- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Φεύγοντας από το Κίεβο: Πώς ξεφύγαμε από την ουκρανική πρωτεύουσα καθώς ξέσπασε ο πόλεμος

Κατηγορίες: Ανατολική - Κεντρική Ευρώπη, Ουκρανία, Ρωσία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διεθνείς Σχέσεις, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Μετανάστευση, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πολιτική, Πρόσφυγες, Γέφυρα, Η Ρωσία εισβάλλει στην Ουκρανία
Kyiv, Ukraine on February 25, 2022. Screenshot from video by PBS Newshour on YouTube. [1]

Κίεβο, Ουκρανία, 25 Φεβρουαρίου 2022. Στιγμιότυπο πθόνης από βίντεο του PBS Newshour στο YouTube [2].

Αυτό το άρθρο [3] της Tetiana Bezruk εμφανίστηκε στο OpenDemocracy στις 27 Φεβρουαρίου 2022. Αναδημοσιεύεται βάσει συνεργασίας κοινοποίησης περιεχομένου και έχει υποστεί επιμέλεια για να ταιριάζει στο ύφος του Global Voices.

Πριν από οκτώ χρόνια, η Σοφία, ο Ντίμα, η Βίκα, ο Άντρι και η Μαρίνα έφυγαν από την πόλη τους στην ανατολική περιοχή του Ντονμπάς της Ουκρανίας, αφότου η Ρωσία ανέλαβε τον έλεγχό της το 2014.

Η ομάδα των φίλων μετακόμισε στο Κίεβο. Στις 25 Φεβρουαρίου, έφυγαν από την ουκρανική πρωτεύουσα, αφότου ο ρωσικός στρατός άρχισε να βομβαρδίζει την πόλη.

Η Tetiana Bezruk, ανταποκρίτρια του openDemocracy, οδήγησε μαζί τους από το Κίεβο στο Χμελνίτσκι, μια πόλη 350 χιλιόμετρα δυτικά, για να μάθει πώς είναι να φεύγεις από το σπίτι σου για δεύτερη φορά μέσα σε οκτώ χρόνια.

25 Φεβρουαρίου

Είναι έξι το πρωί σε ένα μεγάλο σπίτι έξω από το Κίεβο. Σε ένα μεγάλο δωμάτιο με τζάκι, που δεν έχει ακόμη ανάψει, 12 άτομα κοιμούνται στο πάτωμα. Οι κουρτίνες είναι κλειστές. Επικρατεί απόλυτη σιωπή.

“Σηκωθείτε. Πρέπει να τρέξουμε. Σηκωθείτε”, ουρλιάζει ξαφνικά η Σοφία*. “Σηκωθείτε όλοι. Πρέπει να τρέξουμε στο υπόγειο”.

Σηκώνομαι. Ακούω κάτι να βουίζει πάνω από το σπίτι, πιθανότατα ένα αεροπλάνο. Βγάζω την κουβέρτα μου, παίρνω το μπουφάν και το τηλέφωνό μου και βγαίνω τρέχοντας στο διάδρομο. Υπάρχουν πολλά άτομα μπροστά μου. Κατεβαίνουμε μια σιδερένια σκάλα ο ένας πίσω από τον άλλο στο υπόγειο. Έχει κρύο και υγρασία εκεί, αλλά υπάρχουν μερικές ξύλινες σανίδες στο πάτωμα: οι ιδιοκτήτες του σπιτιού τις ετοίμασαν, έτσι ώστε να υπάρχει κάτι για να καθίσεις.

Η τηλεφωνική σύνδεση δεν είναι πολύ καλή, αλλά μπορείς να διαβάσεις τα νέα. Ο ρωσικός στρατός βομβαρδίζει κατοικημένες περιοχές του Κιέβου. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπάρχουν φωτογραφίες του νυχτερινού ουρανού γεμάτου με λαμπερές γραμμές. Μοιάζουν με πυροτεχνήματα, αλλά δεν είναι. Η Σοφία μοιράζει ζεστές κουβέρτες σε όλους.

Η μικρή Ντιάνα* είναι στο υπόγειο μαζί μου. Είναι οκτώ μηνών. Νυστάζει πολύ στην αγκαλιά του πατέρα της. Η Ντιάνα φοράει μια βελούδινη παιδική μπλούζα-κουβέρτα, με κάποιους χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων πάνω της. Με κοιτάζει και χαμογελάει. Ακριβώς εδώ στο υγρό υπόγειο, η μητέρα του κοριτσιού προσπαθεί να αλλάξει την πάνα της. Η Ντιάνα μένει στωικά σιωπηλή και δεν κουνιέται.

Σε μικρή απόσταση από την Ντιάνα βρίσκεται ο εξάχρονος Όλεγκ. Φοράει ένα πράσινο πουλόβερ και ένα μπουφάν. Ο Όλεγκ παίζει στο τηλέφωνό του. Πίσω από τον Όλεγκ βρίσκονται δύο λυκειόπαιδα, που μοιράζονται μια κουβέρτα και γελούν. Η Ντιάνα, ο Όλεγκ και τα άλλα παιδιά εδώ είναι παιδιά γονέων, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη τους στο Ντονμπάς. Μερικά μετακόμισαν στο Κίεβο, όταν ήταν ακόμα παιδιά. Η Ντιάνα και ο Όλεγκ γεννήθηκαν εδώ. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 2022 δεν θυμόντουσαν ούτε γνώριζαν τι σημαίνει πόλεμος.

Η Σοφία και οι φίλοι της έφυγαν από την γενέτειρά τους το 2014 μετά την κατάληψη της πόλης από φιλορώσους μαχητές στον απόηχο της επανάστασης. Μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο και οδήγησαν 800 χιλιόμετρα μέχρι το Κίεβο. Εκείνο το καλοκαίρι, ζούσαν όλοι μαζί σε ένα μεγάλο διαμέρισμα. Οκτώ χρόνια μετά, είναι ξανά στο δρόμο.

Μπαίνουμε στα αυτοκίνητα. Θα φύγουμε από την περιοχή του Κιέβου. Καθώς πλησιάζουμε στο αυτοκίνητο, ακούμε έναν δυνατό ήχο, μόλις φτάνουμε στις πόρτες. Αεροπλάνο; Κοιταζόμαστε. Μετά έρχεται ξανά. Ο δυνατός, έντονος ήχος ενός αεροσκάφους από πάνω. Δεν μπορούμε να δούμε πού είναι. Δεν είναι σαφές πόσο κοντά είναι. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και φεύγουμε.

Υπάρχουν πολλά αυτοκίνητα στους δρόμους. Μερικοί οδηγοί κινούνται στην αντίθετη λωρίδα για να προσπεράσουν. Το βράδυ, ο ουρανός είναι συννεφιασμένος με πορτοκαλοροζ χρώμα. Για πρώτη φορά, νιώθω να μπορώ να κοιτάξω τον ουρανό, όχι για να ακούσω τους ήχους από αυτόν, όχι για να ψάξω για αεροπλάνο, αλλά για να δω το ηλιοβασίλεμα. Πίσω μας είναι αρκετές δεκάδες αυτοκίνητα. Όλοι φεύγουν.

“Χρειαζόμαστε ένα σχοινί”, λέει ο Ντίμα*. Έχει αρχίσει να τρέχει βενζίνη από ένα αυτοκίνητο και πρέπει είτε να ψάξουμε για νέα μεταφορά στη μέση του πουθενά είτε να τραβήξουμε το αυτοκίνητο με ένα σχοινί. Αποφασίζουμε το δεύτερο. Δύο πολύχρωμες γραμμές δένονται σε ένα από τα αυτοκίνητα και μετά γαντζώνονται στο δεύτερο και ξεκινάμε.

Φτάνουμε σε ένα χωριό στην περιοχή Χμελνίτσκι αργά το βράδυ. Η φίλη μου έχει συγγενείς εδώ. Δεν τους έχει δει για περισσότερα από 15 χρόνια. Συμφώνησαν να μας αφήσουν να περάσουμε τη νύχτα, καθώς οι οδηγοί μας είναι κουρασμένοι μετά από μια μέρα οδήγησης.

Η γυναίκα που συμφώνησε να μας δώσει καταφύγιο λέγεται Λιουντμίλα*. Μας συναντά στην είσοδο του χωριού. Παρκάρουμε τα αυτοκίνητά μας στην αυλή έξω από το σπίτι της και μπαίνουμε μέσα. Κάνει ζέστη. Η πέτρινη σόμπα είναι αναμμένη. Η Λιουντμίλα μάς έχει μαγειρέψει σούπα, αλλά δεν θέλω να φάω. Θέλω να κοιμηθώ.

Αρχίζουμε να ετοιμαζόμαστε για ύπνο. Τα παιδιά και οι μητέρες τους κοιμούνται στα κρεβάτια, οι υπόλοιποι στο πάτωμα. Ένα άτομο απλώνει τα χαλάκια του κάμπινγκ, που έφερε μαζί του.

Η οικοδέσποινα μάς δίνει ζεστές κουβέρτες. Παίρνω μια και την ακουμπάω στο πάτωμα. Φόρεσα το καπέλο μου. Έχει ρεύμα από το παράθυρο. Σκεπάζομαι με το χειμωνιάτικο μπουφάν μου, σκονισμένο από το δρόμο. Δεν θυμάμαι πώς τελειώνει το βράδυ. Αποκοιμιέμαι σε περίπου δύο λεπτά.

26 Φεβρουαρίου

Το πρωί, το δωμάτιο μοιάζει σχεδόν με παραλία με κόσμο να χαλαρώνει σε αυτό. Αλλά δεν υπάρχει χρόνος για χαλάρωση.

“Φεύγουμε”, λέει η Βίκα* στον μικρό Όλεγκ, ο οποίος είναι ξαπλωμένος αναπαυτικά στο κρεβάτι σκεπασμένος με μια κουβέρτα.

“Μαμά, πού πάμε πάλι;”. Ο νυσταγμένος Όλεγκ αρχίζει να κλαίει.

“Εντάξει, εντάξει. Θα σου πω”, απαντά η Βίκα και αρχίζει να εξηγεί στον γιο της πού πάνε και γιατί. Το αγόρι ηρεμεί και φοράει το μπουφάν του.

Η Λιουντμίλα αρχίζει να μας μοιράζει μήλα. “Να σας δώσω λίγο σαλό [ένα παραδοσιακό φαγητό με αλλαντικό χοιρινό λίπος]; Θέλει κανείς γάλα;”, ρωτάει. Αρνούμαστε και ζητάμε μόνο σπίρτα, αν είναι δυνατόν, γιατί δεν έχουμε δει ούτε ένα κατάστημα στον δρόμο. Η Λιουντμίλα μας δίνει αρκετά κουτιά.

Μόλις φεύγουμε, όταν φτάνουν κάποιοι άλλοι κάτοικοι στο σπίτι. Ένας άντρας μας έφερε ένα δοχείο βενζίνης. Θα μας φανεί χρήσιμο, καθώς δεν μπορείς να γεμίσεις σε όλα τα πρατήρια: έχουν ξεμείνει από καύσιμα. Τέλος, ο Άντρι*, ο οποίος επίσης έφυγε από το Ντονμπάς το 2014, αγκαλιάζει και ευχαριστεί όλες τις γυναίκες. που έχουν συγκεντρωθεί έξω από το σπίτι. Προχωράμε.

Φτάνουμε στο Χμελνίτσκι. Το προσωπικό ενός εστιατορίου έχει αφαιρέσει τα τραπέζια στον δεύτερο όροφο και έχει στρώσει στρώματα, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να ξεκουραστούν από το δρόμο. Οι σύντροφοί μου οδηγούν. “Τα λέμε σύντομα”, λέμε ο ένας στον άλλο. Κι αυτό όντως ελπίζω. Δεν διάβασα σχεδόν καθόλου ειδήσεις εκείνη την ημέρα και ανοίγω το τηλέφωνό μου μόνο το βράδυ. Οι Ρώσοι βομβάρδισαν ξανά κατοικημένες περιοχές στο Κίεβο. Οι φίλοι μου κρύβονται σε υπόγεια και καταφύγια στην πρωτεύουσα. Μερικοί δημοσιογράφοι που γνωρίζω έχουν εγγραφεί για άμυνα από εδάφους.

Αργότερα το βράδυ, όταν πάω για ύπνο, προσπαθώ να καταλάβω τι μέρα είναι. Παρασκευή; Δεν μπορώ να πω. Είναι Σάββατο. Τέταρτη μέρα του πολέμου, όταν ρωσικά τανκς άρχισαν να βομβαρδίζουν πόλεις σε όλη την Ουκρανία.

Khmelnytskyi, Ukraine. Image by Tetiana Bezruk for OpenDemocracy, used with permission. [4]

Χμελνίτσκι, Ουκρανία. Φωτογραφία: Tetiana Bezruk για το OpenDemocracy, χρήση με άδεια.

*Τα ονόματα στο δημοσίευμα έχουν αλλάξει για την προστασία των ατόμων.