- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Προς τον ψηφιακό αυταρχισμό στο Νεπάλ: Παρακολούθηση, συλλογή δεδομένων και διαδικτυακή καταστολή

Κατηγορίες: Νότια Ασία, Νεπάλ, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διακυβέρνηση, Ελευθερία του Λόγου, Λογοκρισία, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Νομικά, Πολιτική, Τεχνολογία, Ψηφιακός ακτιβισμός, GV Advocacy
Image via EngageMedia. Used with permission. [1]

Εικόνα μέσω EngageMedia. Χρησιμοποιείται με άδεια.

Αυτό το άρθρο είναι μέρος της “Πανδημίας Ελέγχου” [2], μιας σειράς που στοχεύει στην περαιτέρω δημόσια συζήτηση σχετικά με την άνοδο του ψηφιακού αυταρχισμού στην Ασία και τον Ειρηνικό εν μέσω του COVID-19. Η “Πανδημία Ελέγχου” [3] είναι μια πρωτοβουλία της EngageMedia σε συνεργασία με την CommonEdge. Αυτή η επεξεργασμένη έκδοση του άρθρου του  Samik Kharel [1] αναδημοσιεύεται στο Global Voices στο πλαίσιο συνεργασίας περιεχομένου.

Στο Νεπάλ, η πανδημία του COVID-19 επιτάχυνε τη διαδικασία μεταφοράς δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών στο διαδίκτυο: από την παράδοση τροφίμων και τις αγορές έως τις κρατικές συναλλαγές. Αυτές οι αλλαγές είχαν πολλά μειονεκτήματα, με τα δεδομένα και τα δικαιώματα απορρήτου συχνά να μην γίνονται σεβαστά.

Το Νεπάλ δεν διαθέτει ακόμη την τεχνολογία και την τεχνογνωσία [4] για να είναι παγκοσμίως ανταγωνιστικό στον ψηφιακό κόσμο. Αντίθετα, έχει αναζητήσει καθοδήγηση από τους πλησιέστερους γείτονές της, την Κίνα και την Ινδία. Ωστόσο, η αναζήτηση ιδεών από χώρες, που σε μεγάλο βαθμό απέτυχαν να σεβαστούν βασικά ψηφιακά δικαιώματα, [5] θέτει το Νεπάλ σε ευάλωτη θέση.

Από τις αμφισβητούμενες πρακτικές συλλογής δεδομένων έως τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, το Νεπάλ κλίνει προς ένα αυταρχικό μοντέλο ελέγχου του Διαδικτύου, με τον COVID-19 να επιταχύνει αυτήν την εξέλιξη.

Επιρροή από την Κίνα και την Ινδία

Η Κίνα κατέχει ένα φτωχό ρεκόρ ψηφιακών δικαιωμάτων, με τις ομάδες δικαιωμάτων να επισημαίνουν τους κανόνες της διαδικτυακής λογοκρισίας [6] και την ανάπτυξη μαζικής παρακολούθησης κατά των Μουσουλμάνων Ουιγούρων [7], μεταξύ άλλων παραβιάσεων δικαιωμάτων. Ομοίως, η Ινδία έχει επικριθεί ευρέως για την προμήθεια λογισμικού υποκλοπής spyware [8], την επιβολή τερματισμού λειτουργίας του διαδικτύου [9] και τη θέσπιση νόμων πληροφορικής, που δεν συμμορφώνονται με τους παγκόσμιους κανόνες δικαιωμάτων [10].

Το 2019, τα ΜΜΕ του Νεπάλ ανέφεραν σχέδια της κυβέρνησης να τοποθετήσουν πάνω από 21.000 κάμερες CCTV [11] για παρακολούθηση σε επίπεδο δρόμου. Αυτό προστίθεται στις χιλιάδες κάμερες παρακολούθησης, [12] που είναι ήδη εγκατεστημένες στην κοιλάδα του Κατμαντού. Οι Αρχές λένε ότι οι κάμερες αποτρέπουν την εγκληματική δραστηριότητα, αλλά έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης από την Αστυνομία για την παρακολούθηση διαδηλώσεων και άλλων μορφών έκφρασης. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, η Αστυνομία χρησιμοποίησε αυτές τις κάμερες, καθώς και drones, για να παρακολουθεί τις κινήσεις των ανθρώπων και την τήρηση των κανόνων του λοκντάουν επιδεικνύοντας δημόσια τη χρήση αυτής της τεχνολογίας στο επίσημο κανάλι της στο YouTube [13].

Τον Απρίλιο του 2022, μια μεγάλη εφημερίδα του Νεπάλ [14] ανέφερε ότι η κυβέρνηση αγόρασε το σύστημα κατασκοπευτικού λογισμικού Pegasus και το παρέδωσε στον Στρατό του Νεπάλ για δοκιμαστική χρήση. Ενώ η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το σύστημα διασφαλίζει την ασφάλεια των πολιτών, υπήρξε ευρεία κριτική για το λογισμικό υποκλοπής spyware και την κακή χρήση του από κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο [15].

Εκτεταμένη συλλογή δεδομένων και καμία ασφάλεια δεδομένων

Η κυβερνητική προσέγγιση για τον εμβολιασμό κατά του COVID-19 βασίζεται σε έναν τεράστιο όγκο συλλογής προσωπικών δεδομένων. Μέχρι σήμερα, το 70% του συνολικού πληθυσμού έχει λάβει [16] τουλάχιστον μία δόση απαιτώντας από περισσότερους από 20 εκατομμύρια ανθρώπους να μοιραστούν τα προσωπικά τους στοιχεία με την κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης επίσημου πιστοποιητικού εμβολίου [17]. Ωστόσο, είναι αμφίβολο εάν αυτό το τεράστιο σύνολο δεδομένων προσωπικών πληροφοριών διατηρείται ασφαλές.

Όταν η κυβέρνηση ανακοίνωσε ενισχυτικές δόσεις εμβολίων για τους εργαζόμενους πρώτης γραμμής στα μέσα Ιανουαρίου 2022, ο δημοσιογράφος Rajendra Rai (ψευδώνυμο) έσπευσε στο κέντρο εμβολιασμού. Συμπλήρωσε ένα έντυπο εμβολιασμού στον ιστότοπο του υπουργείου Υγείας μέσω του τηλεφώνου του, δίνοντας προσωπικά στοιχεία όπως το όνομά του, την ημερομηνία γέννησης, τη διεύθυνση και το επάγγελμά του.

Αυτές οι προσωπικές πληροφορίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως όπλο από πολιτικά κόμματα και την πολιτεία, ειδικά με τις ομοσπονδιακές και επαρχιακές εκλογές στα τέλη του 2022.

Ποιος διασφαλίζει την ασφάλεια των συλλεγόμενων δεδομένων, ειδικά δεδομένων προηγούμενων περιπτώσεων πιθανής κατάχρησης δεδομένων, που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ικανότητα της κυβέρνησης να διασφαλίζει την ασφάλεια των δεδομένων; Στις τοπικές εκλογές του 2022, ψηφοφόροι από συγκεκριμένες περιοχές έλαβαν SMS και email από πολιτικά κόμματα. Δεν είναι σαφές πώς απέκτησαν τα στοιχεία επικοινωνίας των ψηφοφόρων: μπορεί να προέρχονταν από έντυπα δημόσιας υπηρεσίας, που υποβλήθηκαν στην κυβέρνηση.

Το Body and Data [18], ένας οργανισμός ψηφιακών δικαιωμάτων στο Νεπάλ, επισήμανε ζητήματα απορρήτου, που σχετίζονται με προεκλογικές εκστρατείες:

Ένα άλλο παράδειγμα του τρόπου, με τον οποίο κοινοποιούνται οι αριθμοί τηλεφώνου των πολιτών χωρίς τη συγκατάθεσή τους για τις προεκλογικές εκστρατείες.

Υπογράψτε την υπογραφή της εκστρατείας μας ζητώντας από την Εκλογική Επιτροπή να διασφαλίσει το απόρρητό μας!

Η Εκλογική Επιτροπή του Νεπάλ δέχθηκε επίσης πυρά, επειδή δημοσίευσε κατάλογο [25] με τα 17,7 εκατομμύρια ψηφοφόρους στον ιστότοπό της, ο οποίος περιελάμβανε λεπτομέρειες για τα ονόματά τους, την ηλικία, το φύλο, τους εκλογικούς θαλάμους, τους αριθμούς ταυτότητας ψηφοφόρων, ακόμη και τα ονόματα των γονέων και των συζύγων τους. Ενώ η κοινωνία των πολιτών και οι ομάδες δικαιωμάτων επέκριναν αυτήν την παραβίαση ιδιωτικότητας [26], οι Αρχές δεν αφαίρεσαν τον κατάλογο υποστηρίζοντας ότι “δεν πρέπει να υπάρχει ανησυχία για παραβίαση του απορρήτου”, επειδή τα δεδομένα δεν περιελάμβαναν φωτογραφίες ψηφοφόρων, αποτυπώματα ή αριθμούς τηλεφώνου.

Η απάντηση της κυβέρνησης υποδηλώνει ότι οι Αρχές δεν κατανοούν επαρκώς τους κινδύνους, που συνδέονται με την έλλειψη διασφαλίσεων ψηφιακής ασφάλειας. Οι διορισμένοι υπάλληλοι για την επίβλεψη της διαδικασία εγγραφής του εμβολίου συχνά δεν γνωρίζουν πού αποθηκεύονται τα δεδομένα, πόσο καιρό θα αποθηκευτούν και πώς θα χρησιμοποιηθούν, σύμφωνα με ανώνυμη, προσωπική πηγή από το υπουργείο Υγείας. Πώς, λοιπόν, μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι τα προσωπικά του δεδομένα είναι ασφαλή;

Αν και η κοινωνία των πολιτών, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα ενδιαφερόμενα άτομα έχουν ωθήσει την κυβέρνηση να είναι πιο υπεύθυνη με τα δεδομένα, το Νεπάλ δεν έχει ακόμη θεσπίσει ολοκληρωμένους νόμους για την προστασία των δεδομένων και την ιδιωτικότητα. Οι πολίτες στερούνται επίσης επαρκούς ευαισθητοποίησης και κατανόησης της πιθανότητας κακής χρήσης δεδομένων.

Περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου

Το 2020, το Νεπάλ κατατάχθηκε στην 112η θέση από 180 χώρες στον Δείκτη Ελευθερίας Τύπου [27] των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα. Η πανδημία έδωσε στην κυβέρνηση την ευκαιρία να υπονομεύσει περαιτέρω την ελευθερία του Τύπου [28], σε μια προσπάθεια να ελέγξει τις αφηγήσεις για την κατάσταση της υγείας. Νεπαλέζοι δημοσιογράφοι δέχθηκαν επίθεση, λογοκρίθηκαν και συνελήφθησαν [29] λόγω της κριτικής τους για την απάντηση της κυβέρνησης για τον COVID-19. Η Αστυνομία συνέλαβε [30] τον ρεπόρτερ του Radio Dhangadhi, Lok Karki, για βιντεοσκόπηση μιας διαφωνίας σχετικά με τη διανομή τροφίμων και αγαθών βοήθειας. Ο επικεφαλής του γραφείου Nagarik News, Nagendra Upadhyay, έλαβε απειλητικά μηνύματα [29] από έναν αξιωματούχο της περιφερειακής κυβέρνησης σχετικά με το ρεπορτάζ του ότι η σύζυγος του αξιωματούχου είχε οδηγηθεί σε κυβερνητικό αυτοκίνητο [31] στο αποκορύφωμα του λοκντάουν. Τον Μάρτιο του 2020, ρεπορτάζ στη διαδικτυακή πύλη ειδήσεων Kathmandu Press καταργήθηκε μετά [32] από πίεση από τον βοηθό του πρωθυπουργού. Το ρεπορτάζ ισχυριζόταν ότι συγγενείς αρκετών υψηλόβαθμων κυβερνητικών αξιωματούχων συμμετείχαν στην αγορά ακριβού ιατρικού εξοπλισμού από την Κίνα.

Τον Απρίλιο του 2020, δημοσιογράφοι ανέφεραν για έξοδο εργαζομένων [33] από την κοιλάδα του Κατμαντού ως αποτέλεσμα των περιορισμών λόγω COVID-19. Αντιδρώντας στην είδηση, ο πρωθυπουργός είπε στους συντάκτες κυβερνητικών εφημερίδων ότι βρήκε τα ρεπορτάζ [29] “μυστηριώδη” αμφισβητώντας την ίδια τη βάση τους. Αυτά τα σχόλια ακολούθησε μια ενορχηστρωμένη από την κυβέρνηση διαδικτυακή εκστρατεία παρενόχλησης κατά του δημοσιογράφου Binu Subedi χρησιμοποιώντας ψεύτικους λογαριασμούς Twitter [34].

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η κυβέρνηση συνέχισε να χρησιμοποιεί τον Νόμο για τις Ηλεκτρονικές Συναλλαγές του 2006 [35] (ETA) για να κρατά αυθαίρετα όσα άτομα ασκούν κριτική στην κυβέρνηση και τους ηγέτες του κυβερνώντος κόμματος. Η ETA, που αρχικά συντάχθηκε για τη ρύθμιση οικονομικών απατών, έχει γίνει βολικό εργαλείο για την ποινικοποίηση της ομιλίας στο διαδίκτυο. Το άρθρο 47 του νόμου [36] απαγορεύει την ηλεκτρονική δημοσίευση ή προβολή υλικού, που θεωρείται παράνομο σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, αλλά είναι τόσο ευρεία ώστε να περιλαμβάνει “όσα τυχόν αντίθετα με τη δημόσια ηθική ή αξιοπρεπή συμπεριφορά” ή υλικό, που μπορεί να διασπείρει μίσος, ζήλια ή να θέσει σε κίνδυνο αρμονικές σχέσεις” μεταξύ ανθρώπων. Αυτός ο νόμος χρησιμοποιήθηκε εναντίον του μέλους του διοικητικού συμβουλίου του Radio Nepal, Deepak Pathak, ο οποίος συνελήφθη τον Απρίλιο του 2020 [37] για συκοφαντική δυσφήμιση [38] του αρχηγού του Κομμουνιστικού Κόμματος του Νεπάλ, Pushpa Kamal Dahal, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Βρίσκεται στα σκαριά ένα νομοσχέδιο για την τεχνολογία πληροφοριών, το οποίο θα δίνει στο κράτος την εξουσία να λογοκρίνει διαδικτυακό περιεχόμενο που θεωρεί προσβλητικό [39]. Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει επίσης διατάξεις για συλλήψεις και ποινή φυλάκισης για οποιοδήποτε άτομο δημοσιεύει περιεχόμενο, που θεωρείται ότι είναι ενάντια στην “εθνική ενότητα, τον αυτοσεβασμό, το εθνικό συμφέρον, τη σχέση μεταξύ ομοσπονδιακών μονάδων”. Ο προτεινόμενος νόμος περιέχει επίσης διατάξεις ασαφείς και επιδέχονται ερμηνεία και πιθανή κακή χρήση.

Χειρότερη από το νομοσχέδιο πληροφορικής είναι η προτεινόμενη οδηγία για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του 2021 [40], η οποία θα υποχρεώσει τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να εγγραφούν στο Νεπάλ [41] και να συμμορφωθούν με τους νόμους της χώρας. Η προτεινόμενη οδηγία έχει επικριθεί ευρέως για την πρόθεσή της να ρυθμίσει το περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης [42], ανοίγοντας την πόρτα σε περαιτέρω κρατική λογοκρισία. Διατυπώνοντας μόνο μια αόριστη ιδέα για το τι συνιστά παράνομο περιεχόμενο, όποιος επικρίνει τις δομές εξουσίας ή χρησιμοποιεί χιούμορ και σαρκασμό εναντίον του κράτους μπορεί να αντιμετωπίσει τιμωρία. Το νομοσχέδιο στοχεύει επίσης την ανωνυμία, απειλώντας την ελεύθερη έκφραση των ανθρώπων. Ο κύριος σκοπός της οδηγίας είναι ο έλεγχος του διαδικτυακού λόγου, η ελαχιστοποίηση της δημόσιας συμμετοχής σε αμφιλεγόμενες κρατικές υποθέσεις και η εξουδετέρωση όσων επικρίνουν την κυβέρνηση.

Η αντιμετώπιση της πανδημίας της κυβέρνησης άνοιξε την πόρτα σε ένα ευρύ φάσμα απειλών για τα ανθρώπινα και ψηφιακά δικαιώματα στο Νεπάλ: από την καταστολή των επικριτικών φωνών έως την έλλειψη διασφαλίσεων για τα ψηφιακά δεδομένα και νόμους, που περιορίζουν την ελευθερία του λόγου. Με την επιρροή των γειτόνων του με φτωχά αρχεία ψηφιακών δικαιωμάτων, το Νεπάλ πρέπει να αποφασίσει για το δικό του μονοπάτι, εάν οραματίζεται ένα ελεύθερο, ισότιμο και δημοκρατικό ψηφιακό οικοσύστημα.

Ο Samik Kharel είναι ερευνητής και ανεξάρτητος δημοσιογράφος με ρεπορτάζ στο παρελθόν για διάφορα εθνικά και διεθνή ΜΜΕ.