Στα νοτιοδυτικά της Κολομβίας, στο Ποπαγιάν, την πρωτεύουσα της επαρχίας Κάουκα, οι φοιτητές έστησαν έναν ανθρωπιστικό καταυλισμό κοντά στο δημόσιο νοσοκομείο τον Μάιο ως μια λαϊκή απάντηση στην καταστολή ενάντια σε διαδηλωτές σε μια εθνική απεργία, που ξεκίνησε στις 28 Απριλίου. Τεράστια αυτοσχέδια υφασμάτινα πανό καλωσορίζουν τους επισκέπτες, ενώ η εθνική απεργία της Κολομβίας σηματοδοτεί έναν μήνα αντικυβερνητικών διαδηλώσεων.
Η Sofía Preciado, ένα από τα μέλη του καταυλισμού, δήλωσε στο Global Voices ότι ο καταυλισμός γεννήθηκε από αναγκαιότητα λόγω της καταστολής από την αστυνομία και τις ειδικές δυνάμεις για τον έλεγχο των ταραχών (ESMAD, το ακρωνύμιο στα ισπανικά). Είπε ότι οι τραυματίες δεν είχαν ασφαλές μέρος για διαμονή και δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους λόγω τραυματισμών και του κινδύνου να τραυματιστούν ξανά τη νύχτα κατά τη διάρκεια της απεργίας. Ένα υγειονομικό σώμα τους περιθάλπει και τους παραπέμπει στο νοσοκομείο, όταν χρειάζεται.
Από την έναρξη των διαδηλώσεων τον Απρίλιο, οι διαδηλωτές αντιμετωπίστηκαν με βία από τις αστυνομικές δυνάμεις. Περισσότεροι από 60 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Στο Ποπαγιάν, ο Sebastián Quintero Mnera φέρεται ότι σκοτώθηκε από βόμβα αναισθητοποίησης, που έριξαν οι ESMAD.
Ο Preciado σπουδάζει ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Κάουκα. Αλλά στον καταυλισμό, είναι μέλος της επιτροπής διοικητικής μέριμνας. Άλλοι φοιτητές φροντίζουν για το μαγείρεμα, την ασφάλεια, τον καθαρισμό και τη νοσηλεία για να εγγυηθούν την ορθή λειτουργία του καταυλισμού, ενώ το πανεπιστήμιό τους παραμένει κλειστό λόγω απεργίας.
Ο καταυλισμός είναι γεμάτος αντίσκηνα. Οι πινακίδες στους τοίχους υπαινίσσονται την απεργία και την εθνική αντίσταση. Μερικά σκυλιά τρέχουν τριγύρω, ενώ οι φοιτητές φτιάχνουν πρωινό και μεσημεριανό στο μαγειρείο (olla comunitaria). Το φαγητό εξασφαλίζεται από δωρεές και το μοιράζονται με γείτονες.
Ο καταυλισμός εξυπηρετούσε αρχικά φοιτητές διαδηλωτές, αλλά αργότερα διαφορετικές κοινωνικές ομάδες μπήκαν στο χώρο. Ο Johny Obando, ένας άλλος φοιτητής και μέλος αυτού του καταυλισμού, εξήγησε στην Global Voices ότι:
Η απεργία ανήκει στην κοινωνία, στους ανθρώπους, στις γειτονιές. Το Πανεπιστήμιο πρέπει να πλησιάσει την κοινωνία για να τη μεταμορφώσει. Το Πανεπιστήμιο πρέπει να βαδίσει προς την κοινότητα. Εδώ, έχουμε ανθρώπους από διαφορετικές κοινωνικές οργανώσεις, αγρότες, μέλη ΛΟΑΤΚ και άστεγους, όλοι ενωμένοι επιδιώκοντας μια μεταμόρφωση.
Ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι ο Bremmen Hinestroza, καλλιτέχνης που συμμετείχε σε αρκετές διαδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένης της εθνικής απεργίας στο Ποπαγιάν. Ο Hinestroza μιλά εκ μέρους των άστεγων, της οικολογικής γειτονιάς του Σινά (μια περιοχή με κέντρο ανακύκλωσης και έναν κοινοτικό οπωρώνα), καθώς και μιας τοπικής σχολής ειρήνης, όπου έρχονται σε επαφή με ανθρώπους γύρω από κοινωνικά θέματα.
Πιστεύει ότι η τέχνη είναι κρίσιμη για τις διαδηλώσεις:
Η τέχνη παίζει σημαντικό ρόλο, γιατί προστατεύει τη ζωή όσων στιγματίζονται. Στέλνει ένα μήνυμα ότι δεν είμαστε βάνδαλοι, είμαστε οργανωμένοι και απαιτούμε τα δικαιώματά μας. Είναι ένας ειρηνικός τρόπος διαμαρτυρίας και ένα χρήσιμο κανάλι παιδαγωγικής.
Ο καταυλισμός βρίσκεται κοντά σε ένα φανάρι, όπου μιλούν με άτομα στα αυτοκίνητα, που σταματούν λόγω κίνησης. Ο Jesús Velasco, φοιτητής μηχανικός, εξηγεί:
Εξηγούμε στους ανθρώπους ότι συνεχίζουμε να απεργούμε ενάντια στην εργατική μεταρρύθμιση, τη στρατιωτικοποίηση ορισμένων περιοχών στη χώρα και υπέρ της δημόσιας εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων λόγων.
Οι φοιτητές κοιμούνται εκεί και ξυπνούν στις 6 π.μ. καθημερινά για να οργανώνουν δραστηριότητες όπως συναθροίσεις, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, χορευτικές παραστάσεις και προβολές ταινιών. Οι άνθρωποι φέρνουν δωρεές και, ειδικά, μηνύματα ευγνωμοσύνης για την ακούραστη προσπάθειά τους. Οι γείτονές τους έγραψαν σε χειροποίητες αφίσες “ήρωες” προς τιμήν τους.
Στις 22 Μαΐου, οι φοιτητές διαδήλωσαν εναντίον της κυβέρνησης φωνάζοντας συνθήματα υπέρ της απεργίας και της ανάγκης να απαιτήσουν περαιτέρω αλλαγές. Βάδισαν μερικά τετράγωνα μακριά από τον καταυλισμό.
Μια ιστορία φοιτητικής καταστολής
Παρά τη γενική αποδοχή από την κοινότητα, εξακολουθούν να υπάρχουν ζητήματα ασφαλείας, όπως άτομα που τραβούν φωτογραφίες και τους παρακολουθούν απ’ έξω. Οι ανησυχίες τους για την ασφάλεια έχουν ιστορικές ρίζες στο φοιτητικό κίνημα.
Στις 8 Ιουνίου 1929, ο φοιτητής νομικής Gonzalo Bravo Pérez σκοτώθηκε στην Μπογκοτά από την αστυνομία μετά από μια διαμαρτυρία ενάντια στη σφαγή Μπανανέρας του 1928, μια σφαγή χιλιάδων απεργών για τα εργασιακά δικαιώματα από την αμερικανική εταιρεία United Fruit Company στα χέρια των κρατικών δυνάμεων. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, στις 8 Ιουνίου 1954, ο φοιτητής Uriel Gutiérrez και 11 από τους συμφοιτητές του σκοτώθηκαν από αστυνομικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον δικτάτορα Γκουστάβο Ρόχας Πινίγια, ενώ έκαναν πορεία για πανεπιστημιακές μεταρρυθμίσεις. Πάνω από τρεις δεκαετίες αργότερα, έξι νέοι κομουνιστές φοιτητές δολοφονήθηκαν στο Μεντεγίν στις 26 Δεκεμβρίου 1986, όταν ένοπλοι επιτιθέμενοι – που παραμένουν άγνωστοι – επιτέθηκαν στα γραφεία της οργάνωσης Κολομβιανής Κομουνιστικής Νεολαίας (JUCO).
Η βία, όμως, δεν είναι ζήτημα του παρελθόντος. Η κρατική καταστολή συμβαίνει κατά τη διάρκεια της απεργίας. Σε κοινό δελτίο Τύπου στις 9 Μαΐου, οι ΜΚΟ Radio Temblor και το Ινστιτούτο Ανάπτυξης και Ειρήνης (Indepaz) εξέφρασαν την ανησυχία τους για την καταστολή κατά της νεολαίας: “Στο Κάλι, 35 νέοι δολοφονήθηκαν, ενώ δεν υπήρξε ούτε μια ανθρωποκτονία μελών της Εθνικής Αστυνομίας”. Υποστηρίζουν ότι η αστυνομική βία, που συνήθως δικαιολογείται βάσει αυτοάμυνας, είναι επομένως υπερβολική.
Ο αριθμός των δολοφονιών, των σεξουαλικών επιθέσεων, των τραυματισμών και των εξαφανίσεων αυξάνεται. Το Radio Temblor και το Indepaz ανέφεραν 61 θανάτους αμάχων, 46 τραυματισμούς στα μάτια και 22 σεξουαλικές επιθέσεις και τον θάνατο δύο αστυνομικών ως τις 28 Μαΐου. Η Διαμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (IACHR) καταδίκασε την υπερβολική βία, που χρησιμοποίησαν οι ένοπλες δυνάμεις στο Κολομβία.
Αλλά ανεξάρτητα από τον κίνδυνο οργάνωσης και καθοδήγησης ενός κοινωνικού κινήματος, οι νέοι και οι φοιτητές είναι αφοσιωμένοι στην κολομβιανή κοινωνία. Η Sarah Klinger, 24χρονη φοιτήτρια πολιτικών επιστημών και μέλος της Κολομβιανής Ένωσης Φοιτητών Πανεπιστημίου, είναι μία εξ αυτών.
Δεν είναι η πρώτη της απεργία. Συμμετείχε ενεργά το 2018, όταν οι φοιτητές ηγήθηκαν άλλης μιας διαδήλωσης ζητώντας αύξηση του δημόσιου προϋπολογισμού για την τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά τη διακυβέρνηση του Ιβάν Ντούκε, του οποίου η διακυβέρνηση είχε ποσοστό απόρριψης 76%.
Η Klinger ανήκει σε μια οικογένεια, που ενθαρρύνει την εμπλοκή σε κοινωνικά ζητήματα και την υποστηρίζει παρά τους κινδύνους. Στις 12 Μαΐου, κρατήθηκε από την αστυνομία για λίγα λεπτά. Ισχυρίζεται ότι ο ρόλος της ως μέλους μιας ομάδας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που βοηθά όσους τραυματίζονται ή κρατούνται κατά τη διάρκεια διαδήλωσης, την βοήθησαν να αφεθεί ελεύθερη.
Καθώς γράφω το κείμενο αυτό, οι φοιτητές είναι στους δρόμους ενημερώνοντας την κοινωνία για την απεργία μέσω μουσικής, χορού, τεχνών, κοινοτικών συνελεύσεων και έντυπων φυλλαδίων. Μετά από δέκα χρόνια ακτιβισμού, η Klinger συλλογίζεται το έργο της:
Ανήκουμε στους ανθρώπους και ανταποκριθήκαμε στην έκκληση για μαζική κινητοποίηση. Χάρη στην ικανότητά μας να συζητούμε πολιτικά στο πανεπιστήμιο, έχουμε ένα τεράστιο καθήκον και πρέπει να αναλάβουμε ηγετικό ρόλο κατά την κινητοποίηση. Η έκκλησή μας είναι να είμαστε ενωμένοι. Είμαστε πρόθυμοι να μιλήσουμε για τα μονοπάτια της ενότητας. Γι’ αυτό δημιουργήσαμε αυτόν τον καταυλισμό.