Μάχη ταυτοτήτων: Γιατί το Κρεμλίνο ισχυρίζεται ότι μιλά για “ρωσόφωνους” στην Ουκρανία

Στιγμιότυπο οθόνης από το κανάλι στο YouTube του κωμικού Sergey Larin, που γράφει “великий и могучий русский язык” ή “σπουδαία και παντοδύναμη ρωσική γλώσσα”.

Μια βασική ιδέα στην αφήγηση της Μόσχας γύρω από τον πόλεμό της στην Ουκρανία είναι ο όρος “русскоговорящие” ή “русскоязычные”, που αναφέρεται στους ρωσόφωνους. Σε τι αναφέρεται αυτός ο όρος και γιατί έχει εργαλειοποιηθεί πολιτικά;

Από γλωσσολογικής άποψης, τα ρωσικά, τα ουκρανικά και τα λευκορωσικά διαμορφώνουν τον επονομαζόμενο ανατολικό κλάδο των σλαβικών γλωσσών. Προέρχονται από την κοινή σλαβική γλώσσα, κύρια γλώσσα επικοινωνίας των Ρως του Κιέβου, του πολιτισμού που αναπτύχθηκε από τον 9ο ως τον 12ο αιώνα στην περιοχή του σημερινού Κιέβου και έλαμψε από εκεί ως την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και το ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας. Παρά τις πολλές διαφορές τους, και οι τρεις γλώσσες χρησιμοποιούν το κυριλλικό αλφάβητο και μπορούν σε κάποιο βαθμό να είναι αμοιβαία κατανοητές χωρίς μετάφραση. Ωστόσο, παραμένουν ακόμα εγγενώς ξεχωριστές και έχουν ξεχωριστή λογοτεχνία και εννοιολογικά πλαίσια.

Μέχρι το τέλος της Ρωσικής Τσαρικής Αυτοκρατορίας το 1917, τα εδάφη, όπου ομιλούνταν αυτές οι τρεις γλώσσες, ήταν ως επί το πλείστον υπό ρωσικό και πολωνικό έλεγχο. Η τσαρική Ρωσία επέβαλε τη ρωσική ως γλώσσα της Διοίκησης, του Στρατού και της εκπαίδευσης, ενώ η ουκρανική και η λευκορωσική γλώσσα ομιλούνταν κατ’ οίκον, στον δρόμο, σε εκκλησίες και σε ορισμένα μαθήματα στα σχολεία. Στα περισσότερα μέρη της Τσαρικής Αυτοκρατορίας, οι ελίτ ήταν δίγλωσσοι, καθώς η χρήση της ρωσικής γλώσσας προσέφερε κοινωνικά και οικονομικά προνόμια.

Η σοβιετική έννοια των “ρωσόφωνων”

Καθώς αναδύθηκε το νέο σοβιετικό κράτος και ενίσχυσε τους θεσμούς του τη δεκαετία του '20, εφάρμοσε διάφορες πολιτικές, αλλά τελικά, το 1938, κήρυξε τη ρωσική γλώσσα ως υποχρεωτική σε όλα τα σοβιετικά σχολεία.

Η ρωσική γλώσσα έπρεπε να γίνει η κυρίαρχη γλώσσα όλων των λαών στο σοβιετικό μπλοκ σε ένα ουτοπικό κομουνιστικό μέλλον: μια γλώσσα της επιστήμης, της προόδου και της ειρήνης. Η ρωσική γλώσσα, υπό αυτό το πρίσμα, χαρακτηριζόταν συχνά σε ένα απόσπασμα του Ρώσου συγγραφέα του 19ου αιώνα Ιβάν Τουργκένιεφ ως “великий, могучий русский язык” ή “σπουδαία και παντοδύναμη ρωσική γλώσσα”.

Έτσι, οι προηγούμενες τσαρικές πολιτικές ενισχύθηκαν και οδήγησαν πολλούς μη Ρώσους ελίτ να στείλουν τα παιδιά τους σε σχολεία, όπου ομιλούνταν μόνο τα ρωσικά, αντί για σχολεία με πρόγραμμα σπουδών στην κυρίαρχη γλώσσα μιας εκ των 14 μη ρωσικών Σοβιετικών Δημοκρατιών. Τα ρωσικά επιβάλλονταν κατ’ οίκον και έγιναν η κύρια γλώσσα στην τηλεόραση. Ως αποτέλεσμα, μεγάλος αριθμός μη εθνοτικών Ρώσων έγιναν γηγενείς ομιλητές της ρωσικής, με ποικίλους βαθμούς γνώσης της γλώσσας καταγωγής τους. Αυτές οι γλώσσες καταγωγής θεωρούνταν συχνά μη ελκυστικές ή άχρηστες. Για ορισμένες εθνικότητες, ήταν επίσης απλώς αδύνατο να μάθουν τη γλώσσα καταγωγής τους, καθώς δεν υπήρχαν σχολεία, εγχειρίδια εκμάθησης ούτε εκπαιδευτικοί για να διευκολύνουν τη διαδικασία γλωσσικής εκμάθησης. Τέτοια ήταν η περίπτωση των Κορεατών, των Εβραίων (ως εθνοτική και όχι θρησκευτική κοινότητα σύμφωνα με τους σοβιετικούς ορισμούς των εθνικοτήτων) και των Γερμανών.

Σταδιακά, ο όρος “ρωσόφωνος” έγινε σύμβολο εκλεπτυσμού, ανώτερης μόρφωσης, καλύτερης εργασίας και προοπτικών σταδιοδρομίας, ανώτερου βιοτικού επιπέδου και μέρος της σοβιετικής έννοιας του “культурный человек”: ενός μορφωμένου ατόμου προοδευτικής και διανοητικής φύσης, που θα μπορούσε να έχουν πρόσβαση στη γνώση χάρη στις μεταφράσεις στα ρωσική.

Η πτώση της Αυτοκρατορίας και οι θολές ταυτότητες

Όταν η Σοβιετική Ένωση έπαψε να υπάρχει στα τέλη του 1991, όλες οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες ξεκίνησαν ένα ταξίδι επανεύρεσης της ιστορικής, πολιτιστικής και γλωσσικής τους ταυτότητας, που είχε σε μεγάλο βαθμό λογοκριθεί και στρεβλωθεί από τη σοβιετική ιδεολογία, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας.

Οι εθνοτικοί Ρώσοι, οι οποίοι συχνά ήταν προνομιούχοι ως φορείς της “σπουδαίας και παντοδύναμης” ρωσικής γλώσσας σε όλες τις Δημοκρατίες πέρα από την Ρωσική, έπρεπε να κάνουν απροσδόκητες επιλογές. Θα μπορούσαν είτε να αγκαλιάσουν τον νέο πολιτιστικό λόγο των νέων πατρίδων τους, όπου τα ρωσικά έχασαν, στις περισσότερες περιοχές, το καθεστώς της ως επίσημης γλώσσας, και να δουν τις υψηλόβαθμες θέσεις τους να καταλαμβάνονται από τις νέες τοπικές ελίτ, συνήθως μέλη της κυρίαρχης εθνικότητας των νέων ή πρόσφατα αναζωογονημένων κρατών. Ή θα μπορούσαν να μετακομίσουν στη Νέα Ρωσία, όπου θεωρούσαν ότι δεν θα χρειαζόταν να βιώσουν τη θεωρούμενη ως απώλεια της κοινωνικής τους θέσης.

Σε αυτό το στάδιο, ο όρος “ρωσόφωνος” περιέγραφε δύο διαφορετικές ομάδες, που μπορούν να διακριθούν σε εθνοτική βάση. Η πρώτη ομάδα αναφέρεται σε εθνοτικούς Ρώσους, και κατ’ επέκτασιν εθνοτικούς Σλάβους, αλλά περιλαμβάνει επίσης Εβραίους, Γερμανούς κι Έλληνες, οι οποίοι αποτελούν μειονότητα στην νεογέννητη χώρα διαμονής τους.

Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει άτομα της κυρίαρχης εθνοτικής ομάδας, όπως Αζέρους ή Κιργίζιους, που μιλούν την ρωσική ως μητρική τους, ενίοτε μόνο, γλώσσα, συχνά απορρίπτοντας αναφορές στη θρησκευτική αναζωογόνηση που βιώνουν άλλοι, και θεωρούνται ξεχωριστή ομάδα από την πλειοψηφία.

Φυσικά, τα σύνορα μεταξύ όλων αυτών των ομάδων είναι θολά και μπορούν να αλλάξουν κατά τη διάρκεια της ζωής των ατόμων.

Μια κενή Ρωσία αυτοανακηρύσσεται προστάτιδα όλων των ρωσόφωνων

Για τη σημερινή Ρωσία, οι κοινότητες των ρωσόφωνων, που ζουν στα κράτη της Εσθονίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας, της Μολδαβίας, του Αζερμπαϊτζάν, του Καζακστάν, του Κιργιστάν, του Τατζικιστάν και του Ουζμπεκιστάν (Αρμενία, Γεωργία και Τουρκμενιστάν έχουν πλέον μάλλον μικρές κοινότητες, που αυτοχαρακτηρίζονται ρωσόφωνοι), ανέρχονται κάπου μεταξύ 12-16 εκατομμυρίων ανθρώπων. 

Αυτή η μεγάλη ομάδα είναι στρατηγική για τη Ρωσία για διάφορους λόγους. Πρώτον, η Ρωσία είναι μια – σε μεγάλο βαθμό – κενή χώρα, με πληθυσμό που μειώνεται συνεχώς ως αποτέλεσμα των κακών συνθηκών διαβίωσης για την πλειοψηφία της, του χαμηλού προσδόκιμου ζωής και της μαζικής φυγής μορφωμένου εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό, του λεγόμενου “brain drain“.

Δεύτερον, η Ρωσία βασίζεται σε ρωσόφωνους καταναλωτές μιντιακού περιεχομένου, που παράγεται από τη Ρωσία για να εκπροσωπεί τα συμφέροντά της σε ορισμένες χώρες και να δημιουργεί τοπικά λόμπι, που ευνοούν τη ρωσική επιχειρηματικότητα και πολιτικά συμφέροντα.

Τρίτον, η Μόσχα εργαλειοποιεί αυτές τις κοινότητες, όταν θέλει να αντιταχθεί σε τοπικές ή ξένες κυβερνήσεις παίζοντας το “χαρτί” των μειονοτήτων, που φέρεται να στερούνται πολιτιστικών ή γλωσσικών δικαιωμάτων. Αυτό γίνεται συχνά για να ανταγωνιστεί την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των ρωσόφωνων κοινοτήτων στα κράτη της Βαλτικής. Χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για συνέχιση της υποστήριξης στην Υπερδνειστερία και τελικά χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία της Μόσχας για να καταλάβει την Κριμαία, τμήματα των περιοχών Λουχάνσκ και Ντονέτσκ και, πιο πρόσφατα, ολόκληρη την Ουκρανία.

Σήμερα, η Μόσχα χειραγωγεί σκόπιμα την ποικιλόμορφη και περίπλοκη έννοια των ρωσόφωνων αρνούμενη τις δικές τους συγκεκριμένες ταυτότητες: πολλά άτομα, και στην Ουκρανία, που μιλούν την ρωσική ως μητρική τους γλώσσα ή είναι δίγλωσσοι, δεν αυτοχαρακτηρίζονται ως ρωσικής εθνικότητας και σίγουρα δεν τάσσονται με τη Ρωσία. Ωστόσο, η Μόσχα ισχυρίζεται ότι αυτά τα άτομα υπερασπίζεται.

Η πραγματικότητα είναι ότι, όταν βομβαρδίζει μια πόλη όπως το Χάρκοβο στο βόρειο τμήμα της Ουκρανίας, βομβαρδίζει και άτομα ρωσικής εθνικότητας και γλώσσας.


Για περισσότερες πληροφορίες για το θέμα, δείτε το ειδικό μας αφιέρωμα “Η Ρωσία εισβάλλει στην Ουκρανία”.

 

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.