- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Η Υεμένη σε αδιέξοδο: Bαθαίνει η κρίση ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Κατηγορίες: Υεμένη, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διακυβέρνηση, Διεθνείς Σχέσεις, Μέσα των πολιτών, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Γέφυρα

Ακτιβιστής μιλά σε γυναίκα με αναπηρία, ενώ τεκμηριώνει ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ταΐζ της Υεμένης. Φωτογραφία από την ομάδα Watch, χρησιμοποιείται με άδεια.

Οι τελευταίες ειρηνευτικές συνομιλίες στο Ομάν [1] κατέρρευσαν, και για τον πληθυσμό της Υεμένης, αυτό σημαίνει επιστροφή στο μηδέν. Οι κλιμακώσεις στο Μαρίμπ [2] έχουν επιδεινώσει τη δεινή ανθρωπιστική κατάσταση και τα δεινά των αμάχων σε μια σύγκρουση, που έχει εισέλθει στον έκτο χρόνο της.

Υπήρξε αισιοδοξία όταν, σε μια σημαντική μετατόπιση από την κυβέρνηση Τραμπ, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε [3] ότι ο πόλεμος έπρεπε “να τελειώσει” και ότι θα τερματίσει “κάθε αμερικανική υποστήριξη για επιθετικές επιχειρήσεις στον πόλεμο στην Υεμένη”. Πιο εύκολο, όμως, να το λες και πιο δύσκολο να το κάνεις. Για άλλη μια φορά, η σύγκρουση έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Τα όπλα μιλούν πιο δυνατά από τις πολιτικές διαπραγματεύσεις. Μια μεγάλη στρατιωτική επίθεση από τις δυνάμεις των Χούθι [4] στη στρατηγική πλούσια σε πετρέλαιο Μαρίμπ – την τελευταία επαρχία που ελέγχει ακόμη η αναγνωρισμένη κυβέρνηση στο βορρά – βρίσκεται σε εξέλιξη και τίποτα δεν φαίνεται να την εμποδίζει.

Η Υεμένη συχνά χαρακτηρίζεται θλιβερά ως η “χειρότερη ανθρωπιστική κρίση [5] στον κόσμο”. Η σύγκρουση που ξέσπασε το 2015 είχε καταστροφικές επιπτώσεις στον ήδη φτωχό πληθυσμό. Οι ανάγκες είναι τεράστιες και αμέτρητα μέσα ενημέρωσης έχουν δείξει σπαραχτικές εικόνες υποσιτισμένων παιδιών ή κακών συνθηκών διαβίωσης. Ωστόσο, αυτή η απάνθρωπη κατάσταση δεν είναι κάτι νέο για την Υεμένη.

Η χώρα βρίσκεται για δεκαετίες στην τελευταία θέση των περισσότερων διεθνών δεικτών [6], συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, των δικαιωμάτων των γυναικών και της ελευθερίας της έκφρασης. Πολύ πριν από τη σύγκρουση, μια μακρά δικτατορία είχε αποτρέψει την εμφάνιση του κράτους δικαίου και της ανάπτυξης. Η Υεμένη χαρακτηρίστηκε από υψηλό αναλφαβητισμό, ανεργία και κακές υποδομές. Συνέβαιναν μορφές κατάφωρων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων [7], συμπεριλαμβανομένης της εμπορίας ανθρώπων, του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων και των γάμων παιδιών.

Η αναλαμπή ελπίδας και ελευθερίας, που αποκτήθηκε στην Αραβική Άνοιξη [8] το 2011, έχει σχεδόν εξαλειφθεί από τον εμφύλιο πόλεμο. Οι αντάρτες Χούθι, που υποστηρίζονται από το Ιράν, έχουν εγκαταστήσει μια καταπιεστική θεοκρατία στο βορρά [9], όπου κατοικεί περίπου το 70% του πληθυσμού, ενώ η αναγνωρισμένη κυβέρνηση στο νότο – κατηγορούμενη για εκτεταμένη διαφθορά – [10]δεν έχει προσφέρει βασικές υπηρεσίες και χρηστή διακυβέρνηση.

Όλα τα μέρη είναι εχθρικά προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και “δεν δείχνουν κανέναν σεβασμό στο διεθνές δίκαιο ή τη ζωή, την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα του λαού της Υεμένης”, αναφέρεται σε δήλωση, [11] που συνοδεύει μια έκθεση του 2020 από μια ομάδα διεθνών και περιφερειακών εμπειρογνωμόνων. “Μια πανδημία ατιμωρησίας σε μια βασανισμένη γη” είναι ο τίτλος της τρίτης έκθεσης των Ηνωμένων Εθνών, που τεκμηριώνει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Υεμένη. Σύμφωνα με την έκθεση: [12] “Η κλίμακα και η φύση των παραβιάσεων πρέπει να σοκάρουν τη συνείδηση ​​της ανθρωπότητας. Ωστόσο, πολύ συχνά η Υεμένη είναι η ξεχασμένη σύγκρουση”.

Η Ομάδα Επιφανών Εμπειρογνωμόνων  [13]@ΟΗΕ [14] δημοσίευσε μια ολοκληρωμένη έκθεση σχετικά με την κατάσταση των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στην #Υεμένη [15].

Αναφέρει αναλυτικά πώς ο Καναδάς, η Γαλλία, το Ιράν, το Ηνωμένο Βασίλειο + οι ΗΠΑ έχουν διαιωνίσει τη σύγκρουση συνεχίζοντας να προμηθεύουν τα μέρη με όπλα. 

Ο πόλεμος έχει βυθίσει το ήδη φτωχό, κλειστό έθνος σε περαιτέρω χάος και ανομία, κάνοντας τις γυναίκες και τους νέους πιο ευάλωτους σε πολλαπλές μορφές εκμετάλλευσης και κακοποίησης [19]. Ο πληθυσμός ζει σε κλίμα φόβου και ανασφάλειας εξαιτίας των βομβαρδισμών και των κατασταλτικών τοπικών αρχών. Ο Kamel Jendoubi, ένας από τους εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ, ανέφερε [20] ότι “η Υεμένη παραμένει μια βασανισμένη γη, με τους λαούς της να ερημώνονται με τρόπους, που θα έπρεπε να συγκλονίσουν τη συνείδηση ​​της ανθρωπότητας”.

Μια διάχυτη κουλτούρα ανευθυνότητας διαιωνίζει τον κύκλο της ατιμωρησίας και της βίας. Οι δυνάμεις του συνασπισμού υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας πραγματοποίησαν πολυάριθμες αεροπορικές επιδρομές, που σκότωσαν και τραυμάτισαν αδιάκριτα πολίτες [21]. Εφόσον έχει εξαφανιστεί κάθε όψη κράτους δικαίου και δικαιοσύνης, οι ένοπλες φυλετικές ομάδες διατηρούν τον τοπικό νόμο και την τάξη διά της βίας. Έχουν υπάρξει πολλές αναφορές για αυθαίρετες κρατήσεις [22], βασανιστήρια και εξώδικες εκτελέσεις.

Η κλίμακα της βίας είναι πιθανό να είναι υψηλότερη [23] λόγω των ανεπαρκών δημοσιογραφικών ρεπορτάζ. Οι αντιφρονούσες και προοδευτικές φωνές λογοκρίνονται ή, λόγω κοινωνικής πίεσης, αυτολογοκρίνονται. Με τις οικογένειες να ωθούνται βαθύτερα στη φτώχεια, οι γονείς παντρεύουν τις κόρες τους νωρίτερα και τα παιδιά αναγκάζονται να εργαστούν ή να σταλούν στο πεδίο της μάχης. Η βία κατά των γυναικών, η οποία ήταν ήδη ευρέως διαδεδομένη, αυξήθηκε εκθετικά, συμπεριλαμβανομένων της ενδοοικογενειακής και σεξουαλικής βίας, των απαγωγών και της καταναγκαστικής εργασίας.

Ακτιβιστής καταγράφει ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πόλη Ταΐζ στην Υεμένη. Φωτογραφία από την ομάδα Watch, χρησιμοποιείται με άδεια

Τα ανθρώπινα δικαιώματα σε αναμονή

Ο πόλεμος όχι μόνο έχει επιδεινώσει την καθημερινή ζωή και έχει εξαντλήσει τους μηχανισμούς αντιμετώπισης, αλλά έχει θέσει και τα ανθρώπινα δικαιώματα σε αναμονή. Η κατάρρευση της οικονομίας [24] και το κατασταλτικό περιβάλλον έχει προκαλέσει το κλείσιμο τοπικών ΜΜΕ και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, που υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Υπό παρενοχλήσεις και επιθέσεις, πολλοί Υεμένιοι δημοσιογράφοι και ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων έφυγαν στην εξορία [25], ενώ πολλοί που έμειναν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το επάγγελμα. Αρκετοί έχουν μετατοπίσει την εστίασή τους από το ρεπορτάζ και την υπεράσπιση στο ανθρωπιστικό έργο. Η Dawla, ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μου είπε:

Παλεύαμε να επιβιώσουμε πριν από τον πόλεμο και όλα ήταν μια πρόκληση. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι θα μπορούσε να χειροτερέψει. Από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος, όλα έχουν καταρρεύσει. Τώρα υπάρχουν ακόμα περισσότερα παιδιά στους δρόμους και μάχονται, νεαρές γυναίκες που ζητιανεύουν και παντρεύονται πολύ μικρές, ακτιβιστές παρενοχλούνται και δεν διαθέτουν πόρους.

Συνέχισε:

Κάποτε ήμουν δημοσιογράφος, αλλά τα τοπικά ΜΜΕ δεν μπορούν να πληρώσουν τους δημοσιογράφους. Πολλοί έχουν φύγει, κυρίως γυναίκες. Η κατάσταση είναι τόσο άσχημη, που άρχισα να προσφέρω εθελοντικά σε μια τοπική οργάνωση για να παρέχω βοήθεια σε φτωχές οικογένειες.

Από τότε προσλήφθηκα από τον οργανισμό, ώστε να μπορώ τουλάχιστον να στηρίξω την οικογένειά μου. Αλλά δεν έχω πια χρόνο για δημοσιογραφία και ειδήσεις.

Η μετεγκατάσταση του σπάνιου ειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα της βοήθειας είναι υποπροϊόν της σύγκρουσης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ανθρωπιστικός τομέας είναι ο χώρος, όπου βρίσκεται χρηματοδότηση και αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Η Υεμένη, η μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο, υποχρηματοδοτείται [26] και οι διεθνείς χορηγοί είναι πιο πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν βοήθεια παρά προγράμματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα διεστραμμένο αποτέλεσμα, που υποστηρίζει βραχυπρόθεσμες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και όχι μακροπρόθεσμες προσπάθειες ειρήνης και συμφιλίωσης, που θα έθεταν το έδαφος για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Η βοήθεια έχει επικριθεί ότι συμβάλλει στην πυροδότηση της σύγκρουσης. Ακόμη χειρότερα, όλα τα μέρη έχουν κατηγορηθεί για παρεμπόδιση ή εκτροπή ανθρωπιστικών επιχειρήσεων. Ορισμένες υπηρεσίες βοήθειας αναγκάστηκαν να αναστείλουν προσωρινά τα προγράμματά τους στο βορρά λόγω διαφθοράς [27].

Νέα στρατηγική για τον τερματισμό της σύγκρουσης

Όπως έχουν δείξει άλλες συγκρούσεις, δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη. Για να τερματιστεί η σύγκρουση, που έχει αποδεκατίσει τον πληθυσμό, οι ειδικοί του ΟΗΕ προέτρεψαν το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να διασφαλίσει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Υεμένη βρίσκονται ψηλά στην ημερήσια διάταξη. Όπως  τόνισε ο Jendoubi: [11] “Η διεθνής κοινότητα έχει ευθύνη να θέσει τέλος σε αυτήν την πανδημία ατιμωρησίας και δεν πρέπει να κλείνει τα μάτια στις κατάφωρες παραβιάσεις. Μετά από χρόνια τεκμηρίωσης των τρομερών αποδόσεων αυτού του πολέμου, κανείς δεν μπορεί να πει: “Δεν ξέραμε τι συνέβαινε στην Υεμένη”. Η λογοδοσία είναι το κλειδί για να διασφαλιστεί ότι αποδίδεται δικαιοσύνη στον λαό της Υεμένης και στην ανθρωπότητα”.

Οι στρατιωτικές ενέργειες απέτυχαν. Ο τερματισμός ενός πολέμου, που περιχαρακώνεται σε ένα περίπλοκο περιφερειακό γεωπολιτικό αδιέξοδο, απαιτεί μια νέα στρατηγική με έμφαση στη διπλωματία έναντι των όπλων, με τα ανθρώπινα δικαιώματα ψηλά στην ατζέντα.