- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Στην Τυνησία, οι γυναίκες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή στοχευμένης διαδικτυακής ρητορικής μίσους

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Τυνησία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διαδηλώσεις, Διακυβέρνηση, Εκλογές, Ελευθερία του Λόγου, Ιδέες, Ιστορία, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Νομικά, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πολιτική, Φύλο & ισότητα, Ψηφιακός ακτιβισμός, GV Advocacy

Μία γυναίκα φωνάζει στο μεγάφωνο κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας στην Τυνησία τον Αύγουστο του 2013. Φωτογραφία από το Flickr του χρήστη Amine Ghrabi [1], που χρησιμοποιείται με άδεια (CC BY-NC 2.0 [2]).

Το 2011, μια εξέγερση στην Τυνησία εκθρόνισε το επί 23 χρόνια καθεστώς του απολυταρχικού προέδρου Ζίνε Ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι. Έκτοτε, το διαδικτυακό περιβάλλον της Τυνησίας αποτελεί μάρτυρα θερμών δημόσιων διαλόγων άνευ προηγουμένου για την πολιτική και την κοινωνία.

Αυτή η περίοδος, που πολιτικά έχει μεγάλο φόρτο εργασίας – δημιουργημένο κατά ένα μεγάλο μέρος από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – έχει αναζωπυρώσει έντονους διαδικτυακούς διαλόγους με επιβλαβές περιεχόμενο, ρητορική μίσους και λεκτικές επιθέσεις εναντίον των γυναικών.

Αυτές οι διαδικτυακές εκστρατείες τείνουν να προσβάλλουν πιο συγκεκριμένα ακτιβίστριες, γυναίκες δημοσιογράφους και πολιτικούς.

Τον Φεβρουάριο του 2020, η Μονάδα Παρακολούθησης της Εθνικής Ένωσης Δημοσιογράφων της Τυνησίας (SNJT) ανέφερε σε δελτίο Τύπου ότι έχουν μειωθεί τα περιστατικά σωματικής βίας εναντίον γυναικών δημοσιογράφων. Ωστόσο, η Μονάδα Παρακολούθησης της SNJT επίσης προειδοποίησε για την αύξηση των διαδικτυακών επιθέσεων εναντίων γυναικών δημοσιογράφων.

“Οι επιθέσεις είναι λιγότερες συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2019, αλλά η βία έχει αυξηθεί στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», είπε [3] η Μονάδα Παρακολούθησης της SNJT.

Η SNJT δημοσιεύει συχνά δηλώσεις, που καταδικάζουν τη διασπορά επιθέσεων και εκστρατειών συκοφαντίας εναντίον δημοσιογράφων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τον Μάρτιο, προειδοποίησαν [4] για τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως “χώρου για εκστρατείες συκοφαντίας και προκλήσεων εναντίον ταυτοτήτων φύλου”.

Στη δήλωσή του, το συνδικάτο αναφέρθηκε στις εκστρατείες για δύο γυναίκες δημοσιογράφους: τη Fadwa Chtourou και τη Malak al-Bakari.

Η Chtourou, που εργάζεται για το κρατικό κανάλι Wataniya 1, στοχοποιήθηκε από εκστρατεία στο Facebok, που την εκφόβιζε και τη χλεύαζε, επειδή κάλυψε ρεπορτάζ άβαφη για τις συνέπειες μίας τρομοκρατικής επίθεσης στις 6 Μαρτίου. Οι υποστηρικτές της Chtourou έκαναν αντιεκστρατείες για να την υπερασπιστούν και οι γυναίκες δημοσιογράφοι της Τυνησίας και της πληγείσας περιοχής ανέβασαν φωτογραφίες σέλφι άβαφες ως ένδειξη αλληλεγγύης.

Η Bakari, που εργάζεται στο ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι Attesia, έπεσε θύμα επίθεσης κατόπιν εμφάνισής της σε τηλεοπτική εκπομπή με κοντό/μίνι φόρεμα.

Γυναίκες στην πρώτη γραμμή

Πολλές ακτιβίστριες και γυναίκες πολιτικοί έχουν αντιμετωπίσει εκστρατείες έμφυλων επιθέσεων από το 2011.

Το 2017, μια έκθεση που συνέταξε η Επιτροπή Ατομικών Ελευθεριών και Ισότητας [5] – που δημιουργήθηκε το 2017 από τον πρώην πρόεδρο Μπέτζι Καΐντ Εσέμπσι – συνέστησε ένα σύνολο νομικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών, όπως η αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας και η ισότητα στην κληρονομιά. Η πρόεδρος της επιτροπής, Bochra Bel Haj Hmida, η οποία είναι επίσης Τυνήσια πρώην βουλεύτρια, υποβλήθηκε σε εκστρατείες ρητορικής μίσους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το περιεχόμενο έγινε τόσο βίαιο, που ορισμένοι σχολιαστές ζήτησαν [6] τη δολοφονία της.

“Σχεδόν κάθε δέκα λεπτά, υπάρχει μια δημοσίευση, που ζητά δολοφονία και διαδίδει φήμες για να δημιουργήσει ένα δημοφιλές και βίαιο κίνημα κατά της δουλειάς μας”, δήλωσε η Bochra Bel Haj Hmida σε συνέντευξη, που δημοσίευσε το NouvelObs [7] τον Ιούνιο του 2018.

Η αείμνηστη blogger και υπερασπίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Lina Ben Mhenni υπέστη επίσης επιθέσεις στο διαδίκτυο ως γνωστή φεμινιστική φυσιογνωμία. Σε συζήτηση [8]για τη βία κατά των γυναικών στο Διαδίκτυο κατά τη διάρκεια του Φόρουμ της Τύνιδας για την Ισότητα των Φύλων 2019, η Lina Ben Mhenni διηγήθηκε την εμπειρία της περί διαδικτυακών εκστρατειών δυσφήμισης, δηλώνοντας ότι, στην περίπτωσή της, αυτές οι επιθέσεις επεκτάθηκαν, πέρα ​​από σχόλια στο Facebook, σε συνεχή καταδίωξη.

Η διαδικτυακή πολιτική σκηνή της Τυνησίας είναι επίσης γεμάτη ρατσιστική ρητορική. Η Jamila Ksiksi [9], μέλος του κοινοβουλίου της Τυνησίας, δέχθηκε ρατσιστικά σχόλια, που δημοσιεύθηκαν από άλλο μέλος του κοινοβουλίου στη σελίδα του στο Facebook. Κατά τη διάρκεια μιας συνόδου ολομέλειας για την εξέταση του Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού του 2019, η Ksiksi αποκάλεσε τους βουλευτές του κόμματος PDL “ληστές”. Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Saleh Neji, μέλος του PDL, δημοσίευσε προσβολές στη σελίδα του στο Facebook, που στόχευαν την Ksiksi με ρατσιστικούς υπαινιγμούς [10], αναφέροντάς την ως “σκλάβα” και “μαϊμού”.

Πώς αντιδρούν τα θύματα στη ρητορική μίσους;

Σε μια μελέτη [11] για τη βία κατά των γυναικών στο Διαδίκτυο που πραγματοποιήθηκε από το Κέντρο Έρευνας, Μελετών, Τεκμηρίωσης και Πληροφοριών για τις Γυναίκες της Τυνησίας (Credif), διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες αντιδρούν στους δράστες τους με διάφορους τρόπους. Το πιο συνηθισμένο πρώτο βήμα είναι η άμεση κατάργηση των δραστών από τις λίστες φίλων. Κάποιες επιλέγουν τη σιωπή, ενώ άλλες απαντούν άμεσα στους δράστες τους. Άλλες αναφέρουν τις επιβλαβείς συζητήσεις σε μέλη της οικογένειας ή προχωρούν σε νομική καταγγελία.

Σε μια συνέντευξη με το Global Voices, η ακτιβίστρια φεμινίστρια Feryel Charfeddine μίλησε για μια σειρά από δημοσιεύσεις στο Facebook, που επιτέθηκαν σε αυτήν και το ακτιβιστικό της έργο το 2017. Είπε στο Global Voices:

As a victim of online hate speech myself, I reported the harmful content attacking me to Facebook. The platform was only responsive when I proceeded and followed the reports with the help of Access Now’s helpline. I recognize that I had a privilege compared to other victims. This is why many victims choose to leave Facebook. It’s not a safe place for women.

Ως θύμα κι εγώ της διαδικτυακής ρητορικής μίσους, ανέφερα το βλαβερό περιεχόμενο, που καταφέρθηκε εναντίον μου στο Facebook. Η πλατφόρμα ανταποκρίθηκε, μόνο όταν προχώρησα και παρακολούθησα τις αναφορές με τη βοήθεια της γραμμής βοήθειας της Access Now. Αναγνωρίζω ότι είχα προνόμιο σε σύγκριση με άλλα θύματα. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο πολλά θύματα επιλέγουν να εγκαταλείψουν το Facebook. Δεν είναι ασφαλές μέρος για τις γυναίκες.

Η γραμμή βοήθειας [12] του οργανισμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων “παρέχει επείγουσα βοήθεια ταχείας αντίδρασης και βοήθεια ασφαλείας σε άτομα και οργανισμούς σε όλο τον κόσμο”.

Νομικές διαδικασίες: Ρητορική μίσους ή ελευθερία έκφρασης;

Αρκετοί ακτιβιστές και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών εκφράζουν το φόβο τους ότι η καταπολέμηση της ρητορικής μίσους χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για τον αποκλεισμό των πολιτικών αντιπάλων και τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης.

“Ως συνήγορος κατά των ποινών φυλάκισης, δεν μπόρεσα να συνεχίσω τις νομικές διαδικασίες εναντίον των δραστών μου, ωστόσο σέβομαι την απόφαση όσων επέλεξαν να το πράξουν”, δήλωσε η Charfeddine.

Διεθνή πρότυπα για την ελευθερία της έκφρασης

Τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατοχυρώνουν τα δικαιώματα στην ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης. Ωστόσο, αυτοί οι κανόνες επιτρέπουν περιορισμένους και αυθαίρετους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης για “νόμιμους” σκοπούς. Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα [13] (ICCPR), στο οποίο η Τυνησία είναι Κράτος Μέρος, επιτρέπει περιορισμούς, εάν “προβλέπονται από το νόμο” και είναι “απαραίτητοι” για τον “σεβασμό των δικαιωμάτων ή της φήμης των άλλων”. Από τη μεριά της, η Διεθνής Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Φυλετικών Διακρίσεων [14] απαιτεί την απαγόρευση της “διάδοσης ιδεών, που βασίζονται στη φυλετική υπεροχή ή το μίσος”.

Σε παρόμοιο πλαίσιο, τον Δεκέμβριο του 2019, η Τυνησιακή Ένωση Δημοκρατικών Γυναικών (ATFD) υπέβαλε καταγγελία [15] για δυσφήμιση, προσβολές και κουτσομπολιά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Τύνιδας εναντίον ενός άνδρα, που επιτέθηκε σε μια από τις ακτιβίστριες της Ένωσης, της Wafa Fraoues, μέσω Facebook.

Η Fraoues συνεργάζεται με την Beity, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση, που επιδιώκει να τερματίσει κάθε μορφή διάκρισης κατά των γυναικών και υποστηρίζει τις γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας.

Το αντικείμενο της καταγγελίας ήταν μια ανάρτηση στο Facebook [16], που χρησιμοποιούσε ρητά το όνομα και το επάγγελμα της Fraouses για να την προσβάλει και να δημοσιεύσει κατηγορίες. Ο χρήστης, που το δημοσίευσε, αργότερα αφαίρεσε το όνομά της. Έγραψε ότι ένας άντρας πλήρωσε την Fraoues για σεξ. Έγραψε επίσης ότι η σύζυγος αυτού του άνδρα είχε λάβει υποστήριξη από την Beity μετά τη σωματική της κακοποίηση.

Τον Μάρτιο του 2020, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον δράστη σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών με αναστολή και πρόστιμο για την ανάρτηση.

Σε μια δημοσιευμένη κοινή δήλωση [17], η ATFD και η Beity περιέγραψαν την απόφαση του δικαστηρίου ως:

…[a]n appropriate judicial response to the demand of feminists and women in the necessity of stopping the impunity and it may be an incentive for women victims of violence, including digital violence, to resort to the judiciary in cases of moral, sexual, economic, political or physical abuse that affects them, regardless of their perpetrators.

… [μια] κατάλληλη δικαστική απάντηση στο αίτημα φεμινιστών και γυναικών στην ανάγκη να σταματήσει η ατιμωρησία. Μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για τις γυναίκες θύματα βίας, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής βίας, να προσφύγουν στη δικαιοσύνη σε περιπτώσεις ηθικής, σεξουαλικής, οικονομικής, πολιτικής ή σωματικής κακοποίησης που τις επηρεάζει, ανεξάρτητα από τους δράστες τους.

Ο οργανισμός ζήτησε [18] νωρίτερα από τις Αρχές να εφαρμόσουν το νόμο 58 του 2017 [19] για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών “για την προστασία των γυναικών και, ιδίως, των υπερασπιστριών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη βία και την καταπολέμηση της ατιμωρησίας”.

Μετάφραση της νομοθεσίας σε κοινοτική πρακτική

Το 2017, η Τυνησία ψήφισε [19] έναν οργανικό νόμο για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, ο οποίος καθιερώνει τη δέσμευση του κράτους να προλαμβάνει, να διώκει τους δράστες και να παρέχει υποστήριξη στα θύματα. Σε μια άνευ προηγουμένου απόφαση [20] στις 8 Μαΐου, ένα δικαστήριο της Τυνησίας εξέδωσε εντολή προστασίας υπέρ των θυμάτων διαδικτυακής καταδίωξης, που μετατρέπεται σε καταδίκη σύμφωνα με το άρθρο 33 του νόμου [20], το οποίο επιτρέπει στους δικαστές οικογενειακού δικαίου να εκδίδουν περιοριστικές εντολές.

Τον Οκτώβριο του 2018, το κοινοβούλιο της Τυνησίας ψήφισε [21] το νόμο για την εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, ο οποίος ορίζει και ποινικοποιεί τις φυλετικές διακρίσεις.

Αυτή η νέα νομοθεσία – εκτός από το Σύνταγμα του 2014, που εγγυάται την ελευθερία της συνείδησης και της σκέψης και την ελευθερία της έκφρασης – παρέχει ένα σταθερό νομικό πλαίσιο κατά της υποκίνησης μίσους.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της νομοθεσίας δεν καλύπτει ρητά την παρενόχληση και τις φυλετικές και έμφυλες επιθέσεις, που συμβαίνουν στο Διαδίκτυο.

Κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί παράγοντες πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι δικαστές γνωρίζουν, και μάλιστα καλά, την εφαρμογή των νομικών διατάξεων και τις κατάλληλες αναφορές για τα θύματα ρητορικής μίσους στον κυβερνοχώρο.

Τα πολιτικά κόμματα μπορούν επίσης να διαδραματίσουν ρόλο στην ενημέρωση των πολιτών για τα ανθρώπινα δικαιώματά τους στο Διαδίκτυο. Το 2019, κατά τη διάρκεια εκστρατειών κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών, διάφορες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, όπως το Article 19 και η Τυνησιακή Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (LTDH), κάλεσαν [22] τους υποψηφίους να “υψώσουν [τη] φωνή τους υπέρ των μειονοτήτων και των ευάλωτων ομάδων και να καταδικάσουν εκφράσεις μίσους και οποιαδήποτε άλλη ενέργεια διακρίσεων εναντίον τους”.

Η διαδικτυακή βία και η έμφυλη ρητορική μίσους επηρεάζουν σημαντικά τα θύματα ψυχικής υγείας. [11]

Η καταπολέμηση αυτού του είδους επιβλαβούς περιεχομένου στο διαδίκτυο αποτελεί ευθύνη πολλών ενδιαφερομένων: πέρα από τις νομικές και τεχνικές λύσεις, τα θύματα πρέπει να έχουν πολλή υποστήριξη για να αντιμετωπίσουν τις τρομερές συνέπειες για την ψυχική τους υγεία και ευεξία.

Αυτό το άρθρο είναι μέρος μιας σειράς αναρτήσεων, που εξετάζουν την παρέμβαση στα ψηφιακά δικαιώματα μέσω αποκλεισμών και περαιτέρω κατά την πανδημία COVID-19 σε εννέα αφρικανικές χώρες: Ουγκάντα, Ζιμπάμπουε, Μοζαμβίκη, Αλγερία, Νιγηρία, Ναμίμπια, Τυνησία, Τανζανία και Αιθιοπία. Το έργο χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ψηφιακών Δικαιωμάτων της Αφρικής [23] της Συνεργασίας για τη Διεθνή Πολιτική ΤΠΕ για την Ανατολική και Νότια Αφρική (CIPESA [24]).