Η Ingrid Persaud, συγγραφέας από το Τρινιντάντ, μας μιλάει για το νέο της μυθιστόρημα “Love After Love”

Το νέο μυθιστόρημα της Ingrid Persaud “Love After Love”, που κυκλοφορεί στο Τρινιντάντ. Φωτογραφία του Nicholas Laughlin. Χρήση κατόπιν αδείας.

Σε μια βιβλιοκριτική του νέου έργου “Love after Love” της συγγραφέως Ingrid Persaud, η οποία κατάγεται από το Τρινιντάντ, η ποιήτρια Shivanee Ramlochan περιέγραψε το βιβλίο ως “ένα αμείλικτο ταξίδι σε τρεις καρδιές”.

Αυτές οι καρδιές είναι: της Betty Ramdin, μιας επιζήσασας ενδοοικογενειακής βίας, που “δεν είναι μόνο οι μελανιές της”, του γιου της, Solo, ο οποίος “δεν είναι απλά ένα ντροπαλό μοναχοπαίδι”, και του συγκάτοικού τους, Chetan, που ξεφεύγει της εύκολης ταμπελοποίησης των κουήρ ατόμων της Καραϊβικής. O Chetan μετακομίζει στο σπίτι τους μετά το θάνατο του βίαιου συζύγου της Betty και από τότε οι τρεις τους αποτελούν ένα άλλο είδος οικογένειας.

Σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον στην επούλωση των πληγωμένων ψυχών τους, έρχονται μυστικά στην επιφάνεια, που αλλάζουν τα πάντα, και τότε δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν ζητήματα, όπως η ταυτότητα, το καθήκον, η συνύπαρξη, ο πόθος και η συμφιλίωση. Ωστόσο, ίσως το σημαντικότερο είναι ότι οι συγκλονιστικές αποκαλύψεις συνοδεύουν τις προσωπικές τους αναζητήσεις στο μονοπάτι προς την αυτοαγάπη, μια θεματική που διερευνάται στο βιβλίο, που έχει τον ίδιο τίτλο με το ποίημα του Ντέρεκ Γουόλκοτ.

Το μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται στο Τρινιντάντ, στο νησί που γεννήθηκε η Persaud, δείχνει τον τρυφερό σεβασμό στον απαράμιλλο τρόπο, με τον οποίο οι άνθρωποι στο Τρινιντάντ επικοινωνούν μεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα προσδίδει μια ντόπια πινελιά και ζωντάνια στα πάντα.

Πήρα συνέντευξη μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας από την Ingrid Persaud για να συζητήσουμε το μυθιστόρημά της, το πρώτο που έγραψε μετά το Βραβείο Μικρού Διηγήματος της Κοινοπολιτείας και το Εθνικό Βραβείο Διηγήματος του BBC, που της απονεμήθηκαν το 2017.

Η συγγραφέας Ingrid Persaud. Χρήση φωτογραφίας κατόπιν αδείας.

Janine Mendes-Franco (JMF): Έχετε φτάσει στο επίπεδο της αυτοαγάπης, το οποίο περιγράφει ο Γουόλκοτ;

Ingrid Persaud (IP): Δανείζομαι τον τίτλο του ποιήματος του Γουόλκοτ με εκτίμηση και ευγνωμοσύνη. Όταν αγαπάμε ένα άλλο πρόσωπο, δε συμβαίνει συχνά να χάνουμε επιπόλαια τον εαυτό μας; Είμαι βέβαιη ότι όλοι έχουμε βιώσει αυτή τη δυσκολία. Ταυτόχρονα, νομίζω ότι καταφέρνω όλο και περισσότερο να βρω τον δρόμο μου, πίσω στον εαυτό μου, στο είδωλο μου στον καθρέφτη, και να μου δείξω λίγη συμπόνοια. Θα πρέπει όλοι μας να κρατήσουμε τον περίφημο τελευταίο στίχο του ποιητή, και την
προτροπή του στον αναγνώστη: “Χαλάρωσε και ζήσε τη ζωή σου”.

JMF: Στο “Love After Love”, ανοίξατε εντελώς νέους δρόμους μέσω της αφηγηματικής σας προσέγγισης γράφοντας μέσα από το πρίσμα του Τρινιντάντ, όχι μόνο επειδή χρησιμοποιήσατε την τοπική διάλεκτο, αλλά και με τον ρυθμό και την ταχύτητα που τη διακρίνουν. Ήταν αυτό μια συνειδητή επιλογή ή θα μπορούσε η ιστορία να είχε γραφτεί
μονάχα με αυτόν τον τρόπο;

IP: Το “Love After Love” διαδραματίζεται στο Τρινιντάντ και οι χαρακτήρες είναι όλοι συνηθισμένοι άνθρωποι του Τρινιντάντ, οπότε θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ιστορία απαιτούσε τη χρήση της δικής μας γλώσσας. Όμως παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες, εκτός από το γεγονός ότι ο τόπος καθορίζει τη γλώσσα. Αυτή είναι η δική μας ντόπια γλώσσα με την ίδια εγκυρότητα όπως όλα τα υπόλοιπα αγγλικά. Την αντιλαμβάνεται κανείς ως διάλεκτο, μόνο όταν δεν είναι ένας από τους εκατομμύρια αγγλόφωνους στην Καραϊβική. Γιατί ζητάμε άδεια για να χρησιμοποιήσουμε τα αγγλικά μας; Ο απίθανος συγγραφέας Sam Selvon θεωρούσε εντελώς αυτονόητη τη χρήση τους πριν από 70 χρόνια. Το ερώτημα δεν είναι γιατί ένας καταξιωμένος εκδοτικός οίκος όπως ο Faber αγόρασε αυτό το βιβλίο, αλλά γιατί ο εκδοτικός κόσμος χρειάστηκε τόσο χρόνο για να προωθηθούν έργα όπως το δικό μου.

JMF: Αυτή είναι η δική σας άποψη, όμως στην Καραϊβική έχουν γίνει πολλές συζητήσεις γύρω από τη χρήση της πατουά/κρεολικής γλώσσας σε αντίθεση με την επίσημη αγγλική γλώσσα, την βιωσιμότητά της, πώς αυτή σχετίζεται με την ευφυΐα, την κοινωνική θέση κλπ. Ποια είναι η άποψή σας όσον αφορά το γεγονός ότι εξακολουθεί να γίνεται μια προσπάθεια να ταπεινώνονται (ή τουλάχιστον να αποθαρρύνονται) οι άνθρωποι που μιλούν διάλεκτο και να τους βάζουν κατά κάποιον τρόπο στη θέση τους;

IP: Επειδή αντιλαμβανόμαστε τα αγγλικά μιας μικρής μειονότητας ως τον απόλυτο κανόνα, κάθε άλλη χρήση των αγγλικών καταντάει ξενική. Αν πάλι δεχτούμε ότι τα αγγλικά μας είναι κατώτερα από τον “Χρυσό Κανόνα”, γινόμαστε μόνοι μας θύματα της αλλοτρίωσής μας. Και σαν να μην έφτανε αυτή η ειρωνεία, αυτές οι συζητήσεις λαμβάνουν χώρα στην περιοχή μας, τη στιγμή που τα αγγλικά μας και η καραϊβική μας αισθαντικότητα, σε άλλα μέρη αποθεώνονται. Ο Roger Robinson, πολίτης του Τρινιντάντ, έχει αποσπάσει το τιμητικό βραβείο Τ.Σ. Έλιοτ, αλλά και το βραβείο Ondaatje για τη συλλογή διηγημάτων του “Ένας Φορητός Παράδεισος”, ενώ το “Χρυσό Παιδί” της Claire Adams έχει κερδίσει επίσης πολλά βραβεία. Η Caroline McKenzie δημοσίευσε το 2020 το “One Year of Ugly” (ΣτΜ: “Ένας Χρόνος με τον Ugly”, ugly= το όνομα του ήρωα του βιβλίου ή “ασχήμια”). Το μυθιστόρημα της Ayanna Lloyd είχε ήδη προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον πολύ πριν την έκδοσή του το 2022. Η χώρα μας θα έπρεπε να πανηγυρίζει γι’ αυτό.

JMF: Με την απόφαση σας να μη “μετριάσετε” την διάλεκτο και να μην επεξηγήσετε ειδικές λέξεις της γλώσσας σας, δείξατε αυτοπεποίθηση. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε σχετικό γλωσσάρι με λέξεις της γλώσσας ίγκμπο, που χρησιμοποιεί ο Achebes στο μυθιστόρημα “Things Fall Apart” (ΣτΜ: «Η Κατάρρευση της Κατάστασης»). Ήταν δύσκολο να πείσετε τον εκδοτικό οίκο για τον τρόπο, με τον οποίο διαχειριστήκατε το ζήτημα αυτό;

IP: Η Louisa Joyner του εκδοτικού οίκου Faber και η Nicole Counts του εκδοτικού οίκου One World υπήρξαν για μένα εξαίσιες εκδότριες και νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη που μου έδωσαν την ευκαιρία να μάθω πράγματα. Καμία από τις δυο δε μου ζήτησε γλωσσάρι, μάλιστα ήταν εναντίον της προσθήκης επεξηγήσεων. Θεώρησαν ότι η αρτιότητα του κειμένου θα ήταν επαρκής. Πιστεύω πως για τους αναγνώστες, που δεν προέρχονται από την Καραϊβική, τα συμφραζόμενα θα επαρκούσαν για την κατανόηση. Ακόμη καλύτερο θα ήταν εάν οι αναγνώστες, μετά από την ανάγνωση του “Love After Love”, εμπλουτίζανε το λεξιλόγιο τους με λέξεις όπως steupse (ρουφάω αέρα μέσα από τα δόντια”) και bazodee (“είμαι ζαλισμένος”), ιδιωτισμούς όπως cockroach have no right in fowl party” (“μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν”) και επιφωνήματα αγανάκτησης/χαράς όπως “jeezandages” («Χριστέ και Παναγιά!»).

JMF: Τι είδους αντιδράσεις λάβατε από τους αναγνώστες, που δεν προέρχονται από το Τρινιντάντ και Τομπάγκο σχετικά με τη γλώσσα;

IP: Ήδη πριν από τη δημοσίευση, είχα αποφασίσει να μη διαβάσω σχόλια, που έκαναν αναγνώστες συνήθως σε σελίδες όπως το Goodreads και το Amazon. Δε θα ήταν καλό για την ψυχική μου υγεία. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι αντιδράσεις που έλαβα, προέρχονταν μόνο από ανθρώπους, που έκαναν τον κόπο να επικοινωνήσουν μαζί μου. Και πράγματι, εξέφρασαν θετικά σχόλια όσον αφορά τη γλώσσα που χρησιμοποίησα στο “Love After Love”. Δε γνωρίζω τίποτα για τους αναγνώστες, που θεώρησαν τη γλώσσα αποκρουστική. Αλλά και αυτό είναι απόλυτα σεβαστό. Αν ο σκοπός μου ήταν να τους κάνω όλους  ευτυχισμένους, θα έπρεπε να είμαι σαν τις “δίπλες πιπεράτες” (αγαπητό πρωινό street food στο Τρινιντάντ).

JMF: Εδώ και κάποια χρόνια δε ζείτε πια στο Τρινιντάντ και, παρόλ’ αυτά, δεν έχετε ξεχάσει ούτε τη γλώσσα ούτε τον αλέγρο ρυθμό της. Πώς το καταφέρνετε αυτό;

IP: Σας ευχαριστώ για αυτό το σχόλιο. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρη αν τα ακούω ακόμα και αν συνεχίζω να τα αντιλαμβάνομαι σωστά. Όταν αρχίζω να έχω αμφιβολίες ή να νιώθω νοσταλγία, αρπάζω το τηλέφωνο και ρουφάω σαν σφουγγάρι τις φωνές των φίλων ή της οικογένειάς μου στο Τρινιντάντ ή όποιου ενδιαφέρεται να ασχοληθεί μαζί μου. Η γλώσσα αποτελεί φυσικά έναν ζωντανό οργανισμό. Ίσως συμβαίνει να έχει αλλάξει το νόημα κάποιας έκφρασης μέσα στο χρόνο ή να μη  χρησιμοποιείται πλέον στην καθημερινότητα. Γι’ αυτό το λόγο, είμαι προσεκτική με τη σωστή χρήση της γλώσσας. Ο λαός μας είναι τόσο δημιουργικός, ώστε να εμφανίζονται συνέχεια καινούργιες λέξεις και ιδιωτισμοί. Και ελέγχουμε τη γλώσσα μας όπως κάθε άλλη γλωσσική κοινότητα. Θα ήταν λογοτεχνική αυτοκτονία να μη συμβουλεύομαι τον θαυμαστό τόμο του Winder “Λεξικό της Αγγλικής/Κρεολικής του Τρινιντάντ και Τομπάγκο” ή να αγνοήσω το Côté ci Côté là” (Λεξικό του Τρινιντάντ και Τομπάγκο), που χρησιμοποιώ πάρα πολύ συχνά.

JMF: Σας έδωσε η απόσταση τη δυνατότητα μιας μοναδικής οπτικής της ταυτότητας ή την αίσθηση του ανήκειν;

IP: Δεν ξέρω εάν η ζωή μου στο εξωτερικό μου έδωσε τη δυνατότητα μιας μοναδικής οπτικής ή όχι, σίγουρα όμως έθεσε στο επίκεντρο του έργου μου θέματα ταυτότητας και αίσθησης του ανήκειν. Όλοι χρειαζόμαστε έναν τόπο, στον οποίο να νιώθουμε σπίτι μας, αλλά ο τρόπος που θα τον διαμορφώσουμε είναι ένα αμφιλεγόμενο, λεπτό ζήτημα. Σκέφτομαι το Σαν Φερνάντο στο νότιο Τρινιντάντ  και θα έλεγα ότι ο ομφάλιός μου λώρος είναι θαμμένος εκεί. Εκεί ανήκω. Όσον αφορά το σήμερα όμως, δεν είμαι τόσο σίγουρη αν το GPS μπορεί να βρει ποια είναι η πατρίδα μου. Τα πολλά χρόνια της αυτοεξορίας μου έχουν ταράξει συθέμελα και επαναπροσδιορίσει τη σκέψη μου. Έχω αποδεχτεί με ευκολία πλέον τη μεταβατική εμπειρία του να μην ανήκω πουθενά και ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη όπου κατοικώ. Είναι πιο κοντά στην καθημερινή εμπειρία που βιώνω, χωρίς την ώθηση που προκαλεί η απόρριψη και την έλξη που προκαλεί η αποδοχή.

JMF: Η ενδοοικογενειακή βία και η ομοφοβία αποτελούν έντονα στοιχεία, που υποβόσκουν και διαμορφώνουν την κοινωνική πραγματικότητα της περιοχής. Γιατί θελήσατε να τα εξετάσετε βαθύτερα;

IP: Έγραψα για καθημερινές ζωές και, όπως λέτε και εσείς, η ενδοοικογενειακή βία και η ομοφοβία αποτελούν σοβαρά και ανησυχητικά προβλήματα στην καθημερινότητα της περιοχής μας. Όταν γράφει κανείς για ομοφυλόφιλους χαρακτήρες, είναι αδύνατον να αγνοεί την ομοφοβία, που περιορίζει τις επιλογές που κάνουν στη ζωή τους οι χαρακτήρες αυτοί. Άφηνα τους χαρακτήρες να καθοδηγούν τη γραφή μου και πολλές φορές δεν ήμουν σίγουρη πού θα ξανασυναντιόμασταν. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπίσω αυτά τα ζητήματα.

JMF: Καταφέρνετε πάντα να εστιάζετε στα βασικά στοιχεία μιας καλής αφήγησης και να της δίνετε μια δομή που να πείθει, ώστε ο αναγνώστης να θέλει να συμμετάσχει στο ταξίδι. Περιγράψτε τι συμβαίνει από τη στιγμή που σκέφτεστε: “Αυτό θα μπορούσε να είναι μια καλή ιστορία”.

IP: Γνωρίζετε πώς προετοιμάζεται ένα παραδοσιακό χαλαρωτικό μπάνιο με βότανα στην Καραϊβική για να ελευθερωθεί το σώμα και το μυαλό από τις αρνητικές δονήσεις; Υποθέτω ότι η απάντηση είναι όχι. Ίσως μπορείτε να ζητήσετε τη συμβουλή μιας ηλικιωμένης θείας, η οποία θα σας προτείνει να ρίξετε μαύρο φασκόμηλο και μπλε σαπούνι στο νερό. Στη συνέχεια, μπορεί να ρωτήσετε μια γειτόνισσα, η οποία μπορεί να σας υποδείξει άλλα απαραίτητα συστατικά ή ακόμη και να διαφωνήσει με αυτό που σας πρότεινε η θεία. Το ίδιο ισχύει και για τη δημιουργική διαδικασία. Αν το αναλογιστούμε, φαίνεται σαν να υπάρχει ένας ειδικός τύπος, βάσει του οποίου προκύπτει η καλή γραφή. Αλλά δεν υπάρχει – ή τουλάχιστον εγώ δεν τον έχω βρει ακόμα. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να καθίσετε κάθε μέρα στο γραφείο σας και να γράψετε. Αν το κάνετε, μπορεί ενίοτε, και για μια στιγμή, να νιώσετε την απόλυτη μαγεία.

Το άρθρο μεταφράστηκε από την Θώμη Χατζηπαντελή, φοιτήτρια του FTSK στο Germersheim, κατά τη διάρκεια του μαθήματος της Δρ. Φιλ. Αναστασίας Καλπακίδου στο πλαίσιο του project Global Voices.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.