Ζόραν Ζάεφ, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας που “έχει κάνει τα περισσότερα για να υπηρετήσει τη χώρα του”

Αφού ανακοίνωσε την απόφασή του στις 31 Οκτωβρίου, ο Ζόραν Ζάεφ υπέβαλε την παραίτησή του από πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας στις 22 Δεκεμβρίου ενεργοποιώντας έτσι τις συνταγματικές διαδικασίες για την παραίτηση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης και την ανάθεση της εντολής σχηματισμού νέας κυβέρνησης. Μια μέρα αργότερα, το κοινοβούλιο επιβεβαίωσε την παραίτησή του σε ολομέλεια.

Στο κείμενο της παραίτησής του, που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο της κυβέρνησης, ο Ζάεφ σημείωσε ότι έκανε αυτό το “λογικό βήμα” ως τρόπο να “αναλάβει την ευθύνη” για τα κακά αποτελέσματα του κόμματός του στις τοπικές εκλογές του Οκτωβρίου. Παραιτήθηκε επίσης από αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος ανακοινώνοντας την αποχώρησή του από την πολιτική. Μετά την παραίτηση του Ζάεφ, ο πρόεδρος Στέβο Πενταρόφσκι έδωσε την εντολή στον νέο εκπρόσωπο της καθιερωμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να σχηματίσει κυβέρνηση.

Ενώ εξετάζουμε τις συνταγματικές διαδικασίες και αξιολογούμε την ηγεσία του Ζόραν Ζάεφ, αξίζει να αναφέρουμε ότι είναι ο πρώτος πρωθυπουργός στην ιστορία της Βόρειας Μακεδονίας, που παραιτήθηκε, ενώ το κόμμα του ήταν ακόμη στην εξουσία (ο Μπράνκο Τσερβενκόφσκι, άλλος Κοινωνικός Δημοκρατικός, επίσης παραιτήθηκε από αρχηγός κόμματος και πρωθυπουργός το 2004, αλλά για να μπορέσει να διεκδικήσει την εκλογή του ως πρόεδρος της χώρας.)

Ο Ζάεφ ήταν ένας πολύ ενδιαφέρων πολιτικός, που είχε τραβήξει τα βλέμματα της κοινής γνώμης. Εκλέχθηκε για πρώτη φορά αρχηγός κόμματος πριν από οκτώ χρόνια ως μέλος μιας ομάδας. Ήταν υποψήφιος για αρχηγός, ενώ η σημερινή υπουργός Άμυνας Ράντμιλα Σεκερίνσκα ήταν υποψήφια αναπληρώτριά του. Το δίδυμο ηγήθηκε του κόμματος κατά τη διάρκεια της πολιτικής κρίσης των αποκαλύψεων υποκλοπών, των διαπραγματεύσεων για τη Συμφωνία του Πρζίνο και των πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών το 2016. Οι προεκλογικές υποσχέσεις του Ζάεφ ήταν να αποκαταστήσει τη δημοκρατία και την ελευθερία, να φέρει τη χώρα στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του λαού.

Ο Νίκολα Γκρούεφσκι και το VMRO-DPMNE του είχαν ισχυρό έλεγχο στην κυβέρνηση και τους θεσμούς. Ήταν ένα αυταρχικό καθεστώς, που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιέγραψε ως αιχμάλωτο κράτος. Για κάθε πολίτη που είχε ζήσει μια μέρα σε τέτοιο φόβο ή για τους σχεδόν 20.000, των οποίων τα τηλέφωνα παρακολουθούνταν, η επαναφορά της δημοκρατίας και της ελευθερίας ήταν υψίστης σημασίας. Σε αυτό, την κύρια υπόσχεσή του να κάνει τη Βόρεια Μακεδονία πιο δημοκρατική και πιο ελεύθερη, πέτυχε τα μέγιστα.

Αφού έγινε σαφές, τον Ιανουάριο του 2017, ότι ο Γκρουέφσκι δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση, το κόμμα του ενορχήστρωσε διώξεις κατά κοινωνίας των πολιτών και ακτιβιστών, με έναν μακρύ κατάλογο “εκτελέσεων”, που περιείχε έως και 170 πιο εξέχοντες πολιτικούς και πολιτικούς ηγέτες και διαμορφωτές κοινής γνώμης . Απαγόρευσε κάθε μεταβίβαση εξουσίας και υποστήριξε την εισβολή στο κοινοβούλιο στις 27 Απριλίου 2017. Ο εξαγριωμένος όχλος επιτέθηκε και χτύπησε δεκάδες ανθρώπους κάνοντας ουσιαστικά τον Ζάεφ να πληρώσει με το αίμα του για να εκλεγεί πρωθυπουργός.

Έχοντας δει πώς ο Γκρούεφσκι χρησιμοποίησε τις εθνοτικές εντάσεις για να αυξήσει τον φόβο των εθνοτικών Μακεδόνων, ο Ζάεφ συνειδητοποίησε ότι αυτός ο φόβος θα μπορούσε να μειωθεί μόνο με περαιτέρω ενοποίηση στην κοινωνία και εάν ήταν εγγυημένη η ασφάλεια της χώρας. Η καλύτερη εγγύηση γι’ αυτό ήταν η ενοποίηση με τους ίδιους στόχους με το ΝΑΤΟ και την ένταξη στην ΕΕ και γνήσια διεθνική ενσωμάτωση, που οδήγησε στη νέα κυβερνητική πολιτική της “Μίας Κοινωνίας για Όλους”. Το υποστήριξε περαιτέρω μιλώντας σε όλους τους πολίτες και τις εθνοτικές ομάδες, παρουσιάζοντας υποψηφίους για δημάρχους σε παραδοσιακά αλβανικούς δήμους, ενώ προώθησε πολιτικούς, Σοσιαλδημοκράτες, που εκπροσωπούσαν μειονοτικές εθνότητες σε υψηλές θέσεις στο κόμμα και στην κυβέρνηση. Ήταν από πολλές απόψεις μια πρωτοποριακή προσέγγιση για τη Βόρεια Μακεδονία και έδειξε την ικανότητα του Ζάεφ να δει ένα “μεγαλύτερο πλαίσιο”.

Το πολιτικό του ένστικτο ως αρχηγός της αντιπολίτευσης για τη δημιουργία φιλιών και την οικοδόμηση συμμαχιών μετατράπηκε με επιτυχία σε ένα όραμα, στο οποίο αφιέρωσε τα τρία πρώτα χρόνια του ως πρωθυπουργός, επιλύοντας τα ανοιχτά ζητήματα της χώρας. Ήταν τυχερός που αυτό το όραμα συναντήθηκε στα μισά του δρόμου με τον πρώην πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξη Τσίπρα. Η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν μια αποτελεσματική επίλυση με την Ελλάδα του ζητήματος της ονομασίας της χώρας, αλλά ήταν επίσης το θεμέλιο για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και την εκπλήρωση μιας από τις εθνικές της προτεραιότητες σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία της.

Η πρώτη προσπάθεια οικοδόμησης φιλίας του Ζάεφ ήταν με τη Βουλγαρία και οδήγησε στη συνθήκη φιλίας, καλής γειτονίας και συνεργασίας, την οποία υπέγραψε με τον Βούλγαρο ομόλογό του, τον Μπόικο Μπορίσοφ, `την 1η Αυγούστου 2017. Το Σύμφωνο Φιλίας επιτάχυνε την ενίσχυση των διμερών σχέσεων κατά την περίοδο από την υπογραφή της συμφωνίας μέχρι τα μέσα του 2019 και διευκόλυνε το εμπόριο, αλλά δεν έχει αποδώσει ακόμη καρπούς, καθώς η Βουλγαρία εμποδίζει επί του παρόντος την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ.

Μια τελευταία απόπειρα οικοδόμησης φιλίας συνδέθηκε με την πίστη και το θρησκευτικό του υπόβαθρο. Ως “αληθινό παιδί” της μη αναγνωρισμένης Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Ζάεφ έκανε προσεγγίσεις στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και επισκέφθηκε τον Πατριάρχη, χτίζοντας σχέσεις και θέτοντας τις βάσεις για την αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Μακεδονίας. Αν και ήταν μια άλλη πρωτοποριακή προσέγγιση, δεν θα είναι εύκολο να αποδώσει καρπούς.

Η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ ήταν ένα ρεκόρ από πολλές απόψεις. Μετά την τελική ένταξη στο ΝΑΤΟ, η χώρα χρειάστηκε μόλις 18 μήνες για να ενσωματωθεί πλήρως στη συμμαχία. Ήταν μια επιτυχία της κυβέρνησης, αλλά μια επιτυχία, για την οποία ο Ζάεφ έπρεπε να ευχαριστήσει τη Ράντμιλα Σεκερίνσκα, καθώς αυτό ανήκε στο χαρτοφυλάκιό της ως αναπληρώτρια πρωθυπουργός και υπουργός Άμυνας. Ο Ζάεφ αναγνώρισε τη Σεκερίνσκα ως την υπουργό, που υπηρέτησε περισσότερο τη χώρα κατά τα πέντε χρόνια της πρωθυπουργίας του.

Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Ζάεφ εργάστηκε για να αντιστρέψει πολλές από τις περιοριστικές πολιτικές από το καθεστώς του Γκρούεφσκι, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών για τις αμβλώσεις και τα δικαιώματα των γυναικών. Από τότε που εισήγαγε γυναίκα αντιπρόεδρο του κόμματος, τη Σεκερίνσκα, και συναρχηγούς (άνδρες και γυναίκες) για τους εκλογικούς καταλόγους το 2020, υπήρξε μεγάλη πρόοδος σε αυτόν τον τομέα. Πολλά ακόμα μπορούν να γίνουν για τα δικαιώματα των γυναικών. Ωστόσο, σε μια παραδοσιακή κοινωνία, πολύ κλειστή σε πολλές από τις σύγχρονες αξίες μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, τα μικρά βήματα είναι πιθανώς μια καλή προσέγγιση.

Επί θητείας Ζάεφ υπήρξε βελτίωση και στα δικαιώματα των εργαζομένων, με τον κατώτατο μισθό να διπλασιάζεται και από τον Ιανουάριο του 2022 η Κυριακή να ορίζεται ως ημέρα ανάπαυσης.

Ο Ζόραν Ζάεφ προεδρεύει της κυβερνητικής συνόδου στις 22 Δεκεμβρίου 2021. Φωτογραφία από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, ελεύθερη χρήση.

Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι ο Ζάεφ δεν είχε ανοσία σε σκάνδαλα. Πολλά που σπίλωσαν το κόμμα και, με τη σειρά τους, την κυβέρνηση. Περιλάμβαναν τη λεγόμενη υπόθεση “Racket”, την Εθνική Υπηρεσία για τα Ευρωπαϊκά Εκπαιδευτικά Προγράμματα και την Κινητικότητα, την υπόθεση Ρασκόφσκι, αλλά ο ίδιος, το κόμμα και η κυβέρνηση κατάφεραν να αποσυνδεθούν αποτελεσματικά από αυτούς που ερευνήθηκαν ή κατηγορήθηκαν, τερματίζοντας έτσι την ατιμωρησία των κομματικών στελεχών, που καθιέρσωσε ο Γκρούεφσκι.

Τέλος, απόδειξη του πόσο ελεύθερη είναι η κοινωνία είναι ο τρόπος, που αντιμετωπίζονται οι επικριτές της κυβέρνησης, σε αντίθεση με την εποχή του Γκρούεφσκι. Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του Ζάεφ ως πρωθυπουργού, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις, που ορισμένοι διορισμοί οδήγησαν σε σημαντική κριτική στο κοινό. Για παράδειγμα, ο διορισμός του Darko Leshoski ως διευθυντή του περίφημου φεστιβάλ ποίησης της Στρούγκα ή η εξέταση του μουσικού Beni Shaqiri για διευθυντή του Πολιτιστικού Κέντρου Νεότητας στα Σκόπια. Η δημόσια κριτική σε σημεία θεωρήθηκε ως διορθωτικός μηχανισμός και έκανε τον ίδιο, την κυβέρνηση και άλλους αιρετούς του κόμματός του να ανακαλέσουν αυτές τις αποφάσεις. Αυτή ήταν μια νέα και εντελώς άγνωστη προσέγγιση σε σύγκριση με την περίοδο του Γκρούεφσκι.

Ενώ ο Ζάεφ θεώρησε την ανταπόκριση της κυβέρνησής του στις δημόσιες απαιτήσεις ως κάτι καλό και ένδειξη αυξημένης δημοκρατίας, ωστόσο προκάλεσε βλάβη στην εικόνα του κόμματος και της κυβέρνησης. Όσοι αντικαταστάθηκαν ήταν θυμωμένοι και εκδικητικοί, ενώ όταν άλλοι διορισμοί δεν ανακλήθηκαν, οι πολίτες έμειναν απογοητευμένοι. Για παράδειγμα, στις τοπικές εκλογές του Οκτωβρίου, ο πρώην σύμμαχος Shaqiri έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος της πρωτεύουσας των Σκοπίων έναντι του υποψηφίου των Σοσιαλδημοκρατών, διαλύοντας την υποστήριξη μεταξύ των φιλελεύθερων ψηφοφόρων και των ψηφοφόρων από μη πλειοψηφικές εθνοτικές κοινότητες και συμβάλλοντας στη νίκη υποψήφιου υποστηριζόμενου από ακροδεξιά κόμματα της αντιπολίτευσης.

Συμπερασματικά, η συμβολή του στην ανάπτυξη του σύγχρονου κράτους, τη δημοκρατική του μετάβαση, την αγκυροβόληση της Βόρειας Μακεδονίας και την εξωτερική της πολιτική με τις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες τοποθετεί τον Ζόραν Ζάεφ στην τάξη των σύγχρονων οραματιστών ηγετών της Βόρειας Μακεδονίας, όπως οι πρώην πρόεδροι Κίρο Γκλιγκόροφ και Μπόρις Τραϊκόφσκι.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.