- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Η παρακμή της οξιτανικής γλώσσας: Αποτυχία πολιτιστικών πρωτοβουλιών ή εγκατάλειψη από το κράτος;

Κατηγορίες: Δυτική Ευρώπη, Γαλλία, Γλώσσα, Διαδηλώσεις, Διακυβέρνηση, Εθνότητα & φυλή, Λογοτεχνία, Μέσα των πολιτών, Τέχνες - Πολιτισμός, Τοπικά

Στιγμιότυπο από βίντεο στο YouTube [1] που εξηγεί την ιστορία και την τωρινή έκταση της οξιτανικής γλώσσας.

Από τις είκοσι και κάτι λεγόμενες περιφερειακές γλώσσες που ομιλούνται στη μητροπολιτική Γαλλία, έξι ταξινομούνται υπό τον τίτλο Οξιτανικές ή Λανγκντόκ [2]. Παρά το γεγονός ότι ομιλούνται από πάνω από μισό εκατομμύριο ανθρώπους και υποστηρίζονται από εκπαιδευτικές, μιντιακές και πολιτιστικές δράσεις, τα οξιτανικά περνούν μια μείωση στον αριθμό των ομιλητών τους. Τις πταίει;

Η οξιτανική γλώσσα (προφέρεται “outsita” από τους ομιλητές της) οφείλει το όνομά της από έναν διαχωρισμό στις ρομανικές γλώσσες, που προέρχεται από τα λατινικά με βάση την προφορά της λέξης “ναι” (“oui” στα σύγχρονα γαλλικά) κατά μήκος μιας γραμμής, που χωρίζει τη Γαλλία στα δύο. Στα βόρεια, το “ναι” παίρνει τη μορφή της λέξης “oïl [3]“, ενώ στα νότια γίνεται “oc”, δημιουργώντας τους όρους “λανγκντόκ”» και “οξιτανικά”, που χρησιμοποιούνται επίσης για να περιγράψουν τη γεωγραφική και πολιτιστική ζώνη της Οξιτανίας, που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Γαλλίας.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η οξιτανική ως γραπτή γλώσσα ανάγεται στον 10ο αιώνα και η γλώσσα λειτουργούσε ως λογοτεχνική, δικαστική και προφορική γλώσσα [4] μέχρι τον 18ο αιώνα. Από τον 19ο αιώνα και μετά, γίνεται κυρίως μια προφορική γλώσσα, η οποία παραμένει κυρίαρχη γλώσσα του πληθυσμού της Οξιτανίας, πολλοί από τους οποίους δε γνωρίζουν γαλλικά.

Ποιος μιλά οξιτανικά σήμερα;

Ο αριθμός των ομιλητών της οξιτανικής γλώσσας υπόκειται σε διάφορες ερμηνείες, αντανακλώντας διαφορετικούς ορισμούς της γνώσης και χρήσης μιας γλώσσας.

Σήμερα, οι εκτιμήσεις ποικίλουν [5]: μια γλωσσική έρευνα [6] που πραγματοποιήθηκε το 2020 μεταξύ 8.000 ατόμων σε μια ευρεία περιοχή της Οξιτανίας από την Υπηρεσία Οξιτανικής Γλώσσας [7], δημόσιο φορέα που δημιουργήθηκε το 2016 και καλύπτει 22 διαμερίσματα (γαλλικές κομητείες), δείχνει ότι, κατά μέσο όρο, το 7% του πληθυσμού μιλάει οξιτανικά. Αυτός ο πληθυσμός αντιπροσωπεύει περισσότερους από μισό εκατομμύριο [8] ομιλητές.

Σήμερα, έξι κύριες παραλλαγές των οξιτανικών διακρίνονται ανάλογα με την περιοχή, όπου έχουν τους περισσότερους ομιλητές τους: γασκώνικα, λανγκεντόκ, προβενσάλ, ωβέρνικα, λιμουζέν και βιβαρο-αλπέν.

Εκτός Γαλλίας, δύο χώρες αναγνωρίζουν την οξιτανική ως νόμιμη περιφερειακή επίσημη γλώσσα: η Ισπανία στην περιοχή της Κοιλάδας της Αράν [9] και η Ιταλία στις οξιτανικές κοιλάδες [10] του Πιεμόντε και της Λιγουρίας. Το Μονακό αναφέρει επίσης 15% ομιλητές οξιτανικών. [11]

Στη Γαλλία, ο μέσος ομιλητής οξιτανικών είναι άνδρας, 66 ετών, που ζει στην ύπαιθρο και χρησιμοποιεί τη γλώσσα κυρίως εντός της οικογένειας και μεταξύ φίλων και γειτόνων. Περισσότερες λεπτομέρειες από αυτήν την έρευνα είναι διαθέσιμες σε αυτό το βίντεο στο YouTube:

Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν πιστεύεται ότι έχουν απομείνει μονογλωσσικοί ομιλητές οξιτανικών. Οι ομιλητές της γλώσσας μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: έναν πληθυσμό ηλικίας άνω των 60 ετών, που μιλάει οξιτανικά, επειδή η γλώσσα έχει μεταδοθεί μέσω της οικογένειας, και μια δεύτερη ομάδα, η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί ως Νεο-Οξιτανοί, που μαθαίνουν τη γλώσσα σε οξιτανικά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και των οποίων οι γονείς και τα μέλη της οικογένειας δεν μιλούν πάντα οξιτανικά.

Όσον αφορά τη σχολική εκπαίδευση, η Οξιτανία περιέχει αρκετά οξιτανικά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που ονομάζονται Calandreta [12]. Τα οξιτανικά προσφέρονται επίσης ως προαιρετικό μάθημα [13] στα σχολεία και διδάσκονται στα πανεπιστήμια, [14] όπου είναι δυνατόν να αποκτήσεις ανώτερο πτυχίο στην οξιτανική γλώσσα και πολιτισμό.

Σε επίπεδο ΜΜΕ, υπάρχουν τα ακόλουθα: ένα τηλεοπτικό κανάλι στην οξιτανική γλώσσα, το OcTele [15], πολλοί ραδιοφωνικοί [16] σταθμοί, γενικά δίγλωσσοι στα οξιτανικά και γαλλικά, και μια σειρά από περιφερειακές ιστοσελίδες πληροφόρησης [17] στην οξιτανική γλώσσα. Ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης είναι ουσιαστικός [18], καθώς επικυρώνει μια γλώσσα και συμβάλλει στη μετάδοσή της στις μελλοντικές γενιές, “παντρεύοντας” τη γλώσσα με τη νεωτερικότητα και τον ψηφιακό πολιτισμό.

Ο πολιτισμός είναι ένα μέσο αφενός για τη διατήρηση της κληρονομιάς του παρελθόντος, ενώ, αφετέρου, για την αποφυγή της μείωσής της σε λαογραφική ή μουσειακή έκθεση. Υπό αυτή την έννοια, ο οξιτανικός κόσμος έχει το πλεονέκτημα πολλών πολιτιστικών ιδρυμάτων, που παίζουν το ρόλο τους στο κύρος της γλώσσας: λογοτεχνικές ακαδημίες όπως αυτή του Jeux Floraux [19], που χρονολογείται από το 1694, το ίδρυμα Félibrige [20], που χρονολογείται από το 1854, το Μόνιμο Συνέδριο Οξιτανικής Γλώσσας [21], η Υπηρεσία Οξιτανικής Γλώσσας, που αναφέρθηκε ήδη, και Οξιτανοί εκδότες [22].

Ορισμένες από αυτές τις πρωτοβουλίες, όπως ορισμένα μέσα ενημέρωσης, επωφελούνται από την οικονομική υποστήριξη του κράτους, ενώ άλλες είναι ιδιωτικές.

Μια γλώσσα που παραμένει απειλούμενη

Όλες οι παραπάνω πρωτοβουλίες είναι θετικές και μαρτυρούν ένα ορισμένο επίπεδο ανανέωσης, ωστόσο ένα γεγονός παραμένει αδιαμφισβήτητο: ο αριθμός των ομιλητών συνεχίζει να μειώνεται. [23] Δεν φαίνεται να φταίει η έλλειψη πολιτιστικών πρωτοβουλιών.

Το φαινόμενο της παρακμής σχετίζεται φυσικά με τη γήρανση των παραδοσιακών οξιτανόφωνων, των οποίων η γενιά σταδιακά εξαφανίζεται. Αλλά το να περιορίσουμε το πρόβλημα σε μια καθαρά δημογραφική εξήγηση θα ήταν απλοϊκό.

Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολιτικοί παράγοντες εξίσου σημαντικοί. Ένας από τους κύριους λόγους είναι η επιβολή της γαλλικής, η οποία έχει δημιουργήσει για τρεις αιώνες τα δικαστικά επιχειρήματα για να αποτρέψει την εκτενέστερη χρήση των οξιτανικών. Έτσι, ήδη από το 1802 [24], απαγορευόταν να μιλάς οτιδήποτε άλλο εκτός από γαλλικά σε δημόσιο σχολείο. Αυτή η απαγόρευση ενισχύθηκε αργότερα με τιμωρίες και διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του '50, οπότε άρχισαν να διδάσκονται [25] ορισμένες περιφερειακές γλώσσες.

Η συζήτηση δεν έχει τελειώσει: μάρτυρας η τελευταία πολεμική μέχρι σήμερα σχετικά με τον λεγόμενο νόμο Μολάκ του 2021 [26] σχετικά με την διδασκαλία “ένταξης” (ως μειονοτική γλώσσα) στα δημόσια σχολεία, καθώς το κράτος παραμένει έντονα συνδεδεμένο με το άρθρο 2 του γαλλικού Συντάγματος, [27] το οποίο δηλώνει ότι “η γλώσσα της Δημοκρατίας είναι τα γαλλικά”.

Οι περιφερειακές γλωσσικές κοινότητες και οι εκπρόσωποί τους – ακτιβιστές και πολιτικά και πολιτιστικά πρόσωπα – προσφεύγουν μάταια στον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών [28]. Το Παρίσι αρνείται να επικυρώσει το χάρτη, παρόλο που τον έχει υπογράψει. Αυτή η επανειλημμένη υποψία για τις περιφερειακές γλώσσες εξηγεί τη δυσκολία προώθησης της εκτίμησης της οξιτανικής στις νεότερες γενιές και, ιδιαίτερα, σε ευρύτερη κλίμακα.

Έτσι, όπως εξηγεί ο Jean-Christophe Dourdet, ερευνητής στις οξιτανικές γλώσσες, σε ένα άρθρο του 2020: [29]

La question de la revitalisation des langues est avant tout une question sociolinguistique. Plutôt que de demander une reconnaissance officielle des langues, d’autres approches de « revitalisation » visent à revendiquer des droits linguistiques pour les locuteurs et groupes de locuteurs de ces langues. Cette approche ne fonctionne que s’il existe une conscience linguistique suffisante pour permettre une revendication de groupe. En France, les locuteurs des langues de France ne présentent en général qu’une très faible conscience linguistique étant donné qu’ils considèrent leurs idiomes comme des « patois » au sens d’objets dépréciés. Cette idée est le fruit de décennies de politiques linguistiques françaises niant toute diversité linguistique au profit du tout français comme langue universelle d’émancipation.

Το ζήτημα της αναζωογόνησης των γλωσσών είναι, πάνω απ’ όλα, ένα κοινωνιογλωσσικό ζήτημα. Αντί να απαιτούν επίσημη αναγνώριση των γλωσσών, άλλες προσεγγίσεις “αναζωογόνησης” επιδιώκουν να διεκδικήσουν γλωσσικά δικαιώματα για τους ομιλητές και τις ομάδες ομιλητών αυτών των γλωσσών. Αυτή η προσέγγιση λειτουργεί, μόνο εάν υπάρχει επαρκής γλωσσική συνείδηση για να στηρίξει μια ομαδική αξίωση. Στη Γαλλία, οι ομιλητές των γλωσσών της Γαλλίας γενικά παρουσιάζουν μόνο μια πολύ αδύναμη γλωσσική συνείδηση, ενόψει του γεγονότος ότι θεωρούν τα ιδιώματά τους ως “πατουά” με την έννοια των αντικειμένων χαμηλής αξίας. Αυτή η ιδέα είναι ο καρπός δεκαετιών γαλλικών γλωσσικών πολιτικών, που αρνούνται κάθε γλωσσική ποικιλομορφία προς όφελος και μόνο των γαλλικών ως παγκόσμιας γλώσσας χειραφέτησης.

Συνεπώς, η κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί προς την κατεύθυνση μιας ενεργητικής επανεκτίμησης μόνο στο πλαίσιο της κατηγορηματικής πολιτικής υποστήριξης, που δε θεωρεί τις περιφερειακές γλώσσες ως απειλή. Σε αυτό το θέμα, ο Ευρωπαϊκός Χάρτης είναι πολύ σαφής στον καθορισμό των στόχων του: [30]

The Charter is based on an approach that fully respects national sovereignty and territorial integrity. It does not conceive the relationship between official languages and regional or minority languages in terms of competition or antagonism. Development of the latter must not obstruct knowledge and promotion of the former. According to the Charter, each language has its rightful place.

Ο Χάρτης βασίζεται σε μια προσέγγιση, που σέβεται πλήρως την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα. Δεν αντιλαμβάνεται τη σχέση μεταξύ των επίσημων γλωσσών και των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών, όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Η ανάπτυξη των περιφερειακών γλωσσών δεν πρέπει να εμποδίζει τη γνώση και την προώθηση των επίσημων γλωσσών. Σύμφωνα με τον Χάρτη, κάθε γλώσσα έχει τη θέση, που της αξίζει.

Ο Τζέιμς Κόστα, Βρετανός ερευνητής που εργάζεται για τις οξιτανικές και σκωτσέζικες γλώσσες, μεταξύ άλλων, συνοψίζει την κατάσταση υπενθυμίζοντας ότι η ζήτηση για περισσότερα δικαιώματα για την οξιτανική γλώσσα εντοπίζεται σε ένα ανοιχτό όραμα στραμμένο προς το μέλλον: [31]

In that sense, language revitalisation isn’t about regenerating pre-existing groups, but about inventing new ones, on new terms, while drawing on a construction of those groups as timeless or ancient.

Υπό αυτή την έννοια, η αναζωογόνηση της γλώσσας δεν αφορά την αναγέννηση προϋπαρχουσών ομάδων, αλλά την εφεύρεση νέων, με νέους όρους, ενώ παράλληλα βασίζεται στην κατασκευή αυτών των ομάδων ως διαχρονικών ή αρχαίων.