
Διαμαρτυρία νοσηλευτριών στο Σλίβεν της Βουλγαρίας. Φωτογραφία που παρέχεται από την Ένωση Βουλγάρων Νοσηλευτών με άδεια αναδημοσίευσης.
Στις αρχές Νοεμβρίου, κάτι πρωτοφανές συνέβη στη Βουλγαρία: ο Δρ Γκεόργκι Ζελιάζκοφ, διευθυντής ενός βασικού νοσοκομείου στην πόλη Ντόμπριτς, πρωτεύουσα της βορειοανατολικής επαρχίας που συνορεύει με τη Ρουμανία και τη Μαύρη Θάλασσα, κατέθεσε μήνυση κατά 136 ιατρών, που, όπως διαπίστωσε, σκόπευαν να συμμετάσχουν σε απεργία για να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και υψηλότερους μισθούς. Η επόμενη δικαστική συνεδρίαση θα γίνει τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους.
Ωστόσο, το ιατρικό προσωπικό ξεκίνησε την απεργία του στις 10 Νοεμβρίου. Τις επόμενες ημέρες, ένα ποσοστό των απεργών αποχώρησαν, αλλά περίπου 30 νοσηλεύτριες, ένας γιατρός και δύο υγειονομικοί συνέχισαν να διαδηλώνουν. Την ώρα της δημοσίευσης, η απεργία βρίσκεται σε αναμονή, ενώ διεξάγεται η δίκη. Για μεγάλο μέρος των διαδηλωτ(ρι)ών, ήταν ωστόσο συμβολικό, καθώς συνέχισαν να καλύπτουν βάρδιες. Δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά να χάσουν το εισόδημά τους και δεν μπορούσαν να αφήσουν τους ασθενείς τους και να επιτρέψουν στο ιατρικό σύστημα να καταρρεύσει χωρίς την παρουσία τους.
Το 2019 και το 2020, το νοσηλευτικό προσωπικό σε όλη τη Βουλγαρία ξεκίνησε σειρά διαμαρτυριών. Σταμάτησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, καθώς η εστίασή τους μετατοπίστηκε στη διασφάλιση της επιβίωσης για τους ασθενείς και τους εαυτούς τους. Εν τω μεταξύ, οι βουλγαρικές Αρχές απέτυχαν να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους να ανεβάσουν τους μισθούς του ιατρικού προσωπικού στο επίπεδο του βασικού ελάχιστου μισθού των 1500 λεβ (περίπου 815 δολάρια). Η δημόσια εκτίμηση για τη σημασία τους για την κοινωνία κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν κράτησε πολύ.
Οι νοσηλεύτριες παραπονέθηκαν στο Global Voices για μια άλλη ανεπαρκή κάλυψη των πρόσφατων διαδηλώσεων του Οκτωβρίου στις βουλγαρικές πόλεις Σλίβεν, Ντόμπριτς, Βράτσα, Κιουστεντίλ και Μπλαγκόεβγκραντ. Τα βασικά αιτήματα περιλαμβάνουν την εφαρμογή ενός κατώτατου μισθού εντός του κλάδου, ο οποίος είχε ήδη διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση, αλλά δεν έχει εγκριθεί από όλα τα νοσοκομεία μέχρι στιγμής. Άλλα αιτήματα περιελάμβαναν αύξηση των αμοιβών για νυχτερινές βάρδιες και αύξηση της αξίας των παρεχόμενων κουπονιών διατροφής.
Η συλλογική σύμβαση έγινε σε τριμερή βάση διαπραγματεύσεων: μεταξύ κράτους, συνδικαλιστικών οργανώσεων και ιατρικών εργαζομένων. Ωστόσο, μια τέτοια συμφωνία, η τομεακή συλλογική σύμβαση εργασίας, έχει ρυθμιστική λειτουργία. Όπως εξήγησαν εκπρόσωποι του νοσηλευτικού προσωπικού στο Global Voices, οι αυξημένοι μισθοί των γιατρών, όπως ορίζει η συλλογική σύμβαση, δεν οδηγούν αυτόματα σε αύξηση των αποδοχών σε ένα συγκεκριμένο νοσοκομείο, το οποίο πρέπει να αποφασίσει μόνο του.
Ως εκ τούτου, η απεργία στο Ντόμπριτς, που διοργάνωσε η Ένωση Βουλγάρων Νοσηλευτών, έθεσε τα αιτήματα για αυξημένους μισθούς στον εργοδότη, το Πολυδύναμο Νοσοκομείο Ενεργής Θεραπείας του Ντόμπριτς. Αυτό το σωματείο είναι μια εναλλακτική λύση στα συνδικάτα, που λειτουργούν σε εθνικό επίπεδο και είναι βασικός διοργανωτής διαδηλώσεων σε άλλες πόλεις, όπως το Σλίβεν, που βρίσκεται στην Κεντρική Βουλγαρία. Εγγράφηκε το 2019 και ηγείται από μη κομφορμιστές ιατρικούς υπαλλήλους, που θέλουν να αλλάξουν την κατάσταση του νοσηλευτικού προσωπικού στο πλαίσιο του συστήματος υγείας φτάνοντας τα ελάχιστα επίπεδα βασικών μισθών που είχαν προηγουμένως διαπραγματευτεί μεταξύ κράτους, συνδικάτων και νοσοκομείων για το ιατρικό προσωπικό.

Νοσηλεύτριες από το Τέρβελ εκφράζουν την αλληλεγγύη τους στις νοσηλεύτριες από το Ντόμπριτς. Φωτογραφία που παρέχεται από την Ένωση Βουλγάρων Νοσηλευτών με άδεια αναδημοσίευσης.
Και ενώ τα βουλγαρικά ΜΜΕ και η κοινωνία δεν εκφράζουν ρητά την ανησυχία τους για αυτά τα θέματα, πολλές νοσηλεύτριες συνεχίζουν να εργάζονται περισσότερες από 12 ώρες την ημέρα. Σύμφωνα με την Ένωση Βουλγάρων Νοσηλευτών, σε ορισμένα νοσοκομεία κάνουν βάρδιες 24 ή και 36 ωρών. Επίσης, μεγάλο ποσοστό εξ αυτών εργάζονται σε πολλά μέρη ταυτόχρονα για να τα βγάλουν πέρα. Στο μεταξύ, ο συνολικός αριθμός των νοσηλευτ(ρι)ών σε εθνικό επίπεδο συρρικνώνεται επίσης και μεγάλο ποσοστό εξ αυτών βρίσκονται είτε σε ηλικία πριν είτε μετά τη σύνταξη.
Η νοσηλεύτρια που μήνυσε πολλά νοσοκομεία
Η Μάγια Ιλίεβα, γνωστή ακτιβίστρια μεταξύ των συναδέλφων της, είναι βασική συμμετέχουσα στη διαμαρτυρία του Ντόμπριτς. Εκπρόσωπος της Ένωσης Βουλγάρων Νοσηλευτών, έχει 27 χρόνια εργασιακής εμπειρίας, εκ των οποίων τα 23 τα πέρασε ως νοσηλεύτρια ανάνηψης στο καρδιοχειρουργικό νοσοκομείο της πρωτεύουσας. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων το 2019, απολύθηκε από το νοσοκομείο Tokuda στη Σόφια. Η Ιλίεβα μήνυσε τον εργοδότη της και κέρδισε τη δίκη σε πρώτο βαθμό και αυτή τη στιγμή η υπόθεσή της βρίσκεται στο Εφετείο. Έχει επίσης κερδίσει πέντε αγωγές κατά του ίδιου νοσοκομείου, συμπεριλαμβανομένης μιας καταγγελίας για διακρίσεις, με το δικαστήριο να αποφασίζει ότι η βάση της διάκρισης ήταν η συνδικαλιστική της ένταξη.
Το 2019, όταν εγγράφηκε το εναλλακτικό σωματείο, επιλέχθηκε η Ιλίεβα ως επικεφαλής του Δ.Σ. Μετά την απόλυσή της από το νοσοκομείο Tokuda την ίδια χρονιά, άρχισε να εργάζεται σε άλλο νοσοκομείο της ίδιας πόλης. Όταν ξεκίνησε η πανδημία, ήταν μεταξύ των πρώτων εθελοντών για την Πτέρυγα Ανάνηψης Covid-19. Ωστόσο, απολύθηκε, όταν ενημέρωσε τα ΜΜΕ για το έλλειμμα ιατρικών προμηθειών.

Η νοσοκόμα Μάγια Ιλίεβα στη διαμαρτυρία του 2019. Ευγενική φωτογραφία που παρείχε η ίδια με άδεια αναδημοσίευσης.
Σύμφωνα με την Ιλίεβα, η κατάσταση στο Ντόμπριτς είναι κρίσιμ, λόγω της έλλειψης ειδικών. Αυτή και άλλες συμμετέχουσες στη διαμαρτυρία λένε ότι μια από τις μονάδες του νοσοκομείου, για παράδειγμα, έχει μόνο μία νοσηλεύτρια, που πρέπει να συνδυάσει τους ρόλους προϊσταμένης, νοσηλεύτριας χειρουργείου και τακτικής νοσηλεύτριας, «όλα σε ένα».
«Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς γίνεται ένα πρόγραμμα με μία μόνο νοσηλεύτρια», είπε η Ιλίεβα, προσθέτοντας ότι τέτοιες νοσηλεύτριες πρέπει να ζουν ουσιαστικά στο νοσοκομείο. Σύμφωνα με την ίδια, η κατάσταση σε πολλά νοσοκομεία σε όλη τη χώρα είναι πάνω κάτω η ίδια.

Νοσηλεύτριες από το Κάρλοβο εκφράζουν την αλληλεγγύη τους στις νοσηλεύτριες από το Ντόμπριτς. Φωτογραφία που παρέχεται από την Ένωση Βουλγάρων Νοσηλευτών με άδεια αναδημοσίευσης.
Ο αριθμός των νοσηλευτ(ρι)ών μειώνεται ραγδαία σε όλη τη χώρα. Σύμφωνα με τη Βουλγαρική Ένωση Επαγγελματιών Υγείας, η οποία ηγείται ενός μητρώου, υπάρχει έλλειμμα περισσότερων από 35.000 νοσηλευτών στο βουλγαρικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Η Ιλίεβα συνόψισε την κατάσταση:
Ένας νοσηλευτής εξυπηρετεί από τριάντα έως σαράντα ασθενείς κατά μέσο όρο και κατά τη διάρκεια του COVID ο αριθμός έφτασε τους εξήντα. Δεν είναι σπάνιο να συνδυάζονται πολλοί ρόλοι με έναν μόνο μισθό. Οι νυχτερινές βάρδιες πληρώνονται χαμηλά.
Η Ιλίεβα υποθέτει ότι οι εργοδότες αντιστέκονται στην αύξηση των βασικών μισθών, επειδή αυτό θα συνεπαγόταν αύξηση της λεγόμενης τάξης χρόνου εργασίας (ένα ποσοστό μισθού που αυξάνεται με κάθε έτος υπηρεσίας), καθώς και των ποσοστών για υπερωριακή εργασία. Η ίδια εξηγεί:
Στο νοσοκομείο υπάρχουν υπερωρίες μεταξύ 40 και 240 ωρών μηνιαίως, ενώ συνολικά μόνο 150 ώρες επιτρέπονται ετησίως από το νόμο. Γι’ αυτό ο διευθυντής του νοσοκομείου προτιμά να πληρώνει τα δύο τρίτα του μισθού με τη μορφή μπόνους, τη λεγόμενη πρόσθετη υλική τόνωση. Με αυτό θέτει τους εργαζόμενους σε εξαρτημένη θέση, ανάλογα με την καλή του θέληση κατά τη διανομή των πόρων.
Οι διαδηλώσεις στην πόλη Σλίβεν
Η Ναντέζντα Μαργκένοβα από το Σλίβεν είναι μια από τους ιδρυτές του εναλλακτικού συνδικάτου νοσηλευτών. Για να υποστηρίξει τις διαδηλώσεις στα τέλη του 2022, χρειάστηκε να πάρει άδεια άνευ αποδοχών. Το σωματείο ζήτησε αύξηση των βασικών μισθών στο βαθμό που είχε συμφωνηθεί στη συλλογική σύμβαση και διαπραγματεύτηκε ανεπιτυχώς με το Περιφερειακό Νοσοκομείο στο Σλίβεν μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου.
Επί 15 συνεχή χρόνια το νοσοκομείο αρνείται να ενταχθεί στη συλλογική σύμβαση. Η Μαργκένοβα και οι συνάδελφοί της πιστεύουν ότι οι νοσηλευτές που απασχολούνται εκεί έχουν τους χαμηλότερους μισθούς (γύρω στα 655 δολάρια βασικός μισθός), σε σύγκριση με τα άλλα νοσοκομεία της πόλης. Μεγάλο ποσοστό προτιμούν να εργάζονται σε νηπιαγωγεία και σχολεία με καλύτερες αμοιβές και συνθήκες παρά σε νοσοκομεία, όπου συχνά πρέπει να κάνουν πολλές συνεχόμενες νυχτερινές βάρδιες.
Σύμφωνα με τη Μαργκένοβα, η οποία είναι νοσηλεύτρια για πολλά χρόνια, σε αντίθεση με άλλες χώρες της ΕΕ όπως η Γερμανία και η Ιταλία, ο συνδικαλισμός στη Βουλγαρία είναι «πρακτικά νεκρός», καθώς τα μεγάλα συνδικάτα σε εθνικό επίπεδο δεν καταβάλλουν προσπάθεια για την επιβολή των υπογεγραμμένων τριμερών συλλογικών συμβάσεων και δεν κάνουν καμία προσπάθεια να κινητοποιήσουν τα μέλη των συνδικάτων για διαμαρτυρίες. Σύμφωνα με αυτήν, αυτό οδηγεί σε «μη αξιοποίηση των δυνατοτήτων της αποτελεσματικής απεργίας», που είναι «το τελευταίο μέσο της συνδικαλιστικής μάχης».
Като цяло съсловието е на изчезване. Разполагаме с 20 хиляди медицински сестри, една трета от тях са в пенсионна вързраст, една трета са в предпенсионна възраст. Остават едни 7 хиляди които трябва да се разпределят в функционирането на 400 болници, отделно социални заведения, кабинети, детски ясли, градини, училища, центрове за спешна медицинска помощ, т.е. това е невъзможно, дори и при работа на втори трудов договор. Млади кадри няма, те са малко и са избрали професията основно за да могат да работят в чужбина, където са добре дошли.
Γενικότερα, το επάγγελμα βρίσκεται στο δρόμο προς την εξαφάνιση. Η πραγματική εικόνα είναι η εξής: έχουμε περίπου 20.000 νοσηλευτές αυτή τη στιγμή στη Βουλγαρία. Το ένα τρίτο από αυτούς είναι σε ηλικία συνταξιοδότησης, το ένα τρίτο σε προσυνταξιοδότηση. Είναι 7.000 που πρέπει να κατανεμηθούν για να είναι δυνατή η λειτουργία 400 νοσοκομείων αλλά και κοινωνικών ιδρυμάτων, γραφείων, βρεφονηπιακών σταθμών, παιδικών σταθμών, πτέρυγας επειγόντων περιστατικών. Αυτό είναι αδύνατο, ακόμη και αυτοί έχουν ένα δεύτερο συμβόλαιο σε μαζική κλίμακα. Δεν υπάρχουν νέοι, είναι πολύ λίγοι και έχουν επιλέξει το επάγγελμά τους πρωτίστως για να μπορούν να εργαστούν στο εξωτερικό, όπου είναι ευπρόσδεκτοι.
Η Μαργκένοβα έχει μια ζοφερή πρόγνωση για τις προοπτικές των νοσηλευτ(ρι)ών στη Βουλγαρία, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων ανήκουν πλέον γενικά σε αυτή την κατηγορία των φτωχών εργαζομένων και δεν ανήκουν στη λεγόμενη μεσαία τάξη:
Η αναταραχή δεν έχει ακόμη συμβεί στο νοσοκομειακό σύστημα και αυτό δεν θα οφείλεται στην έλλειψη γιατρών, αλλά στην έλλειψη νοσηλευτ(ρι)ών.