Στην Τουρκία, ο αποκλεισμός ειδησεογραφικών ιστοσελίδων είναι κοινή πρακτική. Ορισμένοι από αυτούς τους ιστότοπους αντιμετωπίζουν συνεχώς αποκλεισμό, όπως η ηλεκτρονική εφημερίδα Özgür Gelecek (Ελεύθερο μέλλον). Στις 21 Μαρτίου, η Özgür Gelecek αποκλείστηκε για 33η φορά. Το 4ο Ποινικό Δικαστήριο Ειρήνης του Ντιγιάρμπακιρ απέκλεισε ολόκληρο τον ιστότοπο, αφού βρήκε το περιεχόμενο του ιστότοπου “απαράδεκτο”. Στις 24 Μαρτίου, η καθημερινή εφημερίδα της Τουρκίας Cumhuriyet έλαβε δικαστική εντολή, που εμποδίζει την πρόσβαση στην είδηση της εφημερίδας σχετικά με τη διαφθορά αξιωματούχων της τοπικής κυβέρνησης. Επίσης τον Μάρτιο, τουλάχιστον τρεις λογαριασμοί του τουρκικού πρακτορείου ειδήσεων στο Twitter ανεστάλησαν προσωρινά μετά την προβολή δημοσιεύματος σχετικά με τη βία σε κοιτώνα, που λειτουργεί από θρησκευτική αίρεση. Δεν πρόκειται για μεμονωμένες ή μοναδικές περιπτώσεις αφαίρεσης περιεχομένου ή αποκλεισμένης πρόσβασης.
Σύμφωνα με έκθεση της Ένωσης Ερευνών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (MEDAR) που δημοσιεύθηκε πέρυσι, τουλάχιστον τρεις ειδήσεις αφαιρούνται σε καθημερινή βάση στην Τουρκία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα άρθρα επικεντρώνονται στη διαφθορά ή τις παρατυπίες στη δέουσα διαδικασία. Τα αιτήματα αποκλεισμού ή κατάργησης περιεχομένου προέρχονται από επιχειρηματίες και κυβερνητικούς αξιωματούχους, που ισχυρίζονται ότι παραβιάζονται τα προσωπικά τους δικαιώματα, καταλήγουν οι συντάκτες της έκθεσης MEDAR.
Μια άλλη έκθεση, που δημοσιεύθηκε πέρυσι από την πλατφόρμα FreeWeb Turkey, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «το 42% των μπλοκαρισμένων ειδήσεων μεταξύ Νοεμβρίου 2019 και Οκτωβρίου 2020 σχετίζονται άμεσα με τον Τούρκο Πρόεδρο και τον ηγέτη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, την οικογένειά του ή δημάρχους και στελέχη του AKP».
Όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Οι σαρωτικές νομοθετικές τροποποιήσεις στους εθνικούς νόμους καθώς και η εξαντλητική θεσμική εποπτεία από κυβερνητικούς θεσμούς, όπως το Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (RTUK), κύριος επόπτης των ΜΜΕ της Τουρκίας, έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον απεριόριστης ψηφιακής λογοκρισίας σε μια χώρα, όπως περιγράφεται από την Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων (CPJ), ως ο έκτος χειρότερος δεσμοφύλακας δημοσιογράφων σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της οργάνωσης από πέρυσι.
Από το YouTube στους ιστότοπους: Πώς ο αποκλεισμός συγκεκριμένων διευθύνσεων URL έγινε ο κανόνας
Τον Μάρτιο του 2007, οι Τούρκοι αποκλείστηκαν από την πρόσβαση στον δημοφιλή ιστότοπο κοινής χρήσης βίντεο YouTube. Η πλατφόρμα μπλοκαρίστηκε με δικαστική απόφαση για ένα βίντεο με τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας. Δύο άρθρα του τουρκικού ποινικού κώδικα θεωρούν ποινικό αδίκημα την προσβολή του προέδρου (άρθρο 299) και του τουρκισμού (άρθρο 301.) Ο αποκλεισμός εφαρμόστηκε από την TurkTelekom, πρώην κρατική εταιρεία τηλεπικοινωνιών, που αργότερα ιδιωτικοποιήθηκε.
Το YouTube παρέμεινε επίσημα αποκλεισμένο (αν και προσβάσιμο μέσω διακομιστών μεσολάβησης) για τα επόμενα δυόμισι χρόνια. Λίγο μετά την άρση της απαγόρευσης τον Οκτώβριο του 2010, το YouTube μπλοκαρίστηκε για άλλη μια φορά τον επόμενο μήνα, αυτή τη φορά μετά από επίσημη καταγγελία, που ξεκίνησε από αρχηγό κόμματος της αντιπολίτευσης, του οποίου βίντεο με προσωπικές στιγμές διέρρευσε στην πλατφόρμα. Η πλατφόρμα ξεμπλοκαρίστηκε και μπλοκαρίστηκε αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια.
Το 2008, όταν το YouTube μπλοκαρίστηκε για πρώτη φορά, περισσότεροι από χίλιοι ιστότοποι είχαν ήδη αποκλειστεί στην Τουρκία «για κριτική στον Ατατούρκ ή τον στρατό, για αντιληπτές επιθέσεις στην «αξιοπρέπεια» του έθνους ή για αναφορά στις μειονότητες Κούρδων και Αρμενίων της Τουρκίας, θέματα ταμπού στην Τουρκία», ανέφεραν οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα εκείνη την εποχή. Αυτό κατέστη δυνατό λόγω του περιβόητου Νόμου αρ. 5651 (σχετικά με τον κανονισμό των δημοσιεύσεων στο Διαδίκτυο και την καταστολή των εγκλημάτων, που διαπράττονται μέσω τέτοιων δημοσιεύσεων), που εγκρίθηκε τον Μάιο του 2007. Χαρακτηρίζεται ως το πρώτο νομοσχέδιο της χώρας ειδικά για το Διαδίκτυο και σχεδιάστηκε για την προστασία των χρηστών από παράνομο και επιβλαβές περιεχόμενο στο διαδίκτυο. Τότε, ο νόμος επέτρεπε στους εισαγγελείς να επιβάλλουν απαγόρευση οποιουδήποτε ιστότοπου εντός 24 ωρών με δικαστική απόφαση ή διοικητική απόφαση, που εκδόθηκε από την Προεδρία Τηλεπικοινωνιών και Επικοινωνιών (TİB) — τον κορυφαίο λογοκριτή Διαδικτύου της Τουρκίας μέχρι τη διάλυσή του το 2016. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτοί οι ιστότοποι παραβίαζαν «επτά κατηγορηματικά εγκλήματα (υποκίνηση σε αυτοκτονία, συνέργεια στη χρήση ναρκωτικών, παιδική πορνογραφία, χυδαιότητα, πορνεία, συνέργεια στον τζόγο και συκοφαντία της κληρονομιάς του Ατατούρκ, ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας).
Η TİB ιδρύθηκε το 2005 με κύριο σκοπό να συγκεντρώνει “από μια ενιαία μονάδα, την παρακολούθηση των επικοινωνιών και την εκτέλεση των εντολών παρακολούθησης επικοινωνιών, που υπόκεινται στους νόμους Νο. 2559 (Νόμος για τα καθήκοντα και τις εξουσίες της αστυνομίας), αρ. 2803 (Νόμος για την οργάνωση, τα καθήκοντα και τις εξουσίες της χωροφυλακής), αρ. 2937 (νόμος για τις κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών και την εθνική οργάνωση πληροφοριών) και αρ. 5271 (Ποινικός δικονομικός νόμος)”.
Η TİB σταμάτησε να δημοσιεύει εκθέσεις διαφάνειας σχετικά με τον αριθμό των αποκλεισμένων ιστοσελίδων έως τον Μάιο του 2009 χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Αυτό ώθησε μια ομάδα νομικών και ακτιβιστών του Διαδικτύου να αρχίσει να τεκμηριώνει τον αριθμό των αποκλεισμένων ιστοσελίδων στην Τουρκία ανεξάρτητα μέσω του EngelliWeb. Τη στιγμή της συγγραφής αυτού του κειμένου, τα πιο πρόσφατα δεδομένα που συνέλεξε η EngelliWeb για το 2020 τεκμηριώνουν περισσότερους από 460.000 αποκλεισμένους τομείς, 150.000 διευθύνσεις URL και 50.000 τουίτ. Μέχρι σήμερα, κανένας επίσημος κυβερνητικός οργανισμός, συμπεριλαμβανομένου του διαδόχου της TİB, του Συμβουλίου Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (BTK), δεν έχει δημοσιεύσει στατιστικά στοιχεία για τον αριθμό των αποκλεισμένων ιστοσελίδων στην Τουρκία.
Ο Νόμος αρ. 5651 τροποποιήθηκε αρκετές φορές, με κάθε τροποποίηση να εισάγει περαιτέρω περιορισμούς. Το 2014, η TİB εξουσιοδοτήθηκε «να εκδώσει εντολή αποκλεισμού βάσει καταγγελίας, που υποβλήθηκε για παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικού απορρήτου ενός ατόμου, και να το πράξει χωρίς να λάβει δικαστική απόφαση». Η κατάργηση «προσβλητικού» περιεχομένου εντός τεσσάρων ωρών, η δυνατότητα αποκλεισμού βάσει URL και ο αποκλεισμός «μεμονωμένων αναρτήσεων ή όλων των αναρτήσεων από συγκεκριμένο χρήστη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης», ήταν μερικές από τις νέες, κρίσιμες διατάξεις, που προστέθηκαν στον νόμο.
Ως εκ τούτου, η Τουρκία δεν απέκλειε πλέον μόνο περιεχόμενο, που θεωρούσε προσβλητικό για την εθνική της ενότητα, την οικογένεια και τις ηθικές αξίες, αλλά και περιεχόμενο, που αποκάλυπτε τη διαφθορά ή άλλες παράνομες ενέργειες, που διαπράττονται από κυβερνητικούς αξιωματούχους. Το 2014, αφού οι ηχογραφήσεις φάνηκε να αποκαλύπτουν διαφθορά στον στενό κύκλο του ηγέτη του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός εκείνη την εποχή, διέρρευσαν στο Διαδίκτυο και το YouTube, το Twitter και το Facebook αποκλείστηκαν σε όλη τη χώρα. Το επόμενο έτος, η πρόσβαση και στις τρεις πλατφόρμες καθώς και σε 166 άλλους ιστότοπους μπλοκαρίστηκε, όταν κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο μια εικόνα Τούρκου εισαγγελέα που κρατούνταν υπό την απειλή όπλου, αφού είχε συλληφθεί ως όμηρος.
Το 2016, στον απόηχο του αποτυχημένου πραξικοπήματος, η ταχύτητα αποκλεισμού ιστοσελίδων έφτασε σε πρωτοφανές επίπεδο. Αν και το κράτος έκλεισε το TİB την ίδια χρονιά, απλώς αντικαταστάθηκε από την Αρχή Τεχνολογίας Πληροφοριών και Επικοινωνιών (BTK) — ένα εξίσου επιθετικό κυβερνητικό ίδρυμα. Επιπλέον, την ίδια χρονιά, το κράτος ενέκρινε τροποποίηση του Κανονισμού Εξουσιοδότησης στον Τομέα Ψηφιακών Επικοινωνιών σύμφωνα με την ανακοίνωση στο ΦΕΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 10 της τροπολογίας, «σε περιπτώσεις πολέμου, γενικής επιστράτευσης και παρόμοιων καταστάσεων, εάν κριθεί απαραίτητο για τη δημόσια ασφάλεια και την εθνική άμυνα, η [BTK] μπορεί να αναστείλει όλες ή μέρος των λειτουργικών δραστηριοτήτων του φορέα εκμετάλλευσης για περιορισμένο ή απεριόριστο χρονικό διάστημα και λειτουργεί απευθείας το δίκτυο. Στην περίπτωση αυτή, ο χρόνος που έχει παρέλθει προστίθεται στο τέλος της περιόδου εξουσιοδότησης». Ο Πρόεδρος Ερντογάν κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στις 21 Ιουλίου 2016. Αμέσως μετά, αποκλείστηκαν για πρόσβαση τουλάχιστον 100 ιστότοποι , μεταξύ των οποίων ήταν και η Βικιπαίδεια.
Το 2019 το κράτος παραχώρησε στο Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης της Τουρκίας (RTÜK) εξουσίες για παρακολούθηση διαδικτυακών εκπομπών (από πλατφόρμες κατά παραγγελία όπως το Netflix έως τακτικές ή/και προγραμματισμένες διαδικτυακές εκπομπές σε ερασιτέχνες οικιακούς κατασκευαστές βίντεο), υποχρεώνοντας τους διαδικτυακούς ραδιοτηλεοπτικούς φορείς να αποκτήσουν άδεια από το RTUK.
Τον Ιούλιο του 2020 το πεδίο εφαρμογής του νόμου αριθ. 5651 επεκτάθηκε παρέχοντας στο κράτος την εξουσία να αφαιρεί περιεχόμενο. Σύμφωνα με την έκθεση MEDAR, «από την πλήρη επιβολή της την 1η Οκτωβρίου 2020, [οι τροποποιήσεις] είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη βιωσιμότητα του ψηφιακού περιεχομένου, ιδιαίτερα σε ειδησεογραφικά πρακτορεία με συνολικά 658 εντολές αφαίρεσης» μεταξύ Οκτωβρίου 2020 και Μαΐου 2021.
Έχει κι άλλο. Τον Ιούλιο του 2021, το κράτος ανακοίνωσε σχέδια για την εισαγωγή περαιτέρω μέτρων, όπως σοβαρές ποινικές κυρώσεις για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων μέσω παραδοσιακών ΜΜΕ και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε μια κίνηση που ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες θεωρούν ως μια ύστατη προσπάθεια να αφανιστούν εντελώς τα ανεξάρτητα ΜΜΕ. Ενώ αυτά τα μέτρα δεν έχουν ακόμη εγκριθεί, αυτή η σύντομη επισκόπηση δεν αφήνει κανένα περιθώριο ελπίδας για χαλάρωση των ελευθεριών του Διαδικτύου σύντομα. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, το κυβερνών AKP, μαζί με το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MH) υπέβαλαν νομοσχέδιο για την παραπληροφόρηση στο κοινοβούλιο στις 26 Μαΐου 2022. Απαντώντας σε αυτή την ενέργεια, επτά διεθνείς και τοπικοί οργανισμοί για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και δημοσιογραφίας, εξέδωσαν δήλωση στις 27 Μαΐου λέγοντας ότι το νέο νομοσχέδιο, εάν εγκριθεί, «θα ενισχύσει τη συστηματική λογοκρισία και την αυτολογοκρισία στην Τουρκία αντί να καταπολεμήσει την παραπληροφόρηση».