- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Τυνησία: Νέες διώξεις ανασταίνουν τη σκιά της δικτατορίας

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Τυνησία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διακυβέρνηση, Ελευθερία του Λόγου, Μέσα των πολιτών, Ψηφιακός ακτιβισμός, GV Advocacy

Στιγμιότυπο από βίντεο στο Facebook [1] της αρχικής σελίδας της Τυνησιακής Προεδρίας, που δείχνει τον Πρόεδρο Κάις Σαΐντ σε μια επίσκεψη στη λεωφόρο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα στην πρωτεύουσα, Τύνιδα.

Στις 25 Ιουλίου 2021, ο εκλεγμένος πρόεδρος της Τυνησίας Κάις Σαΐντ ανακοίνωσε την απόλυση του πρωθυπουργού, το πάγωμα του εκλεγμένου κοινοβουλίου και τη διακυβέρνησή του με διάταγμα. Ενώ η Τυνησία έχει επαινεθεί ως η μόνη χώρα της Αραβικής Άνοιξης, που πέτυχε στη δημοκρατική της μετάβαση, αυτή η τελευταία ανακοίνωση πυροδότησε αυξανόμενες ανησυχίες ότι η χώρα εισέρχεται σε πολιτική κρίση.

Λίγο μετά την ανεξαρτησία το 1956, η χώρα υιοθέτησε ένα δημοκρατικό προεδρικό καθεστώς, που διήρκεσε για πάνω από μισή δεκαετία, κατά τη διάρκεια του οποίου οι αυταρχικοί πρόεδροι ανέλαβαν εκτεταμένες εκτελεστικές εξουσίες και αυτοαποκαλούνταν “πατέρες του έθνους”. Για τους Τυνήσιους, η κατάληψη της εξουσίας από τον Πρόεδρο Σαΐντ στις 25 Ιουλίου έφερε αναμνήσεις όχι μόνο της μοναδικής προεδρικής διακυβέρνησης, αλλά και τη στερεότυπη εικόνα ενός προέδρου με μονοπώλιο στις εξουσίες και χαμηλή ανοχή στη δημόσια κριτική.

Από τις λογοτεχνικές μεταφορές στις προσβολές: Πώς ο Καΐς Σαγιέντ στοχεύει τους αντιπάλους και τους κριτικούς του

Ο Πρόεδρος Σαΐντ είναι καθηγητής συνταγματικού δικαίου, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στους Τυνήσιους στις ειδήσεις των 20:00 στο εθνικό τηλεοπτικό κανάλι, όπου συχνά καλούνταν να διευκρινίσει νομικά ζητήματα. Οι εμφανίσεις του σημαδεύτηκαν από τον επίσημο αραβικό, σοβαρό τόνο του και τις λογοτεχνικές του αναφορές. Πολλά χρόνια αργότερα, τα αραβικά του Σαΐντ είναι λιγότερο τυπικά, αναμεμειγμένα με λέξεις στην τυνησιακή διάλεκτο, αλλά, το πιο σημαντικό, οι μεταφορές του, όταν αναφέρεται στους αντιπάλους του ή σε οποιονδήποτε επικριτή είναι τώρα πιο σκληρές από ποτέ.

Ο Σαΐντ έχει χρησιμοποιήσει σε διάφορες περιπτώσεις τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να δημοσιεύσει βίντεο [2] ομιλιών και κατ’ ιδίαν συναντήσεων με κυβερνητικούς αξιωματούχους ή εκπροσώπους εθνικών οργανώσεων, απευθυνόμενος τόσο στους επικριτές όσο και στους υποστηρικτές του. Δεν κατονομάζει πάντα τους αντιπάλους του, αλλά τους αναφέρει ως έντομα, προδότες ή αμόρφωτους. Η πιο αμφιλεγόμενη [3] ομιλία του ήταν κατά τη διάρκεια ενός υπουργικού συμβουλίου, όταν αποκάλεσε όσους όρισε σε θέσεις ως “τίμιους πολίτες”, που θα “καθαρίσουν τη χώρα από όσους την εξάντλησαν”. Σε άλλα μέρη, αυτό το είδος γλώσσας θα ισοδυναμούσε με υποκίνηση σε βία.

Πολλά δημόσια πρόσωπα κατήγγειλαν αυτή την ομιλία. Ο βουλευτής Yassine Ayari σχολίασε [4] σε ανάρτηση στο Facebook:

Καλεί για εμφύλιο πόλεμο, δικαιοσύνη του δρόμου και κυνήγι μαγισσών. […] Για όποιον δεν το έχει καταλάβει, οι τίμιοι είναι οι υποστηρικτές του, οι άλλοι είναι έντομα, διεφθαρμένοι, μισθοφόροι, προδότες. Η φάση των πολιτοφυλακών, που πρόκειται να προστατεύσει νόμιμα, γνέφει στην Τυνησία…

Δίωξη σε στρατοδικεία

Η διακυβέρνηση του Σαΐντ έχει επίσης χαρακτηριστεί από την αύξηση της χρήσης των στρατιωτικών δικαστηρίων. Σε δήλωση [5] της Διεθνούς Αμνηστίας, κατά τη διάρκεια τριών μηνών, μεταξύ 25 Ιουλίου και Νοεμβρίου 2021, το σύστημα στρατιωτικής δικαιοσύνης ερεύνησε ή δίωξε τουλάχιστον 10 πολίτες. Προς κατανόηση, η δήλωση αναφέρει ότι σε επτά χρόνια, μεταξύ 2011 και 2018, οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τεκμηρίωσαν μόνο έξι περιπτώσεις πολιτών, που προσήχθησαν ενώπιον του στρατιωτικού συστήματος δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με τη Heba Morayef [5], Περιφερειακή Διευθύντρια της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική:

In the past three months alone, more civilians have faced military courts than did in the preceding ten years.

Μόνο τους τελευταίους τρεις μήνες, έχουν αντιμετωπίσει στρατοδικεία περισσότεροι πολίτες από ό,τι τα προηγούμενα δέκα χρόνια.

Οι δημοσιογράφοι ειδικά στοχοποιούνται σε αυτήν την πολιτικά τεταμένη περίοδο. Στις 3 Οκτωβρίου 2021, οι αστυνομικές δυνάμεις συνέλαβαν [6] τον δημοσιογράφο Ameur Ayed και τον βουλευτή Abdellatif Aloui μετά τις δηλώσεις τους, όπου επέκριναν τις αποφάσεις του φανταστικού προέδρου στο “Hassad 24″, τηλεοπτικό πρόγραμμα στο Zitouna TV [7]. Ο Ayed επέκρινε την απόφαση του Προέδρου Σαΐντ να διορίσει τη Najla Bouden [8], πρώην καθηγήτρια πανεπιστημίου, ως επικεφαλής της κυβέρνησης και ανέφερε [9] στίχους από τον “Ηγέτη”, ποίημα του Ahmed Matar [10], Ιρακινού ποιητή που ζει στην εξορία. Το ποίημα είναι ένας φανταστικός διάλογος μεταξύ του ποιητή και ενός δικτάτορα.

Αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί ποιες συγκεκριμένες δηλώσεις προκάλεσαν τη σύλληψη, ο δικηγόρος του Ayed επιβεβαίωσε [5] ότι, κατά τη διάρκεια των ερευνών, η αρχική ανάκριση της αστυνομίας επικεντρώθηκε στις δηλώσεις του Ayed κατά την εκπομπή της 1ης Οκτωβρίου.

Σύμφωνα με τον δικηγόρο του, το στρατοδικείο είχε κατηγορήσει [11] τον Ayed για έκκληση για εξέγερση, υποβάθμιση του ηθικού των στρατιωτικών, διάπραξη εξευτελιστικών πράξεων κατά του αρχηγού του κράτους και απόδοση παράνομων ζητημάτων σε δημόσιο λειτουργό.

Αυτές οι κατηγορίες βασίζονται στο άρθρο 67 του Ποινικού Κώδικα [12], το οποίο επιβάλλει πρόστιμο και φυλάκιση για αδίκημα κατά του προέδρου, καθώς και στα άρθρα 72 και 128 του Ποινικού Κώδικα [12] και στο άρθρο 91 του Κώδικα Στρατιωτικής Δικαιοσύνης [13]. Ο Ayed παρέμεινε [14] υπό κράτηση μέχρι την προσωρινή αποφυλάκισή του στις 25 Νοεμβρίου 2021. Η επόμενη ακρόαση στο Στρατοδικείο για τους Ayed και Aloui έχει οριστεί για τις 20 Ιανουαρίου 2022.

Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταγγέλλουν [15] τακτικά τη χρήση στρατιωτικών διώξεων εναντίον δημοσιογράφων και συνεχίζουν να ρωτούν γιατί δεν διερευνώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 115, που σχετίζεται με την ελευθερία του Τύπου, της τυπογραφίας και της δημοσίευσης.

Έξι μήνες φυλάκιση για ανάρτηση στο Facebook

Οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν επίσης στοχοποιηθεί από αυτούς τους περιοριστικούς νόμους. Στις 12 Νοεμβρίου 2021, το Μόνιμο Στρατιωτικό Εφετείο στην Τυνησία καταδίκασε [16] τον Slim Jebali, έναν αμφιλεγόμενο blogger και διαχειριστή γνωστής σελίδας [17] στο Facebook, σε έξι μήνες φυλάκιση με βάση τις αναρτήσεις του στο Facebook.

Ο Jebali αντιμετώπισε πολλές κατηγορίες, όπως διάπραξη απεχθούς πράξης κατά του αρχηγού κράτους βάσει του άρθρου 67 του Ποινικού Κώδικα, απόδοση παράνομων ζητημάτων σε δημόσιο λειτουργό, που σχετίζονται με τη δουλειά του, χωρίς να προσκομίσει αποδείξεις, με βάση το άρθρο 128 του Ποινικού Κώδικα και εξευτελισμό τον στρατό, βλάπτοντας την αξιοπρέπεια, τη φήμη και το ηθικό του, αποδυναμώνοντας το πνεύμα του στρατιωτικού καθεστώτος κατά την εφαρμογή του άρθρου 91 του Κώδικα Στρατιωτικής Δικαιοσύνης.

Οι αρχικές έρευνες βασίστηκαν [18] σε καταγγελίες, συμπεριλαμβανομένης μιας που κατατέθηκε από την Προεδρία της Δημοκρατίας για αναρτήσεις στη σελίδα του Jebali στο Facebook. Το 2016 και το 2017, ο Jebali αντιμετώπισε ομοίως κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμιση μέσω κοινωνικών δικτύων βάσει καταγγελιών, συμπεριλαμβανομένης μιας, που κατατέθηκε από τον σύμβουλο επικοινωνίας της προεδρίας της κυβέρνησης, όπως ήταν το γραφείο του πρωθυπουργού εκείνη την εποχή.

Νομικές αντιφάσεις

Το άρθρο 8 του Κώδικα Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του 1957 παρέχει στα στρατοδικεία το δικαίωμα να δικάζουν πολίτες, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Το άρθρο 91 αυτού του κώδικα έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα για να απαγγέλλει κατηγορίες σε χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και  δημοσιογράφους. Το άρθρο [13] δηλώνει ότι:

Τιμωρείται με φυλάκιση από τρεις μήνες έως τρία χρόνια, όποιος, στρατιωτικός ή πολιτικός, σε δημόσιο χώρο και με λόγο, χειρονομίες, γραπτά, σχέδια, φωτογραφική αναπαραγωγή ή με το χέρι και ταινίες, είναι ένοχος για προσβολή της σημαίας ή του στρατού, επίθεση στην αξιοπρέπεια, τη φήμη, το ηθικό του στρατού, πράξεις που ενδέχεται να υπονομεύσουν τη στρατιωτική πειθαρχία, την υπακοή και τον σεβασμό λόγω ανωτέρων ή επικρίσεων για τη δράση της ανώτερης διοίκησης ή των ηγετών του στρατού, υπονομεύοντας έτσι την αξιοπρέπειά τους.

Αόριστοι όροι, όπως “επίθεση στην αξιοπρέπεια, τη φήμη, το ηθικό του στρατού” επιτρέπουν ερμηνείες, που περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης και παραβιάζουν τα διεθνή πρότυπα για την ελευθερία της έκφρασης, που κωδικοποιούνται σε περιφερειακές και διεθνείς συμβάσεις.

Ο νόμος αυτός επιτρέπει περιορισμένους και μη αυθαίρετους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης για “νόμιμους” σκοπούς. Αντίθετα, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα [19], στο οποίο η Τυνησία είναι συμβαλλόμενο μέρος, επιτρέπει περιορισμούς, εάν “προβλέπονται από το νόμο” και “είναι απαραίτητοι” για “το σεβασμό των δικαιωμάτων ή της φήμης των άλλων”.

Οι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξέφρασαν ανησυχίες για τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας σχετικά με τον διορισμό δικαστών και εισαγγελέων στο σύστημα στρατιωτικής δικαιοσύνης της Τυνησίας. Στην έκθεσή του μετά την αποστολή του το 2012 στην Τυνησία, ο ειδικός εισηγητής για την προώθηση της αλήθειας, της δικαιοσύνης, της αποκατάστασης και των εγγυήσεων μη επανάληψης, Pablo de Greiff, σημείωσε [20] ότι “η θεσμική ανεξαρτησία των στρατιωτικών δικαστών παραμένει αμφισβητήσιμη από το γεγονός ότι ο Υπουργός Άμυνας προεδρεύει του […] στρατιωτικού δικαστικού συμβουλίου”.

Χαμένες μεταρρυθμιστικές ευκαιρίες σε έναν πολιτικό αγώνα 10 ετών

Οι εκκλήσεις για μεταρρύθμιση και ανάκληση κατασταλτικών νόμων ξεκίνησαν ήδη από το 2011 με την προσωρινή κυβέρνηση να αναστέλλει [21] το σύνταγμα της Τυνησίας του 1959. Ωστόσο, πολλά νομικά κείμενα και διατάγματα, που έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα του 2014 και παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, παραμένουν σε ισχύ.

Για παράδειγμα, το Σύνταγμα του 2014 κατοχύρωσε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη στο άρθρο 27 και προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης στο άρθρο 31. Ορίζει ότι τα στρατοδικεία είναι “αρμόδια μόνο για την αντιμετώπιση στρατιωτικών εγκλημάτων”, αλλά δηλώνει επίσης ότι “τα στρατοδικεία πρέπει εξακολουθούν να ασκούν τις εξουσίες, που τους ανατίθενται από τους ισχύοντες νόμους, έως ότου τροποποιηθούν”. Τα διατάγματα 69 και 70 του Ιουλίου 2011 για την τροποποίηση του Κώδικα Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του 1957 εισήγαγαν σημαντικά στοιχεία όπως η ίδρυση στρατιωτικού εφετείου, αλλά αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν προστατεύουν επαρκώς την ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, και, τα τελευταία 10 χρόνια, οι πολίτες δικάστηκαν τόσο ενώπιον στρατιωτικών όσο και πολιτικών δικαστηρίων για απόψεις, που κοινοποιήθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Το 2017 και το 2018, το δημοκρατικό μπλοκ της αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο πρότεινε νομοσχέδιο για την τροποποίηση του Κώδικα Στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Το νομοσχέδιο, παρόμοιο με τις προσπάθειες αναθεώρησης του ποινικού κώδικα, του κώδικα ποινικής δικονομίας και άλλων νόμων, δεν μπήκε ποτέ στην ημερήσια διάταξη της γενικής συνόδου του κοινοβουλίου. Τα κυβερνώντα κόμματα στο κοινοβούλιο δεν πίεσαν την αναθεώρηση αυτών των νόμων, προκειμένου να συμμορφωθούν με το σύνταγμα του 2014 και τους διεθνείς κανόνες ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Για τους Τυνήσιους, αυτοί οι νόμοι συμβάλλουν στη συνεχή αίσθηση του déjà vu. Τα κενά σε αυτές τις νομοθεσίες έχουν χρησιμοποιηθεί για τον περιορισμό [22] των ελευθεριών, την παρέμβαση στη δικαστική διαδικασία και την καταστολή των επικριτών. Παρόμοιες τακτικές χρησιμοποιήθηκαν από το καθεστώς Μπεν Άλι, τους ηγεμόνες μετά την επανάσταση από το 2011 έως το 2021, και σήμερα στη μετά-τις-25 Ιουλίου 2021 εποχή. Μέχρι να αντιμετωπιστούν, ο εφιάλτης μπορεί να συνεχίσει να επαναλαμβάνεται.