- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Ψηφιακή πανάκεια για έναν αναλογικό κόσμο

Κατηγορίες: Νότια Ασία, Ινδία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διακυβέρνηση, Μέσα των πολιτών, Πολιτική, Τοπικά, Υγεία, Φύλο & ισότητα, Φυσικές Καταστροφές, COVID-19
 Daily updates and status reports of the Covid-19 situation had to be uploaded via an official Government app [1]

Καθημερινές ενημερώσεις και αναφορές για την κατάσταση του Covid-19 έπρεπε να ανεβαίνουν μέσω επίσημης κυβερνητικής εφαρμογής. Φωτογραφία: Meera Devi για το Khabar Lahariya [2]. Χρήση με άδεια.

Αυτό το άρθρο γράφτηκε από το προσωπικό του Khabar Lahariya με βάση τις ερευνητικές εκθέσεις της Chambal Media [3], με την υποστήριξη του Check Global [4]. Βιντεο-ρεπορτάζ: Meera Devi.

Η ψηφιακή πανάκεια για έναν ακόμα αναλογικό κόσμο είναι ο αγαπημένος τρόπος της ινδικής κυβέρνησης να εκχωρεί την ευθύνη για καταστάσεις κρίσης. Εφαρμόζονται φευγαλέες και ενιαίες πολιτικές και τεχνολογίες [5], χωρίς να λαμβάνονται υπόψη υπάρχουσες ανισότητες και ακούσιες επιπτώσεις σε διαφορετικές κοινότητες.

Η πανδημία COVID-19 επέφερε μεγαλύτερη εξάρτηση από τις ψηφιακές τεχνολογίες και αυξημένη έμφαση [6] στην ψηφιοποίηση στην Ινδία. Πολλές βασικές υπηρεσίες μεταφέρθηκαν στο διαδίκτυο. Το χάσμα πόλης-υπαίθρου στην ψηφιακή υιοθέτηση είναι έντονο και προφανές, αλλά είναι χειρότερο στις αγροτικές περιοχές, ειδικά για τις γυναίκες της υπαίθρου, οι οποίες συχνά περιθωριοποιούνται στο πλαίσιο των κυρίαρχων συζητήσεων για το νόμο, την πολιτική και τα μέσα ενημέρωσης.

Manikpur, UP: Kol adivasis travel to nearby cities via train to sell firewood, a primary source for their livelihood which took a major hit during the nationwide lockdown [7]

Μανικπούρ, Ουτάρ Πραντές: Κολ Αντιβάσι ταξιδεύουν σε κοντινές πόλεις μέσω τρένου για να πουλήσουν καυσόξυλα, κύρια πηγή του βιοπορισμού τους, η οποία δέχτηκε μεγάλο πλήγμα κατά τη διάρκεια του λοκντάουν σε εθνικό επίπεδο. Φωτογραφία: Meera Devi για το Khabar Lahariya [2]. Χρήση με άδεια.

Έμφυλο ψηφιακό χάσμα: Διαδικτυακή έκδοση εισιτηρίων, όταν τα κινητά τηλέφωνα είναι πολυτέλεια και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί μακριά

Ο τοπικός πληθυσμός των 40.000 και περισσότερων Κολ Αντιβάσι του Μανικπούρ στην περιοχή Τσιτρακούτ εξαρτάται κυρίως για τα προς το ζην από τη συλλογή καυσόξυλων από τα δάση και την πώλησή τους σε κοντινά αστικά κέντρα. Οι γυναίκες Κολ μεταφέρουν βαριά δέματα κομμένων καυσόξυλων στα τρένα, γραμμή σωτηρίας αυτού του εμπορίου.

Το ξύλο πωλείται από τις γυναίκες στις κοντινές αγορές Αλαχαμπάντ, Μπάντα, Κάρβι και Ατάρα, όλα σε πόλεις και εμπορικά κέντρα στο Ουτάρ Πραντές.

Μετά την πανδημία του COVID-19 που έπληξε την Ινδία τον Μάρτιο του 2020, οι σιδηροδρομικές υπηρεσίες σταμάτησαν [8], δημιουργώντας εμπόδια για τα μέσα βιοπορισμού και τη ροή εισοδήματος, τροφίμων, φαρμάκων και άλλων βασικών προμηθειών στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς [9] της περιοχής. Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε και πάλι η λειτουργία των τρένων τον Νοέμβριο του 2020, η κατάσταση επί τόπου δεν βελτιώθηκε για τις γυναίκες Κολ. Σε μια προσπάθεια να ξεκινήσουν οι δραστηριότητες, η κυβέρνηση έδωσε εντολή όλες οι κρατήσεις τρένων να γίνονται μόνο μέσω Διαδικτύου. [10]

 When trains resumed in November, Kol adivasis found it difficult to adapt to the online booking system without smartphones and the digital know-how [11]

Όταν ξαναξεκίνησαν τα τρένα τον Νοέμβριο, οι Κολ Αντιβάσι δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στο ηλεκτρονικό σύστημα κρατήσεων χωρίς smartphone και ψηφιακή τεχνογνωσία για πλοήγηση στο σύστημα. Φωτογραφία: Meera Devi για το Khabar Lahariya [2]. Χρήση με άδεια.

Όμως, αυτή η προσπάθεια καθιστά αόρατη τη δεινή θέση της κοινότητας Κολ, για την οποία η διαδικτυακή πύλη κρατήσεων είναι τόσο απρόσιτη όσο και εφιαλτική. Οι περισσότεροι από την κοινότητα δεν είχαν smartphone για να κάνουν διαδικτυακή κράτηση εισιτηρίων και, αν είχαν τηλέφωνο, δεν είχαν την τεχνογνωσία. Τα δεδομένα δείχνουν ότι λιγότερες από 3 στις 10 γυναίκες στην επαρχία της Ινδίας έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο [12] στη ζωή τους. Εναλλακτικά, εάν ήθελαν να αγοράσουν ένα εισιτήριο από το γκισέ, έπρεπε να πάνε πρώτα από τα σπίτια τους στο σταθμό Μπαργκάρ ή Μανικπούρ με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και το ταξίδι σε αυτούς τους σταθμούς τους κόστιζε 60 ινδικές ρουπίες (0,80 δολάρια) και τουλάχιστον 2–3 ώρες.

Η Meera Devi από το Khabar Lahriya [13], ένα ανεξάρτητο φεμινιστικό κοινοτικό ειδησεογραφικό δίκτυο, αναφέρει [14] ότι η έλευση του διαδικτυακού συστήματος κρατήσεων έχει διαταράξει σοβαρά το καθημερινό πρόγραμμα των Κόι Αντιβάσι, για παράδειγμα της Rajkumari. Πρέπει να περπατήσει 10 χιλιόμετρα για να προσπαθήσει να κλείσει εισιτήριο, σε αντίθετη περίπτωση πρέπει να γυρίσει πάλι πίσω με τα πόδια και να επαναλάβει όλη τη διαδικασία την επόμενη μέρα.

“Ο ελεγκτής σε κάθε τρένο λέει ότι είμαι κολλημένη στα παλιά, αλλά τι να κάνω, όταν δεν έχω τηλέφωνο; Αν δεν μπορούμε να πουλήσουμε ξύλα, θα πεινάσουμε”, λέει η Bhondi, ξυλοκόπος από το χωριό Ραμπούρια της ίδιας περιοχής.

Οι Κολ γυναίκες ξυλοκόποι του Μανικπούρ λαμβάνουν 120–150 ινδικές ρουπίες (1,6–2,0 δολάρια) ανά δέσμη ξύλου, που καθεμία ζυγίζει περίπου 40–45 κιλά. Η εργασία τους είναι πολύ υποτιμημένη και καταλήγει να τους κοστίζει περισσότερο από ό,τι αξίζει, ειδικά όταν επιδεινώνεται από τον μπελά τους με το νέο ηλεκτρονικό σύστημα έκδοσης εισιτηρίων.

Since the procurement of smartphones was delayed due to the pandemic, ASHA workers without one had to borrow phones from their family members in order to complete their daily tasks [15]

Δεδομένου ότι η προμήθεια smartphone καθυστέρησε λόγω της πανδημίας, οι εργαζόμενες ASHA χωρίς τηλέφωνο χρειάστηκε να δανειστούν τηλέφωνα από μέλη της οικογένειάς τους για να ολοκληρώσουν τις καθημερινές τους εργασίες. Φωτογραφία: Meera Devi για το Khabar Lahariya [2]. Χρήση με άδεια.

Ψηφιακές υπηρεσίες υγείας χωρίς ψηφιακή τεχνολογία

Οι τοπικές ASHA [16] (διαπιστευμένοι ακτιβιστές κοινωνικής υγείας) και οι εργαζόμενες στον τομέα παιδικής περίθαλψης (Anganwadi [17]) της περιοχής Μπάντα προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με το πόσο γρήγορα εξελίσσονται οι δικές τους θέσεις εργασίας στην προσπάθεια της κυβέρνησης για την Ψηφιακή Ινδία [18]. Οι εργαζόμενες ASHA και Anganwadi αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των αγροτικών υπηρεσιών υγείας και περίθαλψης της Ινδίας και τα κύρια σημεία επαφής για ανησυχίες για τη δημόσια υγεία εντός των κοινοτήτων. Αυτό το εθελοντικό εργατικό δυναμικό από κακοπληρωμένες, ημιγραμματιζούμενες γυναίκες είναι η πρώτη γραμμή άμυνας της Ινδίας ενάντια σε οποιαδήποτε τοπική κρίση υγείας. Σε ένα πλαίσιο, όπου το εργατικό δυναμικό των αγροτισσών στην Ινδία συρρικνώνεται [19] από τον αντίκτυπο του COVID, φαίνεται “αναίσθητο” για το κράτος να πιέζει για αποξενωτικές τεχνολογίες, που αποστερούν περαιτέρω αυτές τις γυναίκες. Μόνο στην περιοχή Μπάντα, υπάρχουν πάνω από 1.705 κέντρα Anganwadi και πάνω από 1.400 εργαζόμενες ASHA. Με την έκρηξη του COVID-19 σε ολόκληρη τη χώρα, οι εργαζόμενες ASHA και Anganwadi είδαν να αυξάνονται οι απαιτήσεις της δουλειάς τους ως πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης και φροντίστριες.

Σε ένα άλλο ρεπορτάζ [20] του Khabar Lahariya από τη Meera Devi, η Renu Maurya μας λέει για τη ζωή της ως εργαζόμενη Anganwadi κατά τη διάρκεια της πανδημίας:

Ξεκινούσαμε νωρίς το πρωί με κλήσεις κατ’ οίκον. Μας έδιναν έναν καθημερινό στόχο είκοσι κλήσεων κατ’ οίκον. Σημειώναμε τις λεπτομέρειες και φέρναμε τα δεδομένα στο γραφείο. Εκτός από τα έξοδα μεταφοράς, δεν έπαιρνα τίποτα άλλο. Δεν τους ένοιαζε αν έτρωγα ή όχι.

Σε αυτήν την περίπτωση, οι κλήσεις κατ’ οίκον αναφέρονται σε τηλεφωνικές συνομιλίες με ντόπιους σε χωριά για επιθεώρηση COVID-19, για έλεγχο για συμπτώματα και εάν χρειάστηκε να υποβληθούν σε εξετάσεις.

Η Gudiya, εργαζόμενη ASHA στην Μπάντα μας λέει ότι κλήθηκαν από τις Αρχές για ενημερώσεις σχετικά με το πώς να διαχειριστούν τις καραντίνες στο χωριό, αλλά δεν τους δόθηκε κινητό τηλέφωνο, αν και είχε γίνει απαραίτητο για τη λειτουργία αυτών των κέντρων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. “Μου είπαν να τα καταφέρω μόνη μου. Να χρησιμοποιούσα το τηλέφωνο του άντρα μου ή του γιου μου”.

“Πρέπει να στέλνουμε καθημερινούς καταλόγους, να στέλνουμε αναφορές για τυχόν παραδόσεις και, επίσης, κάθε είδους χαρτούρα να αποστέλλεται στους ανωτέρους μας με τα τηλέφωνά μας. Δανείζομαι το τηλέφωνο κάποιου άλλου. Δεν έχω άλλη επιλογή, τι να κάνω;”, λέει [2] η Maya Devi, εργαζόμενη ASHA από το Τσιτρακούτ.

Apart from an increase in workload, ASHA and Anganwadi workers had to face a lot of issues around limited data and connectivity [21]

Εκτός από την αύξηση του φόρτου εργασίας, οι εργαζόμενες ASHA και Anganwadi έπρεπε να αντιμετωπίσουν πολλά ζητήματα σχετικά με περιορισμένα δεδομένα και συνδεσιμότητα. Φωτογραφία: Meera Devi για το Khabar Lahariya [2]. Χρήση με άδεια.

Ενώ ορισμένα κέντρα παρείχαν στους υπαλλήλους τους smartphone, ακόμη και αυτή η διαδικασία δεν κύλησε χωρίς προβλήματα. Η Renu Maurya λέει: “Πληρώνω για το τηλέφωνο από την τσέπη μου. Τώρα, τα δεδομένα έχουν γίνει τόσο ακριβά, που πρέπει να πληρώνω τουλάχιστον 200 ρουπίες (2,66 δολάρια) για 28 ημέρες”.

Η Rukmini Devi, εργαζόμενη Anganwadi, λέει [2]: “Για 5.000 ρουπίες (67 δολάρια) μπορώ είτε να αγοράσω ένα smartphone είτε να ταΐσω τα παιδιά μου. Τόσα μπορώ να κάνω με 5000 ρουπίες”.

Η επιλογή της Rukmini Devi μεταξύ των παιδιών της και ενός smartphone δεν είναι μεταφορική: οι γυναίκες συχνά αναγκάζονται να κάνουν κυριολεκτικά επιλογή μεταξύ της εκτροπής πόρων προς τις δικές τους ευκαιρίες απασχόλησης ή τις οικογένειές τους. Όπως είναι αναμενόμενο, συχνά αναγκάζονται να θυσιάσουν την αυτονομία τους υπέρ του νοικοκυριού. Αυτή η επιλογή σηματοδοτεί το τέλος κάθε είδους οικονομικής ανεξαρτησίας για πολλές γυναίκες.

Σε αρκετές περιπτώσεις, αυτά τα εμπόδια εισόδου — αν και “ψηφιακά” — μπορεί να σημαίνουν το τέλος της απασχόλησης, της εκπαίδευσης και της ελευθερίας [22] για τις ήδη αποξενωμένες γυναίκες της αγροτικής Ινδίας. Ενώ κινούμαστε προς ένα ολοένα και πιο ψηφιοποιημένο παρόν, είναι σημαντικό να μην χάνουμε από τα μάτια μας εκείνους, για τους οποίους τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον φαίνονται επισφαλή.