Στην Τουρκία, υπηρεσία παρακολούθησης MME χρησιμοποιεί αδειοδότηση και αποπειράται λογοκρισία ξένων ΜΜΕ

Εικόνα από τον Michael Dziedzic που χρησιμοποιείται με άδεια Unsplash.

Στις 25 Φεβρουαρίου, η υπηρεσία παρακολούθησης ΜΜΕ της Τουρκίας RTUK δήλωσε ότι θα ζητήσει δικαστική απόφαση για να μπλοκάρει την πρόσβαση στις τουρκικές υπηρεσίες της Deutsche Welle (DW), του Voice of America (VoA) και του Euronews. Η ανακοίνωση ήρθε, αφότου και τα τρία ΜΜΕ αρνήθηκαν να υποβάλουν αίτηση για άδεια μετάδοσης εντός της προθεσμίας των 72 ωρών στις 21 Φεβρουαρίου.

Στη δήλωσή του, το Voice of America ανέφερε: 

Η αδειοδότηση είναι ο κανόνας για τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, επειδή το φάσμα εκπομπής είναι ένας πεπερασμένος δημόσιος πόρος και οι κυβερνήσεις έχουν αναγνωρισμένη ευθύνη να ρυθμίζουν το φάσμα για να διασφαλίσουν ότι χρησιμοποιείται προς το συμφέρον του ευρύτερου κοινού. Το Διαδίκτυο, αντίθετα, δεν είναι περιορισμένος πόρος και ο μόνος πιθανός σκοπός μιας απαίτησης αδειοδότησης για τη διανομή στο Διαδίκτυο είναι να επιτρέψει τη λογοκρισία.  

Η δήλωση της DW απηχούσε την ίδια άποψη:

Αφού υποβλήθηκαν τα τοπικά ΜΜΕ στην Τουρκία σε μια τέτοια ρύθμιση, επιχειρείται τώρα να περιοριστούν τα ρεπορτάζ των διεθνών υπηρεσιών ΜΜΕ. Αυτή η κίνηση δεν σχετίζεται με τυπικές πτυχές εκπομπής, αλλά με το δημοσιογραφικό περιεχόμενο καθεαυτό. Δίνει στις τουρκικές Αρχές την επιλογή να μπλοκάρουν ολόκληρη την υπηρεσία με βάση μεμονωμένα, κρίσιμα ρεπορτάζ, εκτός εάν αυτά τα ρεπορτάζ διαγραφούν. Αυτό θα άνοιγε το ενδεχόμενο λογοκρισίας. Θα ασκήσουμε έφεση κατά αυτής της απόφασης και θα κινηθούμε νομικά στα τουρκικά δικαστήρια.

Τα τελευταία χρόνια, το RTUK έχει λάβει σαρωτικές εξουσίες για τον έλεγχο του διαδικτυακού περιεχομένου ΜΜΕ. Η κίνηση δεν ήταν ασυνήθιστη, δεδομένου ότι πάνω από το 90% των κυρίαρχων ΜΜΕ ανήκουν σε φιλοκυβερνητικές εταιρείες. Σύμφωνα με μια τοπική έκθεση του Συνδέσμου Ελευθερίας της Έκφρασης του 2021, συνολικά 467.011 ιστότοποι αποκλείστηκαν μέχρι το τέλος του 2020, ακολουθούμενοι από 150.000 αποκλεισμένες διευθύνσεις URL, 7.500 λογαριασμούς Twitter, 50.000 τουίτ, 12.000 ιστοσελίδες στο YouTube, 8.000 αναρτήσεις στο Facebook και 6.800 δημοσιεύσεις στο Instagram. Όλο το αποκλεισμένο περιεχόμενο υπόκειτο στον νόμο αριθ. 5651 (επίσης γνωστός ως νόμος για το Διαδίκτυο) και άλλες νομικές διατάξεις, που εκδόθηκαν από 764 ποινικά ειρηνοδικεία και άλλα εξουσιοδοτημένα ιδρύματα. 

Η καταστολή στις πλατφόρμες των ΜΜΕ εντάθηκε μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016. Αλλά δεν στοχοποιήθηκαν μόνο τα ανεξάρτητα και επικριτικά ΜΜΕ. Αμέτρητοι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν διωχθεί για «προσβολή του προέδρου». Σύμφωνα με το άρθρο 299 του τουρκικού Ποινικού Κώδικα, είναι παράνομη η προσβολή του προέδρου. Ο κατηγορούμενος μπορεί να αντιμετωπίσει έως και τέσσερα χρόνια φυλάκιση. Από τότε που εξελέγη ο Ερντογάν το 2014, η Freedom House αναφέρει ότι «περίπου 100.000 άτομα έχουν κατηγορηθεί για δυσφήμιση του προέδρου» και για παραβίαση του άρθρου 299 του Ποινικού Κώδικα, μια διάταξη που σπάνια χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν, σύμφωνα με έκθεση του 2018 του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Φοιτητές, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, δικηγόροι και απλοί πολίτες έχουν διωχθεί ή δικαστεί. Σύμφωνα με τη Γενική Διεύθυνση Ποινικού Μητρώου και Στατιστικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, 36.000 άτομα ερευνήθηκαν για φερόμενη προσβολή του προέδρου το 2019 και 31.297 το 2020. Συγκριτικά, μόνο τέσσερα άτομα ερευνήθηκαν βάσει του άρθρου το 2010.

Όταν ο Πρόεδρος Ερντογάν προσβλήθηκε από τον COVID-19 τον Φεβρουάριο του 2022, ξεκίνησαν τουλάχιστον 36 έρευνες εναντίον χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που εξέφρασαν υπερβολικό ενθουσιασμό για τις ειδήσεις. Ανάμεσά τους ήταν η πρώην Ολυμπιονίκης της κολύμβησης Derya Büyükuncu. «Έχει COVID-19 και θέλει προσευχές. Προσευχόμαστε, μην ανησυχείτε. Έχω αρχίσει να φτιάχνω 20 ταψιά χαλβά. Θα δώσω λίγο σε ολόκληρη τη γειτονιά όταν έρθει η ώρα», έγραψε στο Twitter η Büyükuncu μετά την είδηση. Ο χαλβάς, εκτός από δημοφιλές γλυκό, που παρασκευάζεται με αλεύρι ή σιμιγδάλι, βούτυρο και μέλι, σερβίρεται και σε κηδείες. Λίγο αφότου η Büyükuncu κοινοποίησε αυτό το τουίτ, το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα ισχυρίστηκε ότι η κολυμβήτρια ευχήθηκε έμμεσα τον θάνατο του προέδρου και ως εκ τούτου διέπραξε εγκληματική ενέργεια και εξέδωσε ένταλμα σύλληψης. 

Άλλη μια χρήστρια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό για τις ίδιες κατηγορίες. Η πολίτης, προς υπεράσπισή της, είπε ότι το τουίτ δεν προοριζόταν για τον πρόεδρο, αλλά για τον φίλο της, καθώς το ζευγάρι είχε μια σύγκρουση. «Δεν ήξερα ότι η ετικέτα #χαλβάς αφορούσε τον Πρόεδρο και την ασθένειά του. Όταν είδα την ετικέτα και, καθώς τα πράγματα δεν πάνε καλά μεταξύ εμένα και του φίλου μου, έγραψα κάτι τέτοιο νομίζοντας ότι θα το δει. Δεν είχα στόχο τον Πρόεδρο με το τουίτ μου. Δεν αποδέχομαι το κατηγορούμενο αδίκημα. Είμαι αθώα. Ζητώ την αποφυλάκισή μου», είπε η γυναίκα στην κατάθεσή της. 

Ο Πρόεδρος Ερντογάν δεν είναι μεγάλος οπαδός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά του Twitter. Από τότε που η λαϊκή περιβαλλοντική διαμαρτυρία μετατράπηκε σε αντικυβερνητική διαμαρτυρία το 2013, ήταν αποφασισμένος να χαλιναγωγήσει τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Στο αποκορύφωμα των διαδηλώσεων, ο Ερντογάν, ο οποίος τότε υπηρετούσε ως πρωθυπουργός της χώρας, χαρακτήρισε τις πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως «τη χειρότερη απειλή για την κοινωνία». Ένα χρόνο αργότερα, υποσχέθηκε να «εξαφανίσει όλες αυτές τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης». Εκείνη την ημέρα, το Twitter αποκλείστηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Χρειάστηκαν μερικά χρόνια μέχρι ο ένθερμος κριτικός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να χαλιναγωγήσει επιτέλους τις πλατφόρμες. Το 2020, Τούρκοι νομοθέτες υπέγραψαν το νέο νόμο για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (νόμος για τη ρύθμιση των δημοσιεύσεων στο Διαδίκτυο και την καταστολή των εγκλημάτων που διαπράττονται μέσω τέτοιων δημοσιεύσεων) εισάγοντας ένα σύνολο απαιτήσεων, που θα είχαν διαρκή αντίκτυπο στα ψηφιακά δικαιώματα και την ελευθερία της έκφρασης στην Τουρκία. 

Εν τω μεταξύ, ο έλεγχος σε ανεξάρτητες και κρίσιμες πλατφόρμες ΜΜΕ συνεχίζεται. Ο ασαφώς καθορισμένος νόμος για τις προσβολές χρησιμοποιείται για να στοχεύσει αυτά τα ΜΜΕ. Στις 22 Ιανουαρίου, η αστυνομία στην Τουρκία συνέλαβε την εξέχουσα δημοσιογράφο Sedef Kabas για μια παροιμία που χρησιμοποίησε η δημοσιογράφος σε τηλεοπτική εκπομπή και αργότερα στο Twitter της. «Όταν το βόδι έρχεται στο παλάτι, δεν γίνεται βασιλιάς. Αλλά το παλάτι γίνεται αχυρώνας», είπε, παραλείποντας οποιαδήποτε αναφορά ή όνομα. Το RTUK ξεκίνησε επίσης έρευνα εναντίον του καναλιού για «απαράδεκτες δηλώσεις που στοχεύουν τον πρόεδρό μας». Δύο ημέρες αργότερα, η κυβέρνηση επέβαλε πρόστιμο στην Tele1 για «υποκίνηση του λαού σε εχθρότητα και μίσος». Το RTUK ανέστειλε επίσης το πρόγραμμα της Kabas για πέντε επεισόδια, ενώ στην παρουσιάστρια του προγράμματος απαγορεύτηκε επίσης να φιλοξενήσει οποιαδήποτε εκπομπή σε οποιοδήποτε τηλεοπτικό κανάλι για 30 ημέρες. 


Επισκεφτείτε τη σελίδα του εγχειρήματος για περισσότερα άρθρα από το Παρατηρητήριο Ανελευθερίας.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.