- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Ένα οπτικό ταξίδι στην κοινωνία του Ουζμπεκιστάν: Δέκα εμβληματικές στιγμές από την φωτογράφο Umida Akhmedova

Κατηγορίες: Κεντρική Ασία και Καύκασος, Ουζμπεκιστάν, Διακυβέρνηση, Ελευθερία του Λόγου, Μέσα των πολιτών, Τέχνες - Πολιτισμός, Φωτογραφία, Γέφυρα

Φωτογραφία Ουζμπέκων γυναικών στη Σαμαρκάνδη, από την Umida Akhmedova. Χρήση με άδεια.

Η Umida Akhmedova είναι μία από τις ελάχιστες γυναίκες φωτογράφους που ζουν και εργάζονται στην Κεντρική Ασία. Το Global Voices (GV) της ζήτησε να επιλέξει και να σχολιάσει δέκα φωτογραφίες, που ενσαρκώνουν καλύτερα το πώς εξερευνά την πατρίδα της, το Ουζμπεκιστάν.

Η Akhmedova μεγάλωσε στο Παρκέντ, μια πόλη όχι μακριά από την πρωτεύουσα Τασκένδη. Κατά τη σοβιετική περίοδο, εργάστηκε ως βοηθός εικονολήπτη σε ταινίες ντοκιμαντέρ, καθώς και ως φωτογράφος, και τελικά μετακόμισε στη Μόσχα και αποφοίτησε από το διάσημο Ινστιτούτο Κινηματογράφου Gerasimov, [1] ή VGIK (Всесоюзный Государственный Институт Кинематографии) ως εικονολήπτρια. Στη συνέχεια γύρισε πάνω από δέκα ταινίες, αλλά, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, αποφάσισε να αφιερώσει την καριέρα της αποκλειστικά στη φωτογραφία.

Το 2010, δημοσίευσε το φωτογραφικό βιβλίο «Женщины и мужчины от рассвета до заката» (“Γυναίκες και άνδρες από το σούρουπο ως την αυγή”) και παρήγαγε τα ντοκιμαντέρ «Бремя девственности» (“Το βάρος της αθωώτητας”) και «Мужчины и женщины: в обрядах и ритуалах» (“Άνδρες και γυναίκες: σε έθιμα και τελετές”), για τα οποία κατηγορήθηκε για “προσβολή και συκοφαντική δυσφήμιση κατά των Ουζμπέκων και των παραδόσεών τους [2]“, επειδή δήθεν είχε παραποιήσει το Ουζμπεκιστάν, τουλάχιστον κατά την άποψη των Ουζμπέκων αξιωματούχων, οι οποίοι στήριξαν τους ισχυρισμούς τους στις παραγράφους 139 και 140, που αναφέρονται σε περιπτώσεις προσβολής και συκοφαντικής δυσφήμισης στην τοπική νομοθεσία. Το 2016 της απονεμήθηκε το Βραβείο Βάτσλαβ Χάβελ στο Όσλο για τη δημιουργική εναντίωση, [3] μαζί με έναν Ιρανό και έναν Ρώσο καλλιτέχνη.

Το GV της ζήτησε να επιλέξει και να σχολιάσει δέκα φωτογραφίες, που θεωρεί εμβληματικές για το έργο της:

Эта женщина — кузина моих родителей — Адол буви. Когда была маленькой, часто приходила к ней и запомнила, как она выходит из темной комнаты с гранатами на руке. Так и ассоциировалась в моей памяти темная комната, красный цвет. Потом часто приходила в ее летний домик и фотографировала ее. У нее не было детей, и о ней заботились потомки давно умершего мужа. «Зачем ты меня снимаешь? Кому нужны мои фотографии» — говорила она. «Мне» — отвечала я ей. Она была женщина гордая и с характером. В 1985 году эта фотография под названием «Одиночество» была удостоена серебряной медали в Москве на ВДНХ (Выставка достижений народного хозяйства) на Всесоюзной фотографической выставке.

Αυτή η γυναίκα, που ονομάζεται Adol buvi, είναι η ξαδέλφη των γονιών μου. Όταν ήμουν μικρή, την επισκεπτόμουν συχνά και τη θυμόμουν να βγαίνει από ένα σκοτεινό δωμάτιο με ρόδια στο χέρι. Έτσι στη μνήμη μου συνέδεσα ένα σκοτεινό δωμάτιο με το κόκκινο χρώμα. Στη συνέχεια, την επισκεπτόμουν συχνά στο εξοχικό της και τη φωτογράφιζα. Δεν είχε παιδιά και τη φρόντιζαν οι απόγονοι του προ πολλού αποβιώσαντος συζύγου της. “Γιατί με φωτογραφίζεις; Ποιος χρειάζεται φωτογραφίες μου;”, έλεγε. “Εγώ”, της απαντούσα. Ήταν μια γυναίκα με υπερηφάνεια και χαρακτήρα. Το 1985, αυτή η φωτογραφία με τίτλο “Μοναξιά” τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο στη Μόσχα στην Έκθεση Επιτευγμάτων της Εθνικής Οικονομίας (VDNKh) σε μια έκθεση φωτογραφίας εθνικού επιπέδου.

 

Photo by Umida Akhmedova, used with permission.

 

Фотографировать училась в культпросветучилище в городе Владимир (это училище готовило работников для Дворцов культур). Но я вернулась на Родину и готовилась поступать на кинооператорский факультет ВГИКА (Всесоюзный Государственный Институт Кинематографии). Нужно было готовиться к творческому конкурсу, готовить портфолио. Снимать любила в основном в своем Паркенте. Ходила по улицам и снимала людей. Впоследствии она была в моем портфолио, и я прошла конкурс.

Σπούδασα φωτογραφία σε μια πολιτιστική και εκπαιδευτική σχολή στην πόλη Βλαντιμίρ, ένα ίδρυμα στη Ρωσία που εκπαίδευε εργαζόμενους για τα σοβιετικά παλάτια πολιτισμού. Τελικά επέστρεψα στην πατρίδα μου [στο σοβιετικό Ουζμπεκιστάν] και προετοιμάστηκα για να εισαχθώ στο τμήμα κινηματογράφου του VGIK στη Μόσχα. Απαιτούσαν ένα χαρτοφυλάκιο για να μπω στον διαγωνισμό. Μου άρεσε να ασκούμαι κυρίως στην πόλη μου, το Παρκέντ, όπου περπατούσα στους δρόμους και φωτογράφιζα τους ανθρώπους. Η φωτογραφία μπήκε στο χαρτοφυλάκιό μου και με επέλεξαν.

 

Я работала на киностудии ассистентом кинооператора. Училась на первом курсе ВГИКа , где первые три курса нужно было выполнять фотографические работы. Фильм, который снимали тогда был о обществе слепых. В Самарканде был эпизод о школе-интернате для слабовидящих детей. Школа находилась на окраине. Забрела в старинное кладбище . Вижу женщины идут в белых платках, означает, что у них траур. Слабовидящие дети очень хорошо ко мне относились, некоторые из них шли за мной.

—Как вы нашли меня? — спросила у них.

—По шагам. Вы ходите почти беззвучно, но мы очень хорошо слышим.

Потом, много лет спустя , когда сама уже снимала свой авторский фильм «Жить и умереть в Самарканде», узнала, что это Абди-Дарун (Абду-Дарун) — комплекс сооружений мемориального, культового и духовно-просветительского назначения на Старом кладбище Самарканда [4]. Потом не раз возвращалась сюда, но увы, уже нет того места, который однажды так полюбила . Уже не тихое место со старинной мечетью и с хаузом тем (водоем, где в старину люди пользовалось водой оттуда). Сейчас там пафосное место с бетонными сооружениями.

Εργαζόμουν σε ένα κινηματογραφικό στούντιο ως βοηθός εικονολήπτη και στο πρώτο έτος στο VGIK, όπου τα τρία πρώτα μαθήματα είχαν να κάνουν με φωτογραφικές εργασίες. Στο στούντιο γυριζόταν μια ταινία για την Εταιρεία Τυφλών. Υπήρχε στη Σαμαρκάνδη ένα οικοτροφείο για παιδιά με προβλήματα όρασης, που βρισκόταν στα περίχωρα. Περιπλανήθηκα σε ένα παλιό νεκροταφείο για να πάω εκεί και είδα γυναίκες να περπατούν με λευκές μαντίλες, σημάδι πένθους. Τα παιδιά με προβλήματα όρασης μου φέρθηκαν πολύ καλά, μερικά από αυτά με ακολούθησαν. “Πώς με βρήκατε;”, τα ρώτησα. “Από τα βήματά σας, περπατάτε σχεδόν αθόρυβα, αλλά ακούμε πολύ καλά”. Στη συνέχεια, πολλά χρόνια αργότερα, όταν ήδη γύριζα τη δική μου ταινία “Ζωή και θάνατος στη Σαμαρκάνδη”, ανακάλυψα ότι αυτό το μέρος ήταν το Abdi-Darun (που ονομάζεται επίσης Abdu-Darun) – μια σειρά από κτίρια διαφορετικών σκοπών στο Παλιό Νεκροταφείο της Σαμαρκάνδης. Στη συνέχεια επέστρεψα εδώ περισσότερες από μία φορές, αλλά δυστυχώς, το μέρος που κάποτε ερωτεύτηκα τόσο πολύ δεν υπάρχει πλέον. Δεν είναι πλέον ένα ήσυχο μέρος με ένα παλιό τζαμί και ένα hauz (χαβούζα, μια δεξαμενή όπου τις παλιές μέρες οι άνθρωποι μάζευαν νερό). Τώρα είναι ένα επιτηδευμένο μέρος με τσιμεντένιες κατασκευές.

 

Лето. Жара 1983 года. Нас с сестрой пригласил к себе писатель уйгурского происхождения в место Куктерак под Ташкентом. Я как обычно бегала с фотоаппаратом по кишлаку. Старик выглядел как Хизр бува из легенд — добрый покровитель в белом. Так представляла этот персонаж из рассказов моей мамы. «Ташкент благословил сам Хизр бува, поэтому здесь не будет войн и голодa» — часто повторяла  мама. Писатель потом сказал , что дедушка , которому было 94 года, собрал детей внуков и тихо ушел. «Очень хороший был человек, наверное, не зря он мне показался в образе Хизр бува» — подумала я тогда.

Ζέστη το καλοκαίρι του 1983. Η αδελφή μου και εγώ προσκληθήκαμε από έναν συγγραφέα ουιγούρικης καταγωγής σε ένα μέρος που ονομαζόταν Kukterak κοντά στην Τασκένδη. Ως συνήθως, έτρεχα στο χωριό με μια φωτογραφική μηχανή. Ο γέρος έμοιαζε με τον ευγενικό προστάτη Khizr Buwa από τους θρύλους, ντυμένος στα λευκά. Έτσι φανταζόμουν αυτόν τον χαρακτήρα από τις ιστορίες της μητέρας μου στις οποίες έλεγε: “Η Τασκένδη ευλογήθηκε από τον ίδιο τον Khizr Buva, οπότε δεν θα υπάρξουν πόλεμοι και πείνα”. Ο συγγραφέας που επισκεπτόμασταν αργότερα μας είπε ότι αυτός ο γέρος, που ήταν 94 ετών, μάζεψε τα παιδιά και τα εγγόνια του και έφυγε ήσυχα. “Πρέπει να ήταν πολύ καλός άνθρωπος, δεν είναι περίεργο που τον είχα συνδέσει με τον Khizr Buva”, σκέφτηκα τότε.

Однажды, в 2004 году открыла для себя удивительный край — дорогу к обсерватории Майданак . От города Шахрисабз Кашкадарьинской области верх к горам . Было 9 Мая, во времена Ислама Каримова этот день уже не праздновался как День Победы, а как день Памяти и Почестей. Люди приходили на кладбище поминать умерших. Старик кишлака читал молитву. Спустя двенадцать лет, когда мне вручали Премию имени Вацлава Гавела в Осло, во время моей речи за спиной на экране показывались фотографии из моего фотоальбома. Была прямая, и мой сын сделал скриншот меня именно с этой фотографией. Будто благословляя меня.

Μια μέρα, το 2004, ανακάλυψα μια καταπληκτική περιοχή – το δρόμο προς το παρατηρητήριο Maydanak, που ξεκινά από την πόλη Shakhrisabz, στην περιοχή Kashkadarya (στα νότια του Ουζμπεκιστάν), και φτάνει μέχρι τα βουνά. Ήταν 9 Μαΐου, και κατά την εποχή του Ισλάμ Καρίμοφ [προηγούμενος πρόεδρος του Ουζμπεκιστάν], η ημέρα αυτή δεν εορταζόταν πλέον ως Ημέρα της Νίκης [που σηματοδοτεί το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου], αλλά ως Ημέρα Μνήμης και Τιμής. Οι άνθρωποι ήρθαν στο νεκροταφείο για να τιμήσουν τη μνήμη των νεκρών. Ο γέρος του χωριού διάβασε μια προσευχή. Δώδεκα χρόνια αργότερα, όταν μου απονεμήθηκε το Βραβείο Βάτσλαβ Χάβελ στο Όσλο, κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου, στην οθόνη πίσω μου προβλήθηκαν φωτογραφίες από το φωτογραφικό μου άλμπουμ. Η τελετή ήταν σε ζωντανή μετάδοση και ο γιος μου τράβηξε ένα στιγμιότυπο με εμένα με αυτή τη φωτογραφία. Σαν να μου έδιναν την ευλογία τους.

Девяностые годы — годы испытаний. После развала СССР, мы — молодые специалисты — остались у «разбитого корыта». Все обесценивалось на глазах. Мои коллеги-кинооператоры не все оправились. Но фотография — моя сестра, вечная моя спасательница — и здесь вернулась ко мне. В конце девяностых я снова взяла в руки родной «Зенит» и начала снимать. Вначале детей своих на утренниках, потом втянулась. Уже не было в магазинах доступной фотопленки и черно-белая фотография уходила. В Ташкенте не было инфраструктуры для профессионалов. Появились цветные пленки уже импортные, мини лабы и все было уже доступно. Стала снимать для местных журналов. Однажды, это было в 2001 году, меня попросили сделать серию фотографий к десятилетию налоговой инспекции Республики Узбекистан. После семилетней паузы я впервые летела в командировку, никогда не забуду как вся семья провожала меня на самолет Ташкент-Фергана. В последний день в Намангане налоговики провожали меня домой, мы обедали в кафе. Вдруг издалека увидела тандыры. Какое было удивление людей, когда я резко сорвалась и побежала туда. Любопытные дети крутились возле меня и мешали снимать . Тогда я им сказала: «А ну идите вовнутрь!» Так и появилась эта моя знаменитая фотография, которая использовалась во многих местах. Дизайнеру книги очень понравилась и она использовала ее. Когда показали одному из чиновников налоговой инспекции , он пришел в ярость: «Что это такое? Дети убегают от налогов!», — и заставил убрать. Так и стали мы называть этот снимок «Дети, прячутся от налогов».

Η δεκαετία του '90 ήταν χρόνια δοκιμασιών. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, εμείς, οι νέοι επαγγελματίες, δεν είχαμε τίποτα. Τα πάντα έχασαν όλη τους την αξία, ακριβώς μπροστά στα μάτια μας. Λίγοι συνάδελφοί μου ανέκαμψαν, κυρίως εικονολήπτες. Αλλά η φωτογραφία είναι η αδελφή μου, η αιώνια σωτήρας μου, και τότε ήταν που επέστρεψε σε μένα. Στα τέλη της δεκαετίας του '90, πήρα τη μητρική μου φωτογραφική μηχανή Zenith και άρχισα να φωτογραφίζω. Στην αρχή, φωτογράφιζα τα παιδιά μου στις σχολικές παραστάσεις, μετά έγινα πιο τολμηρή. Δεν υπήρχε πλέον προσιτό φωτογραφικό φιλμ στα καταστήματα και η ασπρόμαυρη φωτογραφία εξαφανιζόταν. Δεν υπήρχε υποδομή για επαγγελματίες στην Τασκένδη. Αλλά υπήρχαν ήδη εισαγόμενα έγχρωμα φιλμ, μίνι εργαστήρια και ήταν ήδη διαθέσιμα όλα αυτά. Άρχισα να φωτογραφίζω για τοπικά περιοδικά. Μια φορά το 2001, μου ζητήθηκε να τραβήξω μια σειρά φωτογραφιών για τη δέκατη επέτειο της φορολογικής επιθεώρησης της Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν. Μετά από μια παύση επτά ετών, πέταξα για πρώτη φορά σε επαγγελματικό ταξίδι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς ολόκληρη η οικογένειά μου με συνόδευσε στο αεροπλάνο Τασκένδη-Φεργκάνα. Την τελευταία ημέρα στο Namangan [πόλη στην κοιλάδα της Φεργκάνα], οι φορολογικές Αρχές με συνόδευσαν στο σπίτι μου. Φάγαμε μεσημεριανό γεύμα σε μια καφετέρια. Ξαφνικά είδα από μακριά ταντούρ [μεγάλος πήλινος φούρνος]. Οι άνθρωποι εξεπλάγησαν που αποσπάστηκα απότομα από την ομάδα και έτρεξα προς τους φούρνους. Τα παιδιά έγιναν περίεργα και με περικύκλωσαν, παρεμβαίνοντας στη φωτογράφισή μου. Τότε τους είπα “μπείτε μέσα”. Έτσι εμφανίστηκε αυτή η διάσημη φωτογραφία μου, η οποία χρησιμοποιήθηκε σε πολλά μέρη. Στην σχεδιάστρια του βιβλίου άρεσε πολύ και τη χρησιμοποίησε. Όταν την έδειξαν σε έναν από τους υπαλλήλους της φορολογικής επιθεώρησης, έγινε έξαλλος: “Τι είναι αυτό; Παιδιά που τρέχουν να ξεφύγουν από τους φόρους;” και διέταξε να την αφαιρέσουν από το βιβλίο. Έτσι καταλήξαμε να αποκαλούμε τη φωτογραφία “παιδιά που κρύβονται από τους φόρους”.

 

Было время, когда фотографы объединились в секции при Академии Художеств Узбекистана. Мы активно участвовали на выставках . Был хороший августовский день. Я выбежала из ЦВЗ (Центральный выставочный зал). На остановке сидела женщина и не реагировали на меня. У нее был свой мир , а вокруг суета. Никогда не забуду этот момент, ибо та жизнь и вся моя деятельность — желание объединить фотографов, делать независимые выставки — канули в вечность, оставив только горечь от разрыва с коллегами. Это был 2003 год, начало конца в «фотографическом поле моей страны».

Υπήρξε μια εποχή που οι φωτογράφοι συγκεντρώνονταν κάτω από ένα από τα τμήματα της Ακαδημίας Τεχνών του Ουζμπεκιστάν. Συμμετείχαμε ενεργά σε εκθέσεις. Μια ωραία ημέρα του Αυγούστου, έτρεχα από την κεντρική αίθουσα εκθέσεων και στη στάση του λεωφορείου καθόταν μια γυναίκα. Δεν έδειχνε να αντιδράει. Ήταν στον δικό της κόσμο, αγνοώντας τη ματαιοδοξία του κόσμου γύρω της. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη στιγμή, γιατί τότε ήταν που η ζωή, οι δραστηριότητές μου, η επιθυμία να ενώσω τους φωτογράφους, να κάνω ανεξάρτητες εκθέσεις βυθίστηκαν στη λήθη, αφήνοντάς με με την πίκρα του χωρισμού με τους συναδέλφους. Ήταν το 2003, η αρχή του τέλους του φωτογραφικού χώρου της χώρας μου.

 

Какие памятные вещи у людей, как правило, зачастую хранительницы женщины. Через вещи узнавала судьбу женщин . Они рассказывали о чем мечтали, чего добились, выезжали ли когда-нибудь за пределы своего региона. И так родилась серия «Женщины и их сакральные вещи». Здесь моей героине из кишлака Сарчашма в высокогорье Кашкадарьинской области 75 лет. Она хранит тюбетейки с их свадьбы с мужем. Детей у пары не было.  «Я смотрю на эти вещи и всегда помню счастливую жизнь с мужем» — сказала она.

Τα κειμήλια που κρατούν οι άνθρωποι βρίσκονται συνήθως στα χέρια γυναικών. Ανακάλυψα τη μοίρα των γυναικών μέσα από αυτά τα αντικείμενα. Μου έλεγαν τα όνειρά τους, τις επιτυχίες τους, αν είχαν εγκαταλείψει ποτέ την περιοχή της πατρίδας τους. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της σειράς “Οι γυναίκες και τα ιερά τους αντικείμενα”. Εδώ ο χαρακτήρας από το χωριό Sarchashma στα βουνά Kashkadarya είναι 75 ετών. Διατήρησε το doppa [κρανίο] από την εποχή του δικού της γάμου. Το ζευγάρι δεν απέκτησε ποτέ παιδιά. “Κοιτάζω αυτά τα αντικείμενα και θυμάμαι την ευτυχισμένη ζωή με τον σύζυγό μου”, μου είπε.

 

 Eздить, узнавать, искать, придумывать , открывать новые места моей прекрасной родины — это смысл моей жизни. Мы с товарищем «открыли» для себя удивительный горный кишлак на перевале Камчик. Ертош (Земля камней) — так называется это каменистое место в горах.

Να ταξιδεύω, να μαθαίνω, να ψάχνω, να φαντάζομαι και να ανακαλύπτω νέα μέρη της ομορφιάς μου – αυτό είναι το νόημα της ζωής μου. “Ανακαλύψαμε” με φίλους αυτό το καταπληκτικό ορεινό χωριό στο πέρασμα Kamchik. Ονομάζεται Yertosh – η γη των λίθων.

Время не останавливается. Появляются новые формы. Как передать «языком» фотографии свои идеи? Одиннадцать лет назад начала снимать проект «Свекрови и невестки». В нашем регионе невеста приходит в дом родителей мужа. Решила снимать тот момент, когда невеста только-только вошла в дом и они еще почти не знакомы. Это был первый шаг в пространство современного искусства с фотографиями.

Ο χρόνος δεν σταματά, νέες μορφές προκύπτουν. Πώς να μεταφράσετε τις δικές σας ιδέες στη “γλώσσα” της φωτογραφίας; Πριν από έντεκα χρόνια, άρχισα να φωτογραφίζω το έργο μου “Πεθερές και νύφες”. Στην περιοχή μας, η νύφη εντάσσεται στο σπίτι της οικογένειας του συζύγου της. Αποφάσισα να φωτογραφίσω τη στιγμή, που μόλις έχει μπει σε αυτό το σπίτι και μόλις που γνωρίζει αυτούς τους ανθρώπους. Αυτό ήταν το πρώτο μου βήμα στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης μέσω της φωτογραφίας.