- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Mπορεί να μεταρρυθμίσει τον υπερμεγέθη δημόσιο τομέα της η Τυνησία για να σωθεί η οικονομία της;

Κατηγορίες: Τυνησία, Διακυβέρνηση, Διεθνείς Σχέσεις, Εργασία, Μέσα των πολιτών, Οικονομικά & επιχειρηματικότητα, Πολιτική, Γέφυρα

Κυβερνητικά κτίρια στην Τύνιδα, πρωτεύουσα της Τυνησίας. Φωτογραφία: Amy Keus [1], Wikimedia (CC BY-SA 2.0 [2])

Οι προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκαν μαζικά στην Τυνησία από την επανάσταση του 2011 [3]. Τώρα, η οικονομική ύφεση ωθεί τη χώρα προς μεταρρύθμιση σε μια προσπάθεια μείωσης των δημοσίων δαπανών.

Η οικονομία της Τυνησίας ήταν ήδη σε κακή κατάσταση, μετά από δεκαετίες χαμηλών μισθών και υψηλής ανεργίας, που ήταν οι βασικές αιτίες της “Επανάστασης του Γιασεμιού”. Η πανδημία του COVID-19 έχει επιδεινώσει τα πράγματα, αυξάνοντας την έλλειψη θέσεων εργασίας και βαθαίνοντας την κρίση. Βυθισμένη στα χρέη, η κυβέρνηση της Τυνησίας στρέφεται τώρα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για διάσωση 4 δις δολαρίων. Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, Χισέμ Μετσίτσι, είναι η “τελευταία ευκαιρία [4]” για να σωθεί η οικονομία της χώρας, αλλά εξαρτάται από το να μεταρρυθμίσει την οικονομία της η Τυνησία και να μειώσει μισθούς και επιδοτήσεις του δημόσιου τομέα.

Η Τυνησία αναγνωρίζεται τακτικά από τις κυβερνήσεις της Δύσης ως το επιτυχές δείγμα της Αραβικής Άνοιξης, [5] αλλά η κατάσταση των οικονομικών της απειλεί την πολιτική μετάβαση στη δημοκρατία. Η χώρα έχει συσσωρεύσει ένα χρόνιο έλλειμμα, που εκτιμάται στο 11,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και το δημόσιο χρέος στο 90% του ΑΕΠ. Η καταβολή των μισθών του δημοσίου αντιπροσωπεύει πάνω από το ήμισυ των κρατικών δαπανών και είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο σε σύγκριση με το μέγεθος της τυνησιακής οικονομίας, σύμφωνα με μελέτη του ΔΝΤ [6].

Το υψηλό τίμημα της “κοινωνικής ειρήνης”

Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε εκθετικά, σχεδόν διπλασιάστηκε από την επανάσταση και μετά. Η μία μετά την άλλη, οι διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν χρησιμοποιήσει θέσεις εργασίας στο Δημόσιο για να κατευνάσουν τη δυσαρέσκεια του κοινού. “Εργασία, ελευθερία και αξιοπρέπεια” ήταν τα αδιάλλακτα βασικά αιτήματα των νέων της Τυνησίας, απογοητευμένων από την εκτεταμένη διαφθορά και την έλλειψη ευκαιριών. Με κατοχυρωμένα στο σύνταγμα [7] το δικαίωμα στην εργασία με αξιοπρέπεια και έναν δίκαιο μισθό, οι κυβερνήσεις δέχονται πιέσεις για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ελλείψει ενός ισχυρού οικονομικού σχεδίου και κράτους πρόνοιας, άτομα προσλαμβάνονται στη δημόσια διοίκηση όχι με βάση τις ανάγκες, αλλά ως απάντηση στις διαμαρτυρίες για θέσεις εργασίας και κοινωνική δικαιοσύνη. Ο Kamel Ayadi, πρώην υπουργός του δημόσιου τομέα, δήλωσε ότι οι κυβερνήσεις προσέλαβαν άτομα για να εξαγοράσουν “κοινωνική ειρήνη [8]“. Διαδηλώσεις σε δρόμους σε όλη τη χώρα από άνεργους νέους, που απαιτούσαν τα “δικαιώματά τους για ανάπτυξη και εργασία” στην Κασρίν [9], στο Ταταουίν [10] και άλλες πόλεις κατέληξαν σε υποσχέσεις εργασίας στο Δημόσιο. Αυτό κορυφώθηκε το 2020, όταν μετά από μήνες διαμαρτυριών [11] από Τυνήσιους αποφοίτους, το κοινοβούλιο ενέκρινε νομοσχέδιο, που εγγυάται σε όλους όσους τους ανέργους δεκαετίας και άνω την πρόσληψη στον δημόσιο τομέα, αν και δεν είναι σαφές πώς και αν αυτά τα μέτρα θα να εφαρμοστούν.

Εκτός από την ανταπόκριση στη ζήτηση για θέσεις εργασίας, η πρόσληψη στον δημόσιο τομέα χρησιμοποιήθηκε επίσης για άλλα πολιτικά κίνητρα. Πολλοί έχουν κατηγορηθεί – ιδίως, το ισλαμιστικό κόμμα Ennahda – ότι έχουν στρατολογήσει μαζικά μεταξύ των οπαδών και πιστών τους για να εξασφαλίσουν την εδραίωση της εξουσίας τους. Υπό το προηγούμενο καθεστώς του Ζίνε Ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι, οι Ισλαμιστές ήταν η κύρια αντιπολίτευση και διώχθηκαν και απαγορεύτηκαν από την εξουσία. Μετά από δεκαετίες καταπίεσης, η δημόσια θητεία θεωρήθηκε από τη νέα μετεπαναστατική ηγεσία ως δίκαιη αποζημίωση για τον αποκλεισμό τους στο παρελθόν. Η μεγαλύτερη άνοδος στις προσλήψεις στο Δημόσιο πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας της Τυνησιακής Τρόικας [12] μεταξύ 2011 και 2014, με επικεφαλής την Ennahda. Σύμφωνα [13] με την Τυνησιακή Ένωση Ουδετερότητας Δημόσιας Υπηρεσίας και Διοίκησης (UTSPNA), “το 90% των διορισμών στον δημόσιο τομέα στο πλαίσιο της Τρόικας έγιναν με βάση κομματικούς, περιφερειακούς ή οικογενειακούς προσανατολισμούς”. Μεταξύ των υποστηρικτών του κόμματος [14] στρατολογήθηκαν πρέσβεις και πρόξενοι, κυβερνήτες, δικαστές και διευθυντές σε στρατηγικούς τομείς όπως τα μέσα ενημέρωσης, η ασφάλεια και η πληροφορική. Ένας αμφιλεγόμενος νόμος περί αμνηστίας υιοθετήθηκε επίσης το 2012, ο οποίος χορηγεί θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα [14] σε περισσότερους από 7.000 ανθρώπους, που τραυματίστηκαν στην επανάσταση, ως αποζημίωση και αναγνώριση της θυσίας τους.

Σε συνέντευξη που μου έδωσε ο Mohamed*, νέος μηχανικός, είπε: “Διαδοχικοί πολιτικοί συνέβαλαν σε όλο και βαθύτερη διαφθορά. Έχουν μετατρέψει τη διοίκηση σε ένα δυσλειτουργικό μαμούθ, ανίκανο να εκπληρώσει τις κύριες λειτουργίες του. Αυτά τα λαϊκιστικά κοντόφθαλμα μέτρα αποτελούν συνταγή καταστροφής”.

Υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών και αύξηση των μισθών

Υπό την πίεση της ισχυρής Γενικής Ένωσης Εργαζομένων της Τυνησίας (UGTT), η ανεξέλεγκτη αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων συνδυάστηκε με αύξηση των μισθών. Σύμφωνα με μελέτη [15] του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής (INS), οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 23,18% μεταξύ 2011 και 2015, με τη μεγαλύτερη αύξηση να ανήκει στην περίοδο υπό την Τρόικα το 2013. Αυτός ο συνδυασμός οδήγησε σε απότομη αύξηση του δημόσιου μισθολογικού λογαριασμού σε έναν ήδη περιορισμένο κρατικό προϋπολογισμό. Ωστόσο, η αύξηση του προσωπικού και των μισθών δεν είχε ως αποτέλεσμα καλύτερη απόδοση: το αντίθετο. Οι περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες – εκπαίδευση, υγεία, ασφάλεια κλπ. – έχουν επιδεινωθεί. Ο ιδιωτικός τομέας γεμίζει το κενό με την ανάπτυξη ιδιωτικών σχολείων και νοσοκομείων σε απρόσιτες τιμές για τους περισσότερους Τυνήσιους.

“Αυτά τα τελευταία 10 χρόνια μετά την επανάσταση, ρομαντικοποιημένα από τη Δύση, έχουν εδραιώσει για εμάς περισσότερη δυστυχία και συμβίωση με την αποτυχία των κρατικών θεσμών. Κάποτε είχαμε εξαιρετικές δημόσιες υπηρεσίες. Τώρα, όμως, κάθε μέρα υπάρχει ένα νέο πράγμα, που καταρρέει. Βασικές υπηρεσίες όπως το νερό, που είναι πλέον πολύ κακής ποιότητας για κατανάλωση. Αγοράζουμε εμφιαλωμένο νερό. Οι συγκοινωνίες είναι γεμάτες και επικίνδυνες. Τα σχολεία ή τα νοσοκομεία κατέληξαν τόσο χάλια, που πρέπει να στρεφόμαστε στον ιδιωτικό τομέα. Ποιος μπορεί να το αντέξει οικονομικά, όμως;”, μου είπε πικρά η Salwa*, συνταξιούχος δημόσια υπάλληλος.

Το πιο προβληματικό δεν είναι το μέγεθος όσο η απόδοση της διοίκησης. Καθώς δεν βασίζονται στις ανάγκες, στις δεξιότητες και στα προσόντα, η παραγωγικότητα και η αποδοτικότητα έχουν μειωθεί. Το 2015, μια μελέτη της Τυνησιακής Ένωσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς διαπίστωσε [16] ότι οι απουσίες στον δημόσιο τομέα ήταν ανησυχητικά υψηλές και ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι ουσιαστικά εργάζονταν κατά μέσο όρο μόνο οκτώ λεπτά την ημέρα. Οι Τυνήσιοι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στους δημόσιους θεσμούς. Μια εθνική διαβούλευση, [17] που διεξήχθη από τον Εθνικό Φορέα κατά της Διαφθοράς το 2020 έδειξε ότι το 87,2% των Τυνησίων πιστεύει ότι η διαφθορά είχε αυξηθεί σημαντικά και το 28,5% ανέφερε ότι είχε βιώσει τουλάχιστον μία κατάσταση διαφθοράς το 2020.

Οι περισσότεροι από την πολιτική τάξη και τους πολίτες συμφωνούν ότι ο δημόσιος τομέας είναι μη βιώσιμος και πρέπει να μεταρρυθμιστεί επειγόντως. Έχουν γίνει πολυάριθμες προσπάθειες μεταρρύθμισης, αλλά όχι με ουσιαστική πρόοδο. Όπως και σε άλλους τομείς, η Τυνησία άργησε να λάβει μέτρα, ανέβαλε ή έκανε ένα βήμα μπροστά και δύο βήματα πίσω προς όφελος των λίγων και εμπόδισε την αλλαγή σε βάρος της πλειοψηφίας. Διεθνείς δωρητές συνέβαλαν σε αυτήν την οικονομική πτώση, κάτι που οδήγησε την Τυνησία να ζητήσει επειγόντως δάνειο διάσωσης από το ΔΝΤ. Σε μια ασταθή περιοχή και σε μια χώρα στο κατώφλι της Ευρώπης, οι προτεραιότητες των δωρητών ήταν η εδραίωση της δημοκρατικής μετάβασης ακόμη και με το τίμημα της διατήρησης ενός δυσλειτουργικού αποτυχημένου οικονομικού συστήματος. Αυτό είχε διαβρωτική επίδραση δημιουργώντας έναν μη ενάρετο κύκλο χρηματοδότησης, μη ανάλογο με την οικονομική πρόοδο, η οποία μακροπρόθεσμα υπονομεύει και δεν υποστηρίζει τη δημοκρατική μετάβαση.

*Τα άτομα επιθυμούσαν να αλλαχθούν τα ονόματά τους.