Το πρόσφατα δημοσιευμένο έγγραφο στρατηγικής της ρωσικής κυβέρνησης για την ανάπτυξη του υδρογόνου ως ενεργειακής πηγής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σημείο καμπής στην ενεργειακή βιομηχανία της Ρωσίας. Ταυτόχρονα, το έγγραφο φέρει ένα οικείο μήνυμα: καθώς ο κόσμος σταδιακά απομακρύνεται από την χρήση άνθρακα, η Ρωσία διστάζει να χάσει το καθεστώς της ως ενεργειακής υπερδύναμης. Χωρίς πρόθεση περιορισμού της παραγωγής των πόρων πετρελαίου και φυσικού αερίου, η Ρωσία θέλει να γίνει κυρίαρχος παγκόσμιος εξαγωγέας νέου καυσίμου: του υδρογόνου.
Συγκεκριμένα, μέσω της ανάπτυξης αυτού του νέου ενεργειακού φορέα, η Ρωσία προβλέπει την εξαγωγή έως και 50 εκατομμυρίων τόνων υδρογόνου έως τα μέσα του αιώνα, φέρνοντας επιπλέον 23-100 δισεκατομμύρια δολάρια στον ετήσιο προϋπολογισμό. Πιο φιλόδοξα, η χώρα σκοπεύει να καταλάβει έως και το 20% της εδραιωμένης παγκόσμιας αγοράς υδρογόνου. Αν και, στα χαρτιά, αυτό μπορεί να μοιάζει με εφικτό στόχο, ο δρόμος της Ρωσίας προς μια νέα ενεργειακή κυριαρχία μπορεί να είναι ανώμαλος.
Ένα ευέλικτο εργαλείο
Χαρακτηριζόμενο από κάποιους ως το “πασπαρτού” των καυσίμων, το υδρογόνο είναι μοναδικό από πολλές απόψεις. Ως το πιο άφθονο στοιχείο του σύμπαντος, δε θα είναι ποτέ σε έλλειψη. Μπορεί να μετατρέψει μια μορφή ενέργειας (ηλεκτρική) σε άλλη (χημική), να την αποθηκεύσει για μεγάλο χρονικό διάστημα και να μεταφερθεί εκεί που χρειάζεται. Το πιο αξιοσημείωτο, όμως, είναι ότι δεν εκπέμπει διοξείδιο του άνθρακα, όταν καίγεται. Στην πραγματικότητα, παράγει μόνο νερό ως υποπροϊόν.
Αυτοί είναι μόνο μερικοί από τους λόγους, για τους οποίους πολλοί από τους πιο προοδευτικούς υπογράφοντες στον κόσμο της Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή έχουν ήδη υιοθετήσει στα εθνικά τους πλαίσια την ανάπτυξη υδρογόνου, ξεκινώντας από την Ιαπωνία το 2017 και τη Νότια Κορέα, τη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία το 2019. Η Νορβηγία, η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες ήταν από τα πρώτα ευρωπαϊκά έθνη, που δημοσίευσαν τις δικές τους στρατηγικές το 2020. Ακολουθώντας αυτές τις προσπάθειες, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε τη στρατηγική υδρογόνου τον Ιούλιο του 2020.
Θεωρώντας το υδρογόνο ως βασικό στοιχείο στην ενοποίηση των ενεργειακών τομέων της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει ότι αυτό το καύσιμο είναι “απαραίτητο προς υποστήριξη της δέσμευσης της ΕΕ για ουδετερότητα άνθρακα”. Έχοντας αυτό κατά νου, έθεσε έναν φιλόδοξο στόχο 40 gW ηλεκτρολυτικής ικανότητας (χρήση ηλεκτρικής ενέργειας για να χωριστεί το νερό στα συστατικά του, υδρογόνο και οξυγόνο) εντός της Ευρώπης έως το 2030 για την παραγωγή “ανανεώσιμου” ή “πράσινου” υδρογόνου, το οποίο θεωρείται ως τελική προτεραιότητα.
Ταυτόχρονα, έχοντας επίγνωση των τεχνολογικών και οικονομικών περιορισμών, που σχετίζονται με μια τόσο ολοκληρωμένη μετατόπιση των ενεργειακών βιομηχανιών του μπλοκ, η ΕΕ αναγνωρίζει ότι άλλες φθηνότερες και πιο διαθέσιμες μορφές υδρογόνου “χαμηλών εκπομπών άνθρακα” (τόσο εγχώριας παραγωγής όσο και εισαγωγών) πρέπει να παίξουν έναν ρόλο “βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα”.
Ευκαιρίες και παγίδες
Δεδομένου ότι η ΕΕ είναι μία από τις βασικές εξαγωγικές αγορές για τη ρωσική ενεργειακή βιομηχανία, η απώλεια ενός τόσο σημαντικού εταίρου στη μάχη της ενεργειακής μετάβασης δε θεωρείται ως επιλογή από το Κρεμλίνο. Αν και η “ιδέα” της κυβέρνησης περί υδρογόνου, όπως τιτλοφορείται το έγγραφο, δηλώνει ως στόχο την επιδίωξη του “πράσινου” υδρογόνου, βραχυπρόθεσμα, η Ρωσία δε θα είναι τεχνικά σε θέση να προμηθεύσει υδρογόνο μηδενικού άνθρακα στην ΕΕ, κυρίως λόγω του ασήμαντου μεριδίου ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην εθνική παραγωγή ενέργειας. Ταυτόχρονα, η βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη αβεβαιότητα σχετικά με τις προμήθειες υδρογόνου “χαμηλών εκπομπών άνθρακα” στην Ευρώπη δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιριών για τον ρωσικό ενεργειακό τομέα, παραδοσιακά ισχυρό σε υδρογονάνθρακες και πυρηνικά.
Ειδικότερα, καθώς ο ακριβής ορισμός των κατάλληλων τύπων υδρογόνου “χαμηλών εκπομπών άνθρακα” για την ΕΕ δεν έχει ακόμη συμφωνηθεί, η πιθανή χρωματική παλέτα υδρογόνου για την ευρωπαϊκή αγορά θα υπερβεί πιθανώς το πράσινο. Το μελλοντικό φάσμα πιθανότατα θα περιλαμβάνει “μπλε” (υδρογόνο με βάση ορυκτά καύσιμα), “μοβ” (που παράγονται από ηλεκτρολύτες με πυρηνική ενέργεια) και “τιρκουάζ” (που παράγεται από πυρόλυση μεθανίου).
Ταυτόχρονα, για να επωφεληθεί πλήρως από αυτήν την πιθανή ευκαιρία, η Ρωσία θα χρειαστεί να αναδιαμορφώσει σημαντικά το ενεργειακό της περιβάλλον. Για παράδειγμα, για την πλήρη ανάπτυξη του “μπλε” υδρογόνου, η Gazprom και η Novatek – οι δύο εξαγωγείς φυσικού αερίου της χώρας – θα πρέπει να επενδύσουν στη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCS). Αν και φαίνεται ότι ενδιαφέρονται και οι δύο, κανένα σημαντικό έργο CCS μεγάλης κλίμακας δεν έχει ξεκινήσει ακόμη στη Ρωσία. Στη συνέχεια, υπάρχει το ζήτημα της παράδοσης αυτής της μορφής υδρογόνου σε μεγάλες αποστάσεις στους τελικούς χρήστες, ένα δίλημμα που θα πρέπει επίσης να λυθεί.
Ομοίως, με το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη πυρόλυσης μεθανίου, η Gazprom εξέφρασε την πρόθεσή της να παράγει “τιρκουάζ” υδρογόνο δυνητικά κοντά στην τελική αγορά. Με αυτό κατά νου, η εταιρεία έχει ήδη διεξάγει διαπραγματεύσεις με διεθνείς εταίρους όπως η Γερμανία. Ενώ αυτό θα μειώσει δραματικά το κόστος παραγωγής, δεν είναι ακόμη σαφές εάν η ΕΕ θα είναι πρόθυμη να αντιμετωπίσει τη χρήση ρωσικού μεθανίου για την παραγωγή καυσίμου υδρογόνου στην επικράτειά της και, το πιο σημαντικό, όταν αυτή η τεχνολογία τελικάθα εμπορευματοποιηθεί.
Μια άλλη γιγαντιαία ρωσική ενεργειακή εταιρεία, το πυρηνικό μονοπώλιο Rosatom, έχει δηλώσει την πρόθεσή της να αναπτύξει “μοβ” υδρογόνο. Η Rosatom έχει ήδη προβάλει φιλόδοξα σχέδια για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και πιθανότατα θα εξετάσει και την ανάπτυξη υδρογόνου μηδενικού άνθρακα. Εδώ, ωστόσο, η ίδια αβεβαιότητα των μεταφορών μεγάλων αποστάσεων φαίνεται να αποτελεί εμπόδιο.
Εννοιολογικές δυσκολίες
Αν και η ρωσική στρατηγική υδρογόνου είναι το πιο πρόσφατο και λεπτομερές δημόσια διαθέσιμο έγγραφο για τη σκέψη του Κρεμλίνου για το υδρογόνο, απέχει πολύ από το να αλλάξει δραματικά τους κανόνες του παιχνιδιού στον ενεργειακό τομέα της χώρας. Στην πραγματικότητα, όπως και πολλά άλλα παρόμοια έγγραφα, που υποτίθεται ότι θα οδηγήσουν την ανάπτυξη της ρωσικής ενεργειακής βιομηχανίας, φαίνεται να είναι αντιδραστικά και όχι προδραστικά, καθώς εγκρίθηκε περισσότερο από ένα χρόνο, αφότου οι βασικοί ενεργειακοί εταίροι της χώρας διαμόρφωσαν τις δικές τους στρατηγικές υδρογόνου.
Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι η ιδέα στηρίζεται σαφώς σε εξαγωγές και δεν αναφέρει σημαντικά βήματα για την ανάπτυξη εγχώριας ζήτησης υδρογόνου μεγάλης κλίμακας, που δεν θα σχετίζεται με εξαγωγικές δραστηριότητες. Εδώ, η έλλειψη εσωτερικής ζήτησης για υδρογόνο μεταξύ των βιομηχανιών, των επιχειρήσεων και του πληθυσμού της χώρας είναι ένας παράγοντας, που μπορεί να κάνει τη βιομηχανία υδρογόνου της Ρωσίας ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως οι αλλαγές στις προτιμήσεις τύπου υδρογόνου στις αγορές-στόχους.
Για παράδειγμα, με την ταχεία συσσώρευση του “πράσινου” δυναμικού υδρογόνου της ΕΕ, το ρωσικό υδρογόνο “χαμηλών εκπομπών άνθρακα” ενδέχεται τελικά να βρεθεί εκτός ευρωπαϊκής αγοράς. Εναλλακτικά, σε ακόμη πιο στενή προοπτική, ο ευρωπαϊκός συνοριακός φόρος άνθρακα θα μπορούσε ενδεχομένως να ελαχιστοποιήσει το πλεονέκτημα κόστους των διαφόρων χρωμάτων των ρωσικών καυσίμων υδρογόνου. Ως αποτέλεσμα, ο νεόδμητος τομέας υδρογόνου της χώρας μπορεί να αποδειχθεί ανίκανος να εξυπηρετήσει πλήρως τον σκοπό του και να δημιουργήσει τα αναμενόμενα έσοδα.
Τέλος, ακόμη και χωρίς σημαντικές ανατροπές στη μελλοντική παγκόσμια αγορά υδρογόνου, η νέα ρωσική ιδέα περί υδρογόνου μπορεί να παραμείνει στα χαρτιά, εάν η χώρα δεν αναπτύξει τις εξαγωγικές της δυνατότητες, όπως είχε προγραμματιστεί. Εδώ, δεδομένης της τρέχουσας απελπιστικής ανάγκης για ξένες τεχνολογίες σε πολλά τμήματα του ενεργειακού τομέα της Ρωσίας, η επίτευξη των δηλωθέντων στόχων από μόνη της είναι απίθανο να είναι εφικτή. Αυτό φαίνεται ακόμη πιο αμφίβολο στο δυσμενές περιβάλλον των διεθνών κυρώσεων, όταν η διασυνοριακή συνεργασία μεγάλης κλίμακας στους περισσότερους τομείς αμφισβητείται συνεχώς.