήταν πάντα να προβάλλει στο έδαφος τις κοινωνικές και πολιτιστικές αξίες κάθε δεδομένης κοινωνίας. Με άλλα λόγια, να χτίσει αναπαραστάσεις των αξιών μιας συγκεκριμένης κουλτούρας. Για να δώσω ένα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα, θα μπορούσες να πεις ότι ένα σπίτι είναι, στον έξω κόσμο, μια αναπαράσταση των φιλοδοξιών, των ελπίδων και των εμπειριών των ανθρώπων, που ζουν μέσα σε αυτό. Ταυτόχρονα, όμως, δεν αναμένεις ότι οι δομές σου θα αντιπροσωπεύουν τον πραγματικό εαυτό σου. Αναζητάς την καλύτερη δυνατή αναπαράσταση: τη φιλόδοξη, πολιτισμένη εικόνα του εαυτού σου. Δεν αναμένεις τα κτίριά σου να αντιπροσωπεύουν τις εντάσεις σου, τις ανασφάλειες και τα λάθη σου. Θέλεις η αρχιτεκτονική σου να αντιπροσωπεύει τα καλύτερά σου.

Αν σκεφτούμε τον αποικιακό και μεταποικιακό κόσμο, στην ονομαστική ανεξαρτησία, που είναι το πολιτικό franchise, ξαφνικά έχεις στα χέρια σου τη συναισθηματική εμπειρία αυτής της περιόδου της δικής σου ιστορίας: τους αγώνες για αυτοδιάθεση, αυτοεκτίμηση και επαναξιολόγηση της συνήθως καταπιεσμένης και καταπιεστικής ιστορίας. Θεωρείς όμως ότι είναι πολύ δύσκολο να εκφραστεί από την αρχιτεκτονική σου. Αυτό που τείνει να συμβεί είναι ότι η νέα πολιτική πραγματικότητα δανείζεται απλά την “παλιά” ή την υπάρχουσα αρχιτεκτονική – τις δομές, τα κτίρια, τους τρόπους διαβίωσης και εργασίας – και δεν μπορείς να διατυπώσεις ποια μπορεί να ήταν η ένταση μεταξύ αυτής της πραγματικής, ζωντανής εμπειρίας του αγώνα για ανεξαρτησία και ποιες είναι οι φιλοδοξίες σου για το μέλλον τώρα.

Στη Νότια Αφρική, σίγουρα, η αρχιτεκτονική ήταν πάντα συνένοχη στην καταπίεση. Το απαρτχάιντ μπορεί να ήταν μια πολιτική και κοινωνική δομή, αλλά ήταν επίσης φυσική. Τώρα, δύο γενιές μετά από αυτό το πρώτο κύμα μεγάλων αποαποικιοκρατιών στην Αφρική και μια γενιά μετά την ανεξαρτησία της Νοτίου Αφρικής, νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν τελικά το θάρρος να δουν αυτό το αντικείμενο, που έχουν μελετήσει, και να το σκεφτούν διαφορετικά.Είναι περίπλοκο. Η Αρχιτεκτονική είναι ένα επταετές μάθημα και κατά τη διάρκεια των σπουδών, αλλάζεις κι εσύ. Η αρχιτεκτονική άλλαξε ριζικά τον τρόπο που σκέφτομαι: δεν άλλαξε μόνο τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, άλλαξε την ίδια τη δομή του πώς βλέπω. Έτσι ξαφνικά έχω γίνει συνένοχη σε αυτό, επειδή όσα εκτιμώνται στο επάγγελμά μου – είτε είναι αισθητικά, είτε πολιτικά ή κοινωνικά – έχουν γίνει το δικό μου λεξιλόγιο και αυτό το λεξιλόγιο δεν μπορεί να εξυπηρετήσει την παρελθούσα ιστορία, που έχει να κάνει με την ταλαιπωρία, την ντροπή, την ενοχή, με τον φθόνο…πολύ περίπλοκα συναισθήματα, που το αντικείμενο σπουδών δεν είναι σε θέση να μεταφράσει εύκολα.

Το απαρτχάιντ δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς συνενοχή του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος – αυτής της χωρικής χάραξης του τοπίου: οι μαύροι ζουν εδώ, οι λευκοί ζουν εδώ. Έτσι πρέπει να ζει και να εργάζεται ένας λευκός. Αυτό “αξίζει” ένας μαύρος. Η τυπική κατοικία ονομάστηκε NE51 (μη ευρωπαϊκή 51). Είναι ένα παιδικό μοντέλο ενός σπιτιού, που ουσιαστικά είναι ένα κουτί: παράθυρο, παράθυρο, πόρτα εισόδου, τέσσερα πανομοιότυπα “δωμάτια”, που θα μπορούσαν να είναι οτιδήποτε – υπνοδωμάτιο, κουζίνα, σαλόνι – δεν υπήρχε καμία διαφορά. Αυτό το μοντέλο αναπαράγεται σε ένα ολόκληρο τοπίο, αλλά σχεδιάστηκε από κάποιους αρχιτέκτονες. Δεν “συνέβη” απλά. Πολλοί από τους ήρωες της νοτιοαφρικανικής αρχιτεκτονικής, άνδρες που πήγαν τις δεκαετίες του '20, του '30 και του '40 στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες για να σπουδάσουν ή για πρακτική, επέστρεψαν με δίλημμα. Στη Δύση, η αρχιτεκτονική είχε πάντα μια πρωτοποριακή, ελαφρώς αριστερή και κοινωνικά αφοσιωμένη φιλοσοφία. Στη Νότια Αφρική, όμως, αυτοί οι ίδιοι άνδρες, που είχαν σπουδάσει πλάι σε μερικούς από τους μεγάλους μοντερνιστές, έπρεπε να επιστρέψουν και να εφαρμόσουν τις πιο καταπιεστικές πολιτικές στέγασης, εδαφών, χώρου.

Και έτσι για μένα, στη Νότια Αφρική, υπάρχει ένα είδος διλήμματος στην καρδιά του αντικειμένου. Συνεχίζω να το συγκρίνω με μια πληγή, που κάπως δεν μπορεί να κλείσει. Σαν να μην έφτανε αυτό, από την ανεξαρτησία της δεκαετίας του '90, πολύ λίγο “νέο” αίμα – νέα σκέψη, νέοι τρόποι άρθρωσης του αντικειμένου, νέοι τρόποι διδασκαλίας – έχει μπει στην εκπαίδευση, στην ακαδημία. Υπάρχουν τώρα αναλογικά λιγότεροι εκπαιδευτικοί και δάσκαλοι αρχιτεκτονικής, σε μια εποχή που το αντικείμενο σπουδών απολαμβάνει μια αναζωπύρωση της δημοτικότητάς του και νομίζω ότι έχει μια κάποια σχέση με την ντροπή.

Η αρχιτεκτονική είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες κλάδους, επειδή είναι τόσο πλευρικός. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η αρχιτεκτονική είναι κάθετη, αλλά στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο. Αγγίζει στην επιφάνεια σχεδόν τα πάντα, οπότε, αντίθετα με τον τρόπο που το βλέπεις, λειτουργεί σε πολλά επίπεδα σε ένα ευρύ φάσμα πραγμάτων, γεγονός που την καθιστά ένα πολύ διάχυτο αντικείμενο σπουδών. Έτσι, με έναν παράξενο τρόπο, είναι πολύ καλό αντικείμενο σπουδών για να μιλήσεις για τέτοια πράγματα – φυλή, ταυτότητα, φύλο, δύναμη – αλλά πιστεύω επίσης ότι εναπόκειται στους διασπορικούς, μετα-αποικιακούς αρχιτέκτονες να εκμεταλλευτούν αυτήν την ευκαιρία όπως μπορούν καλύτερα. Είναι δύσκολο, γιατί μοιάζει σχεδόν με πατροκτονία: πρέπει να σκοτώσεις τον ίδιο σου τον πατέρα (αρχιτεκτονική) για να πεις κάτι άλλο. Είναι μια τρομερή ειρωνεία ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, χτίζονται περισσότερες φυλακές από ό,τι νέα σπίτια. Όταν σκέφτεσαι το ποσοστό Αφροαμερικανών ανδρών, που βρίσκονται στη φυλακή, τι σημαίνει αυτό για την ιδέα μιας κοινωνίας περί “σπιτικού”;

GV: Τι σας εντυπωσίασε από την αρχιτεκτονική του Τρινιντάντ και Τομπάγκο;

LL: Από τη μία πλευρά, είναι αρκετά σχιζοφρενική: οδηγείς στο δρόμο και βλέπεις ταυτόχρονα Καλιφόρνια, Δυτική Αφρική, Ινδία, ένα μπέρδεμα, αλλά και πολύ πληθωρικό. Όταν ήρθα, ήταν αργά το βράδυ, αλλά ήταν αργία, οπότε οι δρόμοι ήταν εντελώς άδειοι. Οδηγήσαμε λοιπόν από το αεροδρόμιο και ξαφνικά φτάνεις στο κέντρο της πόλης και υπάρχει τεράστια, δυνατή, θορυβώδης δράση και σκέφτομαι: “Αχ! Σαν να ‘μουνα στην Άκρα!”. Και μετά βγαίνεις στη Σαβάνα και δεν υπάρχει κανείς στους δρόμους. Είναι πολύ ήσυχα, με όλα αυτά τα μεγαλοπρεπή αποικιακά σπίτια – ο Νάιπολ έζησε εδώ και ο τάδε σπούδασε εκεί – και προσπερνάς αυτό το James Bond Hilton.

Το σπίτι που σχεδίασε και έχτισε η καθηγήτρια Lesley Lokko μετά την επιστροφή της στην Γκάνα. Η φωτογραφία είναι ευγενική προσφορά της Lokko, που χρησιμοποιείται με άδεια.

Όταν η Lokko έφυγε από το Ηνωμένο Βασίλειο και επέστρεψε στην Γκάνα για να εργαστεί ως συγγραφέας, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να χτίσει ένα σπίτι – από λάσπη – ένα μοντέρνο σπίτι, που χτίστηκε χρησιμοποιώντας μια παραδοσιακή τεχνική.

Στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο, αυτό το παραδοσιακό στιλ σπιτιού ονομάστηκε “ajoupa”. Δημιούργημα των Αμερινδών, το στυλ προσαρμόστηκε ελεύθερα κατά τη διάρκεια των αιώνων από τους εποίκους της χώρας στο σημείο, όπου ο αρχιτέκτονας John Newel Lewis το ονόμασε “το πρωτότυπο της αρχιτεκτονικής του Τρινιντάντ”.

GV: Αυτή η παραδοσιακή οικοδομική προσέγγιση δεν χρησιμοποιείται πλέον στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο, κυρίως επειδή δεν μπορούσε να κλιμακωθεί – και με την παγκοσμιοποίηση, υπάρχει τώρα μεγαλύτερη κατανάλωση ξένων τάσεων. Κάνουμε εκπτώσεις στην δική μας καινοτομία;

LL: Είναι μια περίπλοκη ερώτηση, αλλά θα την απαντήσω με μια “παράκαμψη”. Όταν άρχισα να γράφω για πρώτη φορά, είχα μια πολύ ξεκάθαρη ιδέα για το ποιο ήταν το κοινό μου. Οι εκδότες μου είχαν μια εντελώς διαφορετική ιδέα. Προσπάθησα σκόπιμα να συνενώσω δύο είδη γραφής: την περίβλεπτη λογοτεχνία σχετικά με ζητήματα ταυτότητας, φυλής, διαφυλετικών σχέσεων, πολιτικών ιστοριών και τη λαοφιλή λογοτεχνία. Και ήταν συνειδητή απόφαση να λάβω αυτά τα δύο είδη και κατά κάποιο τρόπο να τα συνδυάσω. Γνώριζα ότι πιθανότατα θα χρειαζόταν κάποιος χρόνος για να εμφανιστεί πλήρως αυτό το υβρίδιο, αλλά συνειδητοποίησα ότι οι εκδότες μου είχαν στοχεύσει τα βιβλία κατά κύριο λόγο σε φιλόδοξες γυναίκες της εργατικής τάξης: γραμματείς, ρεσεψιονίστ, άτομα που ήθελαν λίγη γοητεία και ταξίδια και εξωτικές τοποθεσίες, αλλά που δεν ήθελαν απαραίτητα μια σύνθετη λογοτεχνική ανάγνωση. Θυμάμαι να έχω ατέλειωτες συζητήσεις και διαφωνίες μαζί τους, γιατί όλα τα εξώφυλλα ήταν ένα κορίτσι με σαρόνγκ που περπατούσε σε μια παραλία. Μισούσα τα εξώφυλλα των βιβλίων. Τελικά, κάποιος στο μάρκετινγκ μου επέτρεψε να δω μερικά από τα δεδομένα, που χρησιμοποιούσαν, όταν αποφάσιζαν για τις εκστρατείες δημοσίων σχέσεων. Πήρα μια στοίβα χαρτιών με γραμμές δυαδικού κώδικα και είπα: “Τι είναι αυτό;”. Και μου απάντησε: “Α, είναι μια γυναίκα που έχει βγάλει το λύκειο και εργάζεται σε τράπεζα, πηγαίνει στην Ίμπιζα για διακοπές και οδηγεί Γκολφ”. Έλεγα: “Πώς μεταφράζετε αυτό το [προφίλ] σε κώδικα;”. Αλλά αυτός ο κώδικας – και νομίζω ότι είναι κατά κάποιο τρόπο ο πρόδρομος των αλγορίθμων – ήταν η λογική πίσω από την εκστρατεία μάρκετινγκ. Και θυμάμαι να σκέφτομαι: “Τα άτομα, που με ενδιαφέρουν, πιθανώς εμπίπτουν μεταξύ κατηγοριών κωδίκων και ένας μαρκετίστικος κώδικας δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει κάτι τέτοιο”.

Μια λεπτομέρεια του εξωφύλλου ενός από τα μυθιστορήματα της Lesley Lokko. Η εικόνα παρέχεται από την Lokko και χρησιμοποιείται με άδεια.

LL: Έτσι, για να απαντήσω στην ερώτησή σας σχετικά με το γούστο, επειδή αυτά τα είδη είναι η υποκείμενη δομή, όσον αφορά τον τρόπο σχηματισμού του γούστου, αυτό που βλέπετε στη Δυτική Αφρική, για παράδειγμα, είναι ότι το εργοστάσιο παραγωγής, που κάποτε έκανε ένα συγκεκριμένο προϊόν, βγαίνει εκτός λειτουργίας, επειδή ένα άλλο προϊόν το προσπερνά. Αλλά στην άκρη του δρόμου θα βρεις έναν νεαρό άντρα, αυτοσχέδιο επιχειρηματία, που παίρνει μπαμπού και προσπαθεί να φτιάξει αυτό το προϊόν, αλλά δεν έχει την υποδομή μιας μικρής εταιρείας, [έτσι] είναι κλειδωμένος σε μια σχέση αντιγραφής για πάντα. Δεν δημιουργεί κάτι νέο. Το μόνο που κάνει είναι να προσπαθεί να προσεγγίσει, αλλά αυτή η προσέγγιση είναι επίσης ο σχηματισμός ενός άλλου ύφους, του δικού του. Είναι μια πραγματικά βαθιά σχέση μεταξύ της εμπιστοσύνης του εαυτού για τη δημιουργία πολιτισμού και της ανασφάλειας, που ακολουθεί απλώς τον πολιτισμό, πάντα από κάπου αλλού – αλλά ακόμη και σε αυτήν την πράξη του πολιτισμού παράγει κάτι. Είναι σχεδόν σαν αυταπάτη: νομίζεις ότι δεν βάζεις κάτι από τον εαυτό σου, γιατί το αντιγράφεις, αλλά κάθε πράξη δημιουργίας είναι κάτι αυτόνομο κατά μια έννοια.

Το σπίτι μου δεν μοιάζει με λάσπη, αλλά θυμάμαι τον πατέρα μου να έρχεται, όταν πρωτόχτιζα, και ήταν πολύ μπερδεμένος από το γεγονός ότι υπήρχε μόνο ένα δωμάτιο: αυτό που λέμε, ανοιχτό πλάνο. Έτσι μου λέει μια φορά: “Γλυκιά μου, πού θα κοιμάσαι;”. Έδειξα τον ανοιχτό χώρο πίσω από τη βιβλιοθήκη και είπα: “Είναι λοφτ, αλλά έτσι ακριβώς επίσης ζούσε παραδοσιακά ο κόσμος στην Γκάνα: σε μονόκλινα δωμάτια, που ενώνονταν σε μια σύνθετη δομή”. Και ο μπαμπάς μου άρχισε τότε να τριγυρίζει στην Άκρα λέγοντας: “Ξέρεις, η κόρη μου ανακαλύπτει εκ νέου τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της Γκάνας!””. Επομένως, δεν ήταν πλέον λοφτ ή ένα ανοιχτό δωμάτιο, ήταν πλέον κάτι παραδοσιακό αφρικανικό. Και στο τέλος, νομίζω ότι το γεγονός ότι ήταν φτιαγμένο από λάσπη έγινε λιγότερο σημαντικό για τους ανθρώπους. Και τώρα βλέπω αντίγραφα αυτού του σπιτιού – ίσως όχι από λάσπη, αλλά αναδύονται. Έτσι πάλι, κάτι ξεκινά ως κάτι αρκετά αβλαβές και οι άνθρωποι αρχίζουν να το αντιγράφουν. Νομίζω ότι αυτό είναι το σημείο να παρέχουμε μια πλατφόρμα εδώ στο Τρινιντάντ για τους ανθρώπους να συζητήσουν τον αντίκτυπο αυτών των πολύ μικρών κινήσεων, γιατί σε πολύ μεγαλύτερες μητροπόλεις, έχετε τέτοιες εκδηλώσεις… κάτι τέτοιο πέντε φορές την εβδομάδα. Στην Γκάνα, η εκδήλωση στο Ινστιτούτο Αρχιτεκτόνων, όπου οι άνθρωποι έρχονται και συζητούν για την αρχιτεκτονική, είναι αρκετά ασυνήθιστη και έτσι οι άνθρωποι υποβαθμίζονται κι απλώς αντιγράψουν πράγματα του δρόμου, επειδή δεν υπάρχει πλατφόρμα για να συζητήσουμε πράγματα με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

Στο επόμενο μέρος της σειράς, η συζήτηση στρέφεται στην τεχνολογία, τις σχέσεις και την συνέργεια αρχιτεκτονικής και συγγραφής.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.