Η οικογένεια δυσκολεύεται επίσης να πληρώνει τη φαρμακευτική αγωγή και τις θεραπείες του Felix. Ο Felix, μαθητής τρίτης δημοτικού, έχει εγκεφαλική παράλυση. Πριν από την πανδημία, η οικογένεια μπορούσε να πληρώνει τις θεραπείες του (συνολικά 152.000 ντραμ το μήνα, περίπου 307 δολάρια), εν μέρει λόγω της γενναιοδωρίας των τοπικών φιλανθρωπικών οργανώσεων και φιλάνθρωπων πολιτών.
Η συγκέντρωση όμως των απαραίτητων χρημάτων έγινε αδύνατη, από τότε που ξεκίνησε η πανδημία. Σήμερα η οικογένεια περιορίζεται στο μηνιαίο αναπηρικό επίδομα, που λαμβάνει από το κράτος ο Felix (περίπου 50 δολάρια).
Ενώ η έλλειψη εισοδήματος είναι μια συνεχής ανησυχία, η οικογένεια προσπαθεί επίσης να εξασφαλίσει ότι ο Felix και η μεγαλύτερη αδελφή του, η εννιάχρονη Donara, δεν θα μείνουν πίσω στο σχολείο μετά από μήνες απουσίας σε διαδικτυακά μαθήματα, αφού η οικογένεια δεν είχε υπολογιστή ή smartphone.
Η οικογένεια Avetisyan δεν είναι μόνη στον αγώνα επιβίωσης μετά την οικονομική κατάρρευση, που προκάλεσε η πανδημία. Εκτιμάται ότι 720.000 Αρμένιοι έπεσαν κάτω από το όριο φτώχειας εξαιτίας της πανδημίας (5,50 δολάρια το όριο της φτώχειας το 2011). Η οικονομία της Αρμενίας συρρικνώθηκε κατά 8% το 2020 λόγω του COVID-19 και των μέτρων αποκλεισμού, που επιβλήθηκαν για να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.
“Οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις του COVID-19 στην εργασία των νοικοκυριών και τα μη εργασιακά εισοδήματα θα μπορούσαν να αυξήσουν σημαντικά τα ποσοστά φτώχειας στην Αρμενία”, σημειώνει η Παγκόσμια Τράπεζα σε έκθεση, που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2021.
Η έκθεση διαπίστωσε ότι το ποσοστό φτώχειας θα μπορούσε να αυξηθεί από 33,6 % σε 46,6 % λόγω της πανδημίας, με τον αριθμό των ανθρώπων, που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, να αυξάνεται από το 1% στο 7%. “Τα οικονομικά πλήγματα από τον COVID-19 ίσως οδηγήσουν στη φτώχεια 370.000 Αρμένιους. Πάνω από 720.000 (ένας στους τέσσερις) Αρμένιοι ίσως υποστούν κινητικότητα προς τα κάτω, μεταβαίνοντας σε μια ομάδα χαμηλότερης κοινωνικής διαβίωσης το 2020″, αναφέρεται στην έκθεση.
Η αρμενική κυβέρνηση παρείχε αρκετές εφάπαξ πληρωμές για να βοηθήσει τους ανθρώπους να επιβιώσουν κατά τον αποκλεισμό της πανδημίας το 2020.
Η βοήθεια διατέθηκε σε συγκεκριμένες ομάδες, που πληρούσαν ορισμένα κριτήρια: κάθε οικογένεια έλαβε μία εφάπαξ πληρωμή 26.500 ντραμ (53 δολάρια) ανά παιδί. Οι επίσημα απασχολούμενοι έλαβαν 68.000 ντραμ (136 δολάρια) ως αποζημίωση κατά τη διάρκεια ενός μήνα λοκντάουν· και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων σε πληγέντες τομείς, όπως το λιανεμπόριο και ο τουρισμός, έλαβαν το 10% των αποδόσεων του τέταρτου τριμήνου 2019 και οι υπάλληλοί τους έλαβαν το ισοδύναμο του μισού της αμοιβής ενός μήνα.
Καθώς ο Avetisyan δούλευε ως εργάτης με ημερομίσθιο, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για επίδομα ανεργίας. Η οικογένειά του έλαβε μια εφάπαξ πληρωμή για τα παιδιά.
Αλλά μήνες μετά τη λήξη αυτής της βοήθειας, ο Avetisyan είναι ακόμα άνεργος και έχει περιορισμένες επιλογές, μέχρι να ανακάμψει η οικονομία και να βρει δουλειά.
Η κατάστασή του δεν είναι ασυνήθιστη για την περιοχή Σιράκ, όπου βρίσκεται το Γκιουμρί. Ακόμη και πριν από την πανδημία, η περιοχή είχε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας στην Αρμενία: το 48,4 % ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.
Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα τραγική για τα παιδιά στην περιοχή, όπου εκτιμάται ότι ένα στα δύο παιδιά ζει σε συνθήκες φτώχειας.
Η πανδημία έχει επιδεινώσει τα πράγματα, καθώς οι περιορισμοί στις μετακινήσεις κατέστησαν αδύνατο για τους ανθρώπους να ταξιδέψουν στη Ρωσία για δουλειά.
Στο Μαραλίκ, η οικογένεια Kirakosyan έχασε τη μόνη πηγή εισοδήματός της κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν έκλεισαν οι δρόμοι προς τη Ρωσία. Για τον 7χρονο Davit, η έλλειψη πόρων σήμαινε ότι δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε διαδικτυακά μαθήματα και έμεινε πίσω. Μαθητής δευτέρας δημοτικού, δεν ξέρει ακόμα όλα τα γράμματα του αλφαβήτου και δεν μπορεί να διαβάσει ή να γράψει.
Ο Vardan Ikilikyan, επικεφαλής του Αζατάν, μιας από τις μεγαλύτερες κοινότητες στην περιοχή Σιράκ, λέει ότι, αν και τεχνικά είναι δυνατό να φτάσεις στη Ρωσία τώρα, το οικονομικό βάρος των τεστ PCR και του υψηλού κόστους μεταφοράς σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν κολλήσει στα σπίτια τους.
“Περίπου το 30% του πληθυσμού του Αζατάν πηγαίνει στο εξωτερικό για δουλειά, κυρίως στο Γιακούτσκ, στη Μόσχα, στη Σαχαλίνη, στο Βλαδιβοστόκ, όπου οι περισσότεροι εργάζονται σε οικοδομές. Λόγω του κορονοϊού, οι εργάτες εδώ δεν μπόρεσαν να φύγουν”, είπε, εκτιμώντας ότι περίπου 300 οικογένειες επηρεάστηκαν στο Αζατάν.