Ola Bini, ο κυβερνοακτιβιστής που προκαλεί πανικό στο Εκουαδόρ

Φωτογραφία του Omar Arregui Gallegos για το La Barra Espaciadora, χρησιμοποιημένη με άδεια

Έχουν περάσει τρία χρόνια και έξι μήνες και ο κυβερνοακτιβιστής Ola Bini εξακολουθεί να βρίσκεται υπό κράτηση. Η υπόθεσή του αποτελεί μία ιστορία σε εξέλιξη που έχει ξεπεράσει τα σύνορα και έχει υποστηριχθεί από εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς. Ξεκίνησε στις 11 Απριλίου 2019, όταν ο Bini κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε προσπάθειες πολιτικής αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης Μορένο του Εκουαδόρ λόγω της στενής φιλίας του με τον Τζούλιαν Ασάνζ, ιδρυτή του Wikileaks. Το Wikileaks ήταν ένα εγχείρημα, που δημοσίευσε χιλιάδες έγγραφα που αποκάλυπταν, κυρίως, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις ΗΠΑ σε εμπόλεμες ζώνες όπως το Αφγανιστάν ή το Ιράκ. Ενισχύοντας αυτή τη θεωρία συνομωσίας, η τότε κυβέρνηση τον κατηγόρησε για επίθεση στα συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών του κράτους του Εκουαδόρ· οι κατηγορίες αργότερα άλλαξαν σε υποτιθέμενο έγκλημα μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης στα συστήματα της Εθνικής Εταιρείας Τηλεπικοινωνιών (CNT).

Ωστόσο, κατά την άποψη των ειδικών σε θέματα ψηφιακών δικαιωμάτων, η υπόθεση Bini αποκαλύπτει μια βαθιά και ανησυχητική άγνοια εκ μέρους της δικαιοσύνης στο Εκουαδόρ. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόκειται ήδη για μια εμβληματική περίπτωση στον τομέα της δίωξης των προγραμματιστών τεχνολογιών ασφαλείας, των ερευνητών ασφαλείας και των ψηφιακών εμπειρογνωμόνων, λέει η Veridiana Alimonti, Αναπληρώτρια Διευθύντρια Πολιτικής της Λατινικής Αμερικής στο Electronic Frontier Foundation (EFF). Η ίδια προσθέτει ότι:

Se ha lidiado este caso como un pánico hacker, un miedo que hay con los conocimientos de la comunidad de seguridad informática y de ciberseguridad.

Η υπόθεση αυτή αντιμετωπίστηκε σαν πανικός των χάκερ, ένας φόβος που υπάρχει σχετικά με τις γνώσεις που κατέχουν οι κοινότητες της ασφάλειας πληροφοριών και της κυβερνοασφάλειας.

Το EFF έχει μακρά εμπειρία σε υποθέσεις ποινικής δίωξης εμπειρογνωμόνων ασφαλείας και ήταν μία από τις οργανώσεις που επισκέφθηκαν το Εκουαδόρ για να κατανοήσουν την κατάσταση του Ola Bini. Μάλιστα, έστειλαν επιστολή στη Γραμματεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Εκουαδόρ ζητώντας της να εξετάσει τις παρατυπίες και την παραβίαση των διαδικαστικών εγγυήσεων, ώστε να υπάρξει μια «δίκαιη δίκη». Η γραμματεία απάντησε ότι το όργανο το οποίο θα ασχοληθεί είναι το Γραφείο Συνηγόρου του Πολίτη. Η EFF έστειλε το έγγραφο στο όργανο αυτό και, παρόλο το έστειλε δύο φορές, δεν έχει λάβει καμία απάντηση μέχρι σήμερα.

Όπως και άλλες κοινωνικές οργανώσεις που μεριμνούν για τα ψηφιακά δικαιώματα και τις πιθανές συνέπειες της υπόθεσης του Ola Bini για το ψηφιακό φάσμα, το EFF συγκέντρωσε άλλες 18 οργανώσεις για να σχηματίσει την Αποστολή Παρατήρησης που ξεκίνησε τον περασμένο Μάιο την Έκθεση Παραδειγματικής Διαδικασίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Ψηφιακή Εποχή. Τα συμπεράσματά τους υπογραμμίζουν τις παρατυπίες από τη δίκαιης διαδικασίας, ενώ επισημαίνουν την ευθραυστότητα των τεχνολογικών γνώσεων εκείνων που κατηγορούν τον Bini, όπως η Εισαγγελία ή η Εθνική Αστυνομία. Για παράδειγμα, η εικασία ότι η χρήση εργαλείων όπως το Tor, ένα ασφαλές πρόγραμμα περιήγησης, που προστατεύει τα δεδομένα και εξασφαλίζει ανωνυμία στο διαδίκτυο, είναι μια δραστηριότητα που είναι από μόνη της ύποπτη, μπορεί να οδηγήσει στην ποινικοποίηση ανθρώπων, που ασκούν νόμιμες δραστηριότητες και που προστατεύονται από τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η έκθεση προσθέτει:

(…) llama la atención la posibilidad de que el caso se desarrolle en el sentido de profundizar aún más un escenario de persecución de la llamada “comunidad infosec” en América Latina. Esta comunidad está formada por activistas de la seguridad de la información que, al encontrar vulnerabilidades en los sistemas informáticos, realizan un trabajo que tiene un impacto positivo para la sociedad en general. El intento de criminalizar a Ola Bini ya muestra un escenario hostil para estos activistas y, en consecuencia, para la garantía de nuestros derechos en el entorno digital.

(…) αξίζει να σημειωθεί ότι η υπόθεση μπορεί να εξελιχθεί και να εντείνει ένα σενάριο δίωξης της λεγόμενης «κοινότητας της πληροφορικής» στη Λατινική Αμερική. Η κοινότητα αυτή αποτελείται από ακτιβιστές περί ασφάλειας των πληροφοριών, οι οποίοι, όταν εντοπίζουν αδυναμίες σε συστήματα πληροφοριών, εκτελούν διενέργειες που έχουν θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία γενικότερα. Η προσπάθεια ποινικοποίησης του Ola Bini υποδηλώνει ήδη έναν εχθρικό χώρο για τους ακτιβιστές και, κατά συνέπεια, για την εγγύηση των δικαιωμάτων μας στο ψηφιακό περιβάλλον.

Πράγματι, στις συνεδριάσεις, ιδίως μέχρι στιγμής το 2022, οι προκαταλήψεις και η άγνοια γύρω από την κυβερνοασφάλεια έχουν αποτυπωθεί στην περιγραφή της κατηγορούσας αρχής, η οποία προσπαθεί να πλαισιώσει τη χρήση ασφαλών κρυπτογραφημένων προγραμμάτων περιήγησης, όπως στην περίπτωση του Tor, «ως κάτι ύποπτο ή ακόμη και ένδειξη εγκληματικής πράξης», επιβεβαιώνει η Alimonti. Επισημαίνει ότι, για την υπεράσπιση του Ola Bini, υπήρξαν προσπάθειες να τονιστεί η σημασία αυτών των εργαλείων για την επικοινωνία σε διάφορες καταστάσεις.

Las tecnologías seguras han permitido que los activistas o defensores de derechos humanos, los abogados y sus clientes, los periodistas y sus fuentes, puedan comunicarse de manera segura. Entonces, las herramientas que se han creado para permitir eso pasan a sufrir persecución y aquellos que los desarrollan se vuelven blancos.

Οι τεχνολογίες ασφάλειας επέτρεψαν στους ακτιβιστές ή τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στους δικηγόρους και τους πελάτες τους, στους δημοσιογράφους και τις πηγές τους, να επικοινωνούν με ασφάλεια. Έτσι, τα εργαλεία που έχουν δημιουργηθεί γι’ αυτό τον λόγο [την ασφαλή επικοινωνία] διώκονται και όσοι τα αναπτύσσουν γίνονται στόχοι.

Παρόμοια και η κατάσταση μιας φωτογραφίας, που διαδόθηκε ευρέως στα μέσα ενημέρωσης, η οποία βρέθηκε στο κινητό του Bini. Σύμφωνα με την εισαγγελία, αυτό θα αποτελέσει το αποδεικτικό στοιχείο που θα δείχνει πώς παραβιάστηκε το υπολογιστικό σύστημα της CNT, ένα από τα μέλη που κατηγορούν τον Ελβετό κυβερνοακτιβιστή.

Για τον Rafael Bonifaz, τεχνικό συντονιστή της Derechos Digitales, η φωτογραφία αποκαλύπτει, αντίθετα, ότι δεν υπήρξε καμία είσοδος στο σύστημα: δεν είναι μια εικόνα που αποκαλύπτει τι υπάρχει μέσα σε έναν σέρβερ. Στην πραγματικότητα, αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί είδηση, συνεχίζει ο Bonifaz, είναι το γιατί η CNT χρησιμοποιεί ένα μη κρυπτογραφημένο σύστημα.

Lo que debería ser un escándalo aquí es que en el 2015, CNT haya estado usando Telnet. Yo, cuando aprendí a administrar servidores, en el año 2003 me enseñaron Telnet con fines históricos. Así se hacía antes, por favor, [nos decían] no vayan usarlo ahora […] Nos enseñaron así hace 20 años y lo seguimos haciendo porque así aprendimos.

Αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί σκάνδαλο είναι ότι, το 2015 η CNT χρησιμοποιούσε το Telnet. Όταν έμαθα να διαχειρίζομαι διακομιστές, το 2003, μου έμαθαν το Telnet για ιστορικούς λόγους. Έτσι γινόταν παλαιότερα, παρακαλώ [συνήθιζαν να μας λένε] μην το χρησιμοποιείτε τώρα. […] Μας έμαθαν με αυτόν τον τρόπο πριν από 20 χρόνια και συνεχίζουμε να το κάνουμε επειδή έτσι μάθαμε.

Η εμπειρία του Bonifaz –ως διαχειριστή συστημάτων– του επιτρέπει να επιβεβαιώσει ότι ένας κρατικός φορέας, όπως η CNT, χρησιμοποιεί μη ασφαλείς τεχνολογίες για τη διαχείριση των δρομολογητών της. «Αυτό θέτει σε κίνδυνο τις κρατικές επικοινωνίες, οπότε τα θέματα κυβερνοασφάλειας πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Όταν βλέπεις ότι η CNT το κάνει αυτό, καταλαβαίνεις ότι το θέμα αυτό δεν αποτελεί προτεραιότητα».

Ο Bonifaz προσθέτει, επίσης, ένα άλλο στοιχείο στην υπόθεση Bini: το στίγμα, το οποίο αποτελεί μέρος του ίδιου προβληματισμού σχετικά με την τεχνολογική άγνοια και τον φόβο που δημιουργεί, όπως εξήγησε η Alimonti. Ο Ola Bini είναι ένας «gringo» [ΣτΜ: ισπανικός όρος για τον «ξένο»] που έχει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: φοράει μαύρο καπέλο και μαύρα ρούχα, σκούρα γυαλιά και έχει βαμμένα νύχια, μια εμφάνιση που έχει πέραση στα ποικιλόμορφα ΜΜΕ.

Θα μπορούσε να αποτελέσει δευτερεύον θέμα, ωστόσο αποτελεί στοιχείο των επιχειρημάτων όσων κατηγορούν τον Bini. Ο Bonifaz θυμάται ότι μια μέρα, σε μια από τις συνεδριάσεις είπαν ότι ο Ελβετός κυβερνοακτιβιστής φοράει μαύρο καπέλο και, για τον λόγο αυτό, επιτίθεται σε συστήματα υπολογιστών. «Και θα μπορούσα να σας δώσω παραδείγματα που γίνονται παράλογα. Ήμουν σε μια συνεδρίαση όπου η εισαγγελία τόνισε ότι ο Ola Bini ήταν επικίνδυνος, επειδή είχε βιβλία για την ασφάλεια πληροφοριακών συστημάτων και, επιπλέον, ήταν στα αγγλικά».

Όσον αφορά στη δικαστική διαδικασία, οι παρατυπίες υπήρξαν από τη στιγμή της σύλληψης στο διεθνές αεροδρόμιο του Quito, την ημέρα που ο Ασάνζ απομακρύνθηκε από την πρεσβεία του Εκουαδόρ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Rosa Bolaños, νομική σύμβουλος του Ιδρύματος Inredh και μία από τις οργανώτριες που συμμετέχουν στην προαναφερόμενη αποστολή, ανέφερε, εξάλλου, ότι το είδος του εγκλήματος για το οποίο κατηγορήθηκε αρχικά ο Bini έχει αλλάξει: από θέμα περί διείσδυσης σε σύστημα υπολογιστών έχει μετατραπεί σε έγκλημα για το οποίο δικάζεται τώρα ο Bini, τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε διακομιστή -στην προκειμένη περίπτωση του CNT- σύμφωνα με το Άρθρο 234 του Ποινικού Κώδικα.

Από την άλλη πλευρά, η Bolaños εντοπίζει επίσης τον στιγματισμό που δημιουργείται γύρω από τον Bini. «Διαμορφώνουν έναν εσωτερικό εχθρό που, λόγω του ότι έχει περισσότερες γνώσεις, θεωρείται διαφορετικός και, ως εκ τούτου, άξιος τιμωρίας». Τι θα μπορούσε λοιπόν να συμβεί αν ο Ola Bini καταλήξει να καταδικαστεί; Ο νομικός σύμβουλος θεωρεί ότι ο αντίκτυπος στα ψηφιακά δικαιώματα θα ήταν επικίνδυνος. «Θα μπορούσαν να υπάρξουν τύποι εγκλημάτων όπου υποδεικνύουν ότι ορισμένα προγράμματα ή εφαρμογές απαγορεύονται ή [θα μπορούσαν] να θεωρηθούν ύποπτα».

Βέβαια, στα τριάμισι χρόνια που η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη, δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν αδιάσειστα στοιχεία που να έχουν συγκεντρωθεί από τα μέσα ενημέρωσης, πέρα από τις κατηγορίες της πρώην υπουργού María Paula Romo, οι οποίες επαναλήφθηκαν και ενισχύθηκαν από τον πρώην πρόεδρο Lenin Moreno. Στην υποθετική περίπτωση που ο Ola Bini αφεθεί ελεύθερος, ο Bolaños δήλωσε ότι, εάν οι ποινικές κατηγορίες δεν έχουν αποδειχθεί, τίθεται το ζήτημα για συνολική αποζημίωση.

Φέτος, η υπόθεση του Ola Bini απέκτησε δημοσιότητα στα μέσα ενημέρωσης λόγω των ακροάσεων του από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο, αν και ορισμένες έχουν επίσης ανασταλεί. Η τελευταία αναστολή έγινε στις 30 Αυγούστου, όπως ανέφερε το Inredh. Αυτό ήταν μια σταθερά στη δίκη του Bini, που επιδεινώθηκε, επιπλέον, από τα μέτρα πανδημίας που επηρέασαν τη δικαστική δραστηριότητα.

Τη στιγμή της δημοσίευσης, παραμένει άγνωστο το πότε θα συνεχιστεί η ακρόαση για να καθοριστεί η μοίρα του Ola Bini: φυλακή ή ελευθερία.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του εγχειρήματος για περισσότερα δημοσιεύματα από το Παρατηρητήριο Ανελευθερίας.

 

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.