Τρία γραφικά που εξηγούν την πορτογαλική αποικιοκρατία

Εικόνα βασισμένη σε φωτογραφία του Bruno Martins (μέσω Unsplash)

Αυτό το άρθρο της Ruth Correia δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο The Interruptor στα πορτογαλικά στις 28 Μαΐου 2021. Μετάφρασή του έχει αναδημοσιευτεί εδώ στο πλαίσιο συμφωνίας συνεργασίας περιεχομένου και έχει υποβληθεί σε επεξεργασία για λόγους έκτασης και σαφήνειας.

Η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός είναι πολύπλοκες πολιτικές δομές, που προϋποθέτουν κυριαρχία σε άλλους λαούς και εδάφη. Στην περίπτωση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, η οποία περιλαμβάνει φυσικά τους Πορτογάλους, η πίστη στην πολιτιστική υπεροχή έναντι του γηγενούς πληθυσμού ήταν επίσης ρητή.

Η πορτογαλική κατοχή υπερπόντιων εδαφών, καθώς και η εξερεύνησή τους, δεν ήταν ομοιογενή γεγονότα. Η αποικιοκρατική εκμετάλλευση είχε περιόδους όλο και μικρότερης έντασης, αλλά το σταθερό σε όλη την ιστορία ήταν ότι αποτελούσε κύρια κινητήρια δύναμη της πορτογαλικής οικονομίας από τις αρχές του 1400.

Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, η Πορτογαλία κατείχε κυρίως τμήματα της παράκτιας λωρίδας σε εδάφη, που σήμερα αντιστοιχούν στις χώρες της Ανγκόλας και της Μοζαμβίκης, με ελάχιστο έλεγχο στο εσωτερικό. Μόλις το 1885, στη Διάσκεψη του Βερολίνου, οι ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις καθόρισαν τα σύνορα κάθε εδάφους μοιράζοντας μεταξύ τους μια ήπειρο, που δεν τους ανήκε.

Άφιξη, κατοχή και απεμπλοκή εδαφών

Με επικεφαλής τον Ερρίκο τον Θαλασσοπόρο, η πορτογαλική θαλάσσια εξερεύνηση ξεκίνησε τον 15ο αιώνα. Το εγχείρημα αυτό δικαιολογήθηκε από τον ιεραποστολικό χαρακτήρα του Καθολικισμού, ο οποίος θα καθοδηγούσε επίσης τις επιδρομές στη Βόρεια Αφρική τον 15ο και 16ο αιώνα. Στόχος του ήταν να δει πόσο εκτεινόταν η μουσουλμανική κυριαρχία. Η κατάκτηση της Θέουτα, ενός από τα ισπανικά λιμάνια στη βόρεια ακτή της Αφρικής, το 1415 ήταν η επίσημη έναρξη των εχθροπραξιών.

Αν και οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν πολλά εδάφη κατά τη διάρκεια των αποστολών τους, αξίζει να γίνει διάκριση μεταξύ ανακάλυψης και προσέγγισης. Πέρα από το ακρωτήριο Μποχαδόρ, η “ανακάλυψη” ήταν ουσιαστικά χαρτογραφική, αφού η ύπαρξη γης πέρα ​​από αυτό το σημείο ήταν ήδη γνωστή. Το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος των αποικισθέντων εδαφών κατοικούνταν, όταν οι ναυτικοί έφτασαν εκεί, δείχνει ότι αυτή η ιδέα των ανακαλύψεων είναι μια εξευρωπαϊσμένη αφήγηση: κάποιος ήξερε ήδη ότι εκείνες οι χώρες υπήρχαν, απλά οι Ευρωπαίοι δεν είχαν φτάσει ακόμη εκεί. Υπό αυτή την έννοια, για παράδειγμα, οι Πορτογάλοι ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι, που πάτησαν το πόδι τους στην Ιαπωνία (1542–1543).

Κατά κάποιον τρόπο, στην πραγματικότητα απλά ανακαλύφθηκαν νέα μονοπάτια.

Η Πορτογαλία άργησε να εγκαταλείψει τα αποικισθέντα εδάφη. Με εξαίρεση τα εδάφη που κατακτήθηκαν από άλλες αποικιακές δυνάμεις κατά τη διάρκεια των αιώνων, όπως τμήματα της Σρι Λάνκα και της Μαλαισίας, αυτή η έξοδος ξεκίνησε το 1822 με την ανεξαρτησία της Βραζιλίας και τελείωσε μόλις το 1999, όταν το Μακάο επέστρεψε υπό κινεζική κυριαρχία, περίπου 450 χρόνια αφότου οι Πορτογάλοι έφτασαν για πρώτη φορά στη χερσόνησο. Ενώ χώρες, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, εξακολουθούν να διατηρούν τη διοίκηση μικρών υπερπόντιων εδαφών σε όλο τον κόσμο, από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η Πορτογαλία χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των κατεχόμενων εδαφών.

Εμπόριο ανθρώπων, δουλεία και καταναγκαστική εργασία

Είναι αλήθεια ότι η δουλεία υπήρχε ήδη τόσο στην Πορτογαλία όσο και στην Αφρική πολύ πριν από τη θαλάσσια επέκταση. Υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά, που διακρίνουν τις πορτογαλικές επιχειρήσεις από άλλες χώρες: 1) εκβιομηχάνιση της διαδικασίας μέσω του διατλαντικού εμπορίου και 2) εισαγωγή ενός βιολογικού παράγοντα κατά την επιλογή των ανθρώπων, που θα μετατραπούν σε εμπόρευμα. Το χρώμα του δέρματος ήρθε να υπαγορεύσει ποιος ήταν ελεύθερος και ποιος σκλάβος.

Η εμπορία ανθρώπων κατά τη διάρκεια της επεκτατικής περιόδου ξεκίνησε επίσημα το 1444, όταν 235 άτομα αιχμαλωτίστηκαν στη Δυτική Αφρική, μεταφέρθηκαν στην Πορτογαλία και πουλήθηκαν ως σκλάβοι στο Λάγος. Μεταξύ των αποικιακών δυνάμεων που αναδύθηκαν κατά τους αιώνες της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, η Πορτογαλία διακινούσε τους περισσότερους δούλους.

Η ιδέα ότι η Πορτογαλία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα, που κατάργησε τη δουλεία, είναι εσφαλμένη, ξεκινώντας από το γεγονός ότι αυτή η κατάργηση ήταν μια διαδικασία και όχι ένα γεγονός. Το διάταγμα του Μαρκήσιου του Πομπάλ, που δημοσιεύτηκε το 1761, απαγόρευε μόνο την εισαγωγή σκλάβων στη μητρόπολη. Το όραμα του πολιτικού ήταν, ωστόσο, “προχωρημένο” για το ευρωπαϊκό πλαίσιο εκείνη την εποχή. Δύο χρόνια αργότερα, με την εισαγωγή του Lei do Ventre Livre, που υπαγόρευε ότι τα παιδιά των σκλάβων θα ελευθερώνονταν κατά τη γέννηση, το τέλος της δουλείας στην Πορτογαλία ήταν μια γενιά μακριά, τουλάχιστον στα χαρτιά. Περιορισμένοι στη μητρόπολη, αυτοί οι κανονισμοί είχαν μικρή ή καθόλου επίδραση στο πλαίσιο της αποικιακής αυτοκρατορίας, καθώς η διαδρομή των περισσότερων απαχθέντων ήταν από την Αφρική στην αμερικανική ήπειρο.

Η μεγάλη νομοθετική αναταραχή θα επέλθει μόνο περίπου έναν αιώνα αργότερα με μια πρωτοβουλία του Μπερνάρντο ντε Σα Νογκέιρα ντε Φιγκεϊρέδο, πιο γνωστού ως Σα ντα Μπαντέιρα. Το 1836 ενέκρινε την κατάργηση του δουλεμπορίου "στις πορτογαλικές αποικίες νότια του Ισημερινού". Η πραγματική επιβράδυνση της σφαγής ήρθε μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα: μεταξύ 1750 και 1850, η Πορτογαλία και η Βραζιλία διακίνησαν σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους.

Παρά τις σαφείς προόδους στους νόμους του Σα ντα Μπαντέιρα, η αποδιάρθρωση της κατάργησης της δουλείας με κάθε είδους κοινωνική υποστήριξη σήμαινε ότι οι νέοι απελεύθεροι διατήρησαν την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση βαθιά εύθραυστη, καθώς δεν είχαν περιουσία, εισόδημα ή, συχνά, ούτε καν ακόμη προσωπικά δίκτυα υποστήριξης. Ομοίως, η εισαγωγή του Lei do Ventre Livre σε όλα τα εδάφη της πορτογαλικής μοναρχίας το 1856 οδήγησε στον αναγκαστικό χωρισμό των παιδιών από τις μητέρες τους, οι οποίες εξακολουθούσαν να θεωρούνται ιδιοκτησία. Τα παιδιά των σκλάβων μπορούσαν να παραμείνουν υπό την επιμέλεια της μητέρας τους μέχρι την ηλικία των επτά ετών, αλλά μετά από αυτό, αφήνονταν στη μοίρα τους.

 

Παρά τους νόμους αυτούς, το καθεστώς καταναγκαστικής εργασίας διήρκεσε μέχρι τον 20ο αιώνα σε εδάφη, που αποίκισε η Πορτογαλία. Το καθεστώς εξασφαλίστηκε από τους γηγενείς πληθυσμούς και νομιμοποιήθηκε διαδοχικά από το πορτογαλικό κράτος. Το 1897, ο Κανονισμός Εργασίας των Ιθαγενών απαιτούσε από τους σκλάβους να "επιδιώξουν να αποκτήσουν εργασία" και, σε περίπτωση που αυτό δεν συνέβαινε, εναπόκειτο στο κράτος να "επιβάλει τη συμμόρφωσή τους με αυτούς". Αυτό ενισχύθηκε μετά την ίδρυση του δημοκρατίας, το 1914, με τον Γενικό Κανονισμό της Εργασίας των Ιθαγενών στις Πορτογαλικές Αποικίες. Στο πλαίσιο αυτό, η ηθική υποχρέωση για εργασία θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις τύπους:

  • εθελοντική: όταν το άτομο απέκτησε εργασία με δικά του μέσα χωρίς κρατική παρέμβαση
  • καταναγκαστική: όταν το άτομο, για να μην είναι "υποκείμενο" σε εργασία, (εξ)αναγκάζεται από το κράτος να αποδεχθεί μια συγκεκριμένη λειτουργία
  • σωφρονιστική: όταν η καταναγκαστική εργασία χρησιμοποιείται ως μέτρο ποινικής καταδίκης.

Το 1929, το Αστικό και Ποινικό Πολιτικό Καταστατικό των Αυτόχθονων Λαών των Αποικιών της Μοζαμβίκης και της Ανγκόλας νομιμοποίησε τη διαφοροποίηση μεταξύ εποίκων και ιθαγενών, εξηγώντας ότι "δεν μπορούσαν να εκχωρηθούν στους αυτόχθονες δικαιώματα, που σχετίζονται με συνταγματικούς θεσμούς". Αυτός ο διαχωρισμός θα ενισχυόταν με πολλαπλά διατάγματα, καθ' όλη την περίοδο της Δεύτερης Δημοκρατίας της Πορτογαλίας.

Το 1953, ο Οργανικός Νόμος των Υπεράκτιων Επαρχιών αφαίρεσε τον όρο "αποικιακή αυτοκρατορία", αλλά διατήρησε την καταναγκαστική εργασία. Αυτό το έγγραφο αναφέρει ότι "το κράτος μπορεί μόνο να υποχρεώσει τους αυτόχθονες να εργάζονται σε δημόσια έργα γενικού συμφέροντος για την κοινότητα, σε επαγγέλματα των οποίων τα αποτελέσματα ανήκουν σε αυτούς, στην εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ποινικού χαρακτήρα ή να συμμορφώνονται με φορολογικές υποχρεώσεις".

Τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας του, το Πορτογαλικό Κράτος έπαιξε το ρόλο του καλοπροαίρετου πρωταγωνιστή της αποικιοκρατίας επί των αφρικανικών λαών, αλλά το μεγαλύτερο εργαλείο της "εκπολιτιστικής αποστολής" του βρισκόταν στην εκμετάλλευση της εργασίας. Το 1962, μετά από παρατηρήσεις πεδίου, ο ερευνητής Perry Anderson δήλωσε ότι "η πιο διαβόητη πτυχή του πορτογαλικού αποικισμού στην Αφρική είναι η συστηματική χρήση της καταναγκαστικής εργασίας".

Η Δεύτερη Δημοκρατία, η αποικιοκρατία και ο πόλεμος

Η ανάδειξη της αποικιοκρατίας ως εθνική δόξα ήταν ένα από τα ιδεολογικά σημάδια της Δεύτερης Δημοκρατίας. Βασισμένη στον Λουσοτροπικισμό του Gilberto Freyre, μια θεωρία που, σύμφωνα με τα λόγια της ιστορικού Cláudia Castelo, έδωσε "στους Πορτογάλους μια ειδική ικανότητα να προσαρμοστούν στους τροπικούς, ως αποτέλεσμα της επιθυμίας τους για mestizaje, ανάμειξη, για την αλληλοδιείσδυση των πολιτισμών και για τον οικουμενισμό". Επιπλέον, είδε στην πορτογαλική αποικιοκρατία μια φυσική καλοσύνη, που προέρχεται από τον "αδελφικό της Χριστιανισμό", και απέδωσε στους πορτογαλικούς λαούς και σε άλλες αποικίες (συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας) ένα πνεύμα πολιτιστικής ενότητας.

Το 1961, μια επίθεση που ανέλαβε το Λαϊκό Κίνημα για την Απελευθέρωση της Ανγκόλας στη φυλακή της Λουάντα πυροδότησε μια σειρά γεγονότων, που ξεκίνησαν τον αποικιακό πόλεμο, ή τον πόλεμο απελευθέρωσης, για τα αφρικανικά ελευθεριακά κινήματα. Ο πόλεμος θα διαρκέσει μέχρι τις 25 Απριλίου 1974 και το τέλος του ήταν το κύριο κίνητρο για τη στρατιωτική εξέγερση, που θα ανέτρεπε τη δικτατορία, με αποτέλεσμα την Επανάσταση των Γαρυφάλλων. Οι Πορτογάλοι, όμως, δεν πολέμησαν μόνοι τους: μεταξύ 1961 και 1973, οι Πορτογαλικές Ένοπλες Δυνάμεις στρατολόγησαν χιλιάδες Αφρικανούς στρατιώτες ενσωματώνοντάς τους στο σώμα τους. Αυτοί εργάζονταν σκληρά στις προσπάθειες κατά της ανατροπής.

Η πολεμική προσπάθεια για την Πορτογαλία είχε αντίκτυπο σε πολλαπλά επίπεδα: περίπου το 90% του νεαρού ανδρικού πληθυσμού κινητοποιήθηκε για πόλεμο, εντείνοντας ένα κύμα μετανάστευσης, που απλά θα επιβραδυνόταν μετά την εφαρμογή της δημοκρατίας. Στα κατεχόμενα, οι σφαγές κράτησαν μέχρι το τέλος του πολέμου. Μετά την αποχώρηση των πορτογαλικών στρατευμάτων, αρκετές χώρες βυθίστηκαν σε εμφύλιους πολέμους, αλλά είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι ο απελευθερωτικός αγώνας των αφρικανικών λαών ενάντια στην πορτογαλική αποικιοκρατία ήταν ο μεγαλύτερος καταλύτης για το τέλος του φασισμού στην Πορτογαλία.

Ο αποικιακός πόλεμος προκάλεσε περίπου 10.000 θανάτους και 20.000 ανάπηρους Πορτογάλους στρατιώτες και πάνω από 100.000 θύματα μεταξύ Αφρικανών αμάχων. Το τραύμα διαρκεί μέχρι σήμερα για χιλιάδες Πορτογάλους, Αφρικανούς και τους απογόνους τους. Ως εκ τούτου, ο χώρος της κοινής μνήμης του αποικιακού πολέμου προωθείται από ορισμένους ειδικούς, όπως ο Miguel Cardina ή η Fátima da Cruz Rodrigues, ως πεδίο συμφιλίωσης μεταξύ των λαών.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.