Ως μέλος της CARICOM, το Σουρινάμ θεωρείται ευρέως μέρος της Κοινότητας της Καραϊβικής, παρόλο που βρίσκεται στο βορειότερο τμήμα της Νότιας Αμερικής. Το μικρότερο κυρίαρχο κράτος της ηπείρου, ωστόσο, έχει αναστατωθεί τις τελευταίες εβδομάδες για ζητήματα οικονομικής αστάθειας και διαφθοράς. Και δεν φαίνεται ακόμα φως στο τούνελ. Μέσα στην οργή και την απόγνωση των πολιτών, οι φυλετικές εντάσεις αυξάνονται.
Ο πληθυσμός των 600.000 κατοίκων του Σουρινάμ διαθέτει μεγάλη εθνοτική ποικιλομορφία. Οι αυτόχθονες κάτοικοι της χώρας αποτελούν μόνο περίπου το 3,8% του πληθυσμού, ενώ οι περισσότεροι Σουριναμέζοι είναι είτε Μαύροι με καταγωγή από δούλους Αφρικανούς (τοπικά ονομαζόμενοι Κρεολοί, 15,7% του πληθυσμού) ή ανατολικής ινδικής καταγωγής (τοπικά αποκαλούμενοι Ινδουστάνοι, 27,4%). Ο πληθυσμός των Μαρόν της χώρας, απόγονοι σκλάβων Αφρικανών που διέφυγαν στην ελευθερία στο εσωτερικό, αποτελεί περίπου το 21,7%.
Παρά τη φήμη της χώρας ως το κρυμμένο στολίδι της Νότιας Αμερικής, οι πολίτες είναι απογοητευμένοι με τις συνθήκες διαβίωσης εδώ και αρκετό καιρό και οποιαδήποτε βελτίωση φαίνεται αργή. Μια οικονομική κρίση, στην οποία υπήρξε σταθερός πληθωρισμός (το 2022 είδε τον πληθωρισμό να αυξάνεται σχεδόν κατά 55%), σε συνδυασμό με αδύναμο νόμισμα και προκλήσεις με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, δυσκολεύουν τους πολίτες του Σουρινάμ να εκπληρώσουν τις βασικές καθημερινές τους ανάγκες.
Πίσω στο 2020, ορισμένα είδη πρώτης ανάγκης ήταν τόσο δύσκολο να βρεθούν, που άνθρωποι από την Ολλανδία άρχισαν να στέλνουν αντικείμενα σε οικογένεια και φίλους στην πρώην ολλανδική αποικία. Η επιμονή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για μείωση της επιδοτούμενης ενέργειας, φυσικού αερίου και καυσίμων κάνει την οικονομική κατάσταση ακόμη πιο αυστηρή ως μέρος της συμφωνίας για ένα δάνειο, που χορηγήθηκε στη χώρα τον Δεκέμβριο του 2021. Τέτοια μέτρα πέτυχαν ακόμη περισσότερα πίεση στους ήδη πιεσμένους πολίτες του Σουρινάμ. Ελλείψει επαρκών μέσων μαζικής μεταφοράς , αυτό είναι ένα ακόμη πλήγμα για την εργατική τάξη, για την οποία οι μετακινήσεις μεγάλων αποστάσεων είναι συχνά μέρος της επαγγελματικής τους ζωής,
Όταν ο πρόεδρος Τσαν Σαντόχι ανήλθε στην εξουσία σε αδιαμφισβήτητες εκλογές το 2020, υποσχέθηκε να σταθεροποιήσει την οικονομία εντός 200 ημερών. Παρά το γεγονός ότι κληρονόμησε ένα κρατικό ταμείο με άδειο θησαυροφυλάκιο, έβαλε αρκετούς ακόμη δημόσιους υπαλλήλους, μερικοί από τους οποίους φέρεται να ήταν φίλοι και συγγενείς, κάτι που δε βοήθησε καν και απλά μεγέθυνε το επίπεδο της δημόσιας απόγνωσης.
Η κατάσταση έφτασε στο σημείο βρασμού στις 17 Φεβρουαρίου, όταν διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Ανεξαρτησίας στην πρωτεύουσα, Παραμαρίμπο, και εισέβαλαν στο κτίριο του Κοινοβουλίου. Αυτή η ενέργεια συνοδεύτηκε από παρόμοιες ταραχές σε όλη την πόλη, καθώς η δυσαρέσκεια για την πολιτική του Προέδρου Σαντόχι έφτασε στο απροχώρητο. Οι διαδηλωτές πέταξαν πέτρες, έσπασαν τζάμια και κατέστρεψαν περιουσίες. Η είσοδος του κοινοβουλίου υπέστη ζημιές, ενώ σε άλλα σημεία λεηλατήθηκαν καταστήματα και μπήκαν πυρκαγιές.
Ορισμένες επιχειρήσεις παρέμειναν κλειστές μετά από αυτές τις βίαιες κλιμακώσεις. Στον απόηχο των διαδηλώσεων, η κυβέρνηση επέβαλε προσωρινή απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ. Περισσότερα από 140 άτομα συνελήφθησαν και σχεδόν 50 εξακολουθούν να κρατούνται. Οι πολίτες αντιμετώπισαν επίσης περιορισμένη πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις διαδικτυακές πλατφόρμες ανταλλαγής μηνυμάτων. Τέτοια ταχεία και ακραία κλιμάκωση των κινημάτων διαμαρτυρίας ήταν πρωτοφανής στο Σουρινάμ. Ωστόσο, ορισμένοι πιστεύουν ότι μπορούσε να αποφευχθεί, καθώς η αστυνομία είχε πληροφορηθεί ότι «ταραχοποιοί» σχεδίαζαν να παρευρεθούν στις κατά τα άλλα ειρηνικές διαδηλώσεις.
Με έντονο αντικυβερνητικό αίσθημα στο παιχνίδι, οι φυλετικές εντάσεις έχουν αυξηθεί επίσης. Ενώ το Σουρινάμ ήταν γνωστό ως μια ανεκτική και ποικιλόμορφη κοινωνία, τόσο οι κρεολικές όσο και οι ινδουστανικές μειονότητες ήταν πάντα παρούσες, με εντάσεις γύρω από την επισφάλεια της ισότητας κάθε ομάδας, η οποία στην πράξη δεν ήταν πάντα εξασφαλισμένη.
Ο Πρόεδρος Σαντόχι αναφέρθηκε σε αυτές τις εντάσεις το 2021, όταν έδωσε μια αυστηρή ομιλία για την αποδοχή και την ανεκτικότητα. Μερικοί διαδηλωτές, που ίσως ξεκίνησαν να διαμαρτύρονται ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης για την οικονομική ασφάλεια, σύντομα άρχισαν να ασπάζονται ανησυχητική γλώσσα: ακουγόταν σαν «όλοι όσοι μοιάζουν με [τον πρόεδρο]» να είναι μέρος του προβλήματος. Ο Πρόεδρος Σαντόχι, ως Σουριναμέζος με ινδική κληρονομιά που καταγόταν από μισθωτούς εργάτες, θεωρούνταν μέρος της κοινότητας των Ινδουστάνων της χώρας.
Στη συζήτηση μετά τη διαδήλωση συνέβαλε ο αμφιλεγόμενος πρώην πρόεδρος Ντέσι Μπουτέρσε, ο οποίος κάλεσε τον λαό του Σουρινάμ να αντισταθεί στο να κάνει την κατάσταση ακόμη πιο πολωμένη από ό,τι ήταν ήδη και να γνωρίζει τους κινδύνους από την τροφοδότηση παλιών φυλετικών εντάσεων. Ωστόσο, τα βίντεο και τα διαδικτυακά σχόλια σχετικά με τη βία αμαυρώθηκαν από ρατσιστικές συκοφαντίες από διάφορες εθνοτικές ομάδες. Ένα ιδιαίτερα άσχημο, που αναφερόταν στους μαύρους με υποτιμητικούς όρους και υποστήριζε το διατλαντικό δουλεμπόριο, έγινε viral και μάλιστα αναφέρθηκε από έναν εθνικό τηλεοπτικό σταθμό. Το σχόλιο και το προφίλ της νεαρής Ινδής που το δημοσίευσε, αφαιρέθηκαν από τότε. Στην άλλη όψη του νομίσματος, υπήρχαν αναρτήσεις που ανέφεραν την απαλλαγή από τους “κούληδες” [φυλετική δυσφήμιση που αναφέρεται σε κάποιον ινδικής καταγωγής, υπονοώντας ανειδίκευτους εργάτες].
Υπήρχαν επίσης δημοσιεύσεις, που προσπάθησαν να διαχέουν την κατάσταση και να εξουδετερώσουν κάθε μίσος μοιράζοντας εικόνες που δείχνουν αδελφοσύνη. Πολλοί χρήστες του Διαδικτύου, ωστόσο, απάντησαν σχολιάζοντας ότι τέτοιες εικόνες ήταν περιττές, καθώς όλοι στο Σουρινάμ είναι ένας.
Υπό το πρίσμα των πρόσφατων προσπαθειών αποκατάστασης της ολλανδικής κυβέρνησης — η Ολλανδία ανακοίνωσε το 2023 ως έτος μνήμης του παρελθόντος των σκλάβων στο Σουρινάμ και την Ολλανδική Καραϊβική, μια κίνηση της οποίας είχε προηγηθεί μια συγγνώμη τον Δεκέμβριο του 2022 για τον ρόλο της στον αποικισμό και το δουλεμπόριο — τέτοιες φυλετικές εντάσεις στο Σουρινάμ έχουν προσθέσει μια επιπλέον διάσταση σε μια ήδη επώδυνη κατάσταση.
Σε σύγκριση με τους τύπους δημοσιευμάτων που ανέβασαν για προηγούμενες διαδηλώσεις, τα ολλανδικά ΜΜΕ ήταν αρκετά ήσυχα στα ρεπορτάζ τους για τις φυλετικές εντάσεις γύρω από τις διαμαρτυρίες του Σουρινάμ κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Εν τω μεταξύ, οι Σουριναμέζοι πολίτες ανησυχούν, όπως και τα μέλη της κοινότητας των Σουριναμέζων στην Ολλανδία .
Ο εικοσιεξάχρονος Dayant Ramkalup, φοιτητής του Πανεπιστημίου του Λέιντεν, είπε στο Global Voices:
Την Κυριακή μετά τις διαδηλώσεις, μίλησα με τη γιαγιά μου στο Παραμαρίμπο, η οποία έλεγε ότι έμενε σπίτι από το μαντίρ, καθώς ο παντίτ τους ανησυχούσε για ρατσιστικές επιθέσεις σε [συγκεκριμένα κτίρια Ινδουστάνων]. Αυτή ήταν η στιγμή που ένιωσα ότι αυτό μετατρεπόταν σε φυλετική σύγκρουση. Καταλαβαίνω γιατί οι κάτοικοι του Σουρινάμ διαμαρτύρονται, εάν ο κανονικός πολίτης δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να [να στείλει] τα παιδιά του στο σχολείο ή να τα ταΐσει, ενώ η κυβέρνηση ζει καλά, όπως και η οικογένεια και οι φίλοι τους. Ωστόσο, […] είμαι σίγουρος ότι ο λαός του Σουρινάμ, τόσο οι Κρεολοί όσο και οι Ινδουστάνοι, και ιδιαίτερα η παλαιότερη γενιά, δεν θα επιτρέψουν [η κατάσταση να εξελιχθεί σε φυλετική σύγκρουση].
Ο συμφοιτητής 28χρονος Roy Vermeer πρόσθεσε:
Όταν είδα τις εικόνες όλων των λεηλασιών στην τηλεόραση, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι [οι άλλοι Σουριναμέζοι] θα μισήσουν τους μαύρους του Σουρινάμ. Συχνά ένιωσα ότι έπρεπε να αποδείξω ότι δεν ήμουν «τεμπέλης αλήτης» λόγω προκατάληψης [για τους μαύρους] και νιώθω ότι αυτό το [άνισο συναίσθημα] δεν θα εξαφανιστεί ποτέ εντελώς. Έχω μια κοπέλα Ινδουστάνια και είμαστε πολύ χαρούμενοι μαζί. Ανησυχώ ότι αυτές οι εντάσεις θα οδηγήσουν σε μια κρίση στη χώρα μεταξύ των Κρεολών και των Ινδουστάνων, κάτι που θα δυσκολέψει και τις οικογένειές μας να αποδεχτούν τη σχέση μας. Δεν ήταν εύκολο.
Στις αρχές Μαρτίου, ο Stephano Biervliet, ένας ακτιβιστής ευρύτερα γνωστός ως «Pakittow» (τοπική αντίληψη του ισπανικού ονόματος «Paquito»), ο οποίος ξεκίνησε για πρώτη φορά να οργανώνει διαδηλώσεις όταν το Σουρινάμ ηγούνταν από τον Μπουτέρσε, αφέθηκε ελεύθερος από την κρατική κράτηση. Ο Pakittow, ο οποίος τυγχάνει να είναι κρεολικής καταγωγής, καθιερώθηκε ως ο οργανωτικός ηγέτης των διαδηλώσεων. Όταν οι τιμές άρχισαν να ανεβαίνουν στις αρχές του 2023 και η δημόσια διάθεση έγινε από ανήσυχη σε απελπισμένη, είπε ότι έλαβε τόσα πολλά μηνύματα που τον ρωτούσαν τι θα κάνει για την κατάσταση, που το βαρέθηκε. Σε συνέντευξή του στην ολλανδική εφημερίδα Volkskrant, κατέγραψε την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι οι διαδηλώσεις κλιμακώθηκαν στον βαθμό που κλιμακώθησαν: «Δακρυγόνα [από την αστυνομία] και λεηλασίες είναι κάτι νέο σε αυτή τη χώρα. Είμαι έκπληκτος και σοκαρισμένος».
Ένα μήνα μετά, η κατάσταση δεν έχει επανέλθει ακόμη στην κανονικότητα. Ο Πρόεδρος Σαντόχι χρησιμοποίησε την ευκαιρία του Χόλι (γνωστό και ως Phagwa, το Φεστιβάλ των Χρωμάτων), για να καλέσει τους πολίτες να παραμερίσουν τις διαφορές τους για χάρη ενός καλύτερου, πιο ενοποιημένου Σουρινάμ.
Εν τω μεταξύ, το υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι θα αυξηθεί η αστυνομική και στρατιωτική επιτήρηση σε μια προσπάθεια διασφάλισης της ειρήνης. Η στρατιωτική ικανότητα του έθνους βρίσκεται επί του παρόντος στο αποκορύφωμά της, επομένως, βοηθείται από την παρουσία μελών του ολλανδικού στρατού, που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο Σουρινάμ για μια άσκηση εκπαίδευσης στη ζούγκλα.
Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης οικονομικής αβεβαιότητας, δεν αναμένεται ξεκάθαρο τέλος στις αναταραχές σύντομα. Η Ολλανδία εξέδωσε μια κίτρινη ταξιδιωτική οδηγία για το Σουρινάμ προτείνοντας στους ταξιδιώτες να είναι πιο προσεκτικοί στον προορισμό.
Πολλοί διεθνείς οργανισμοί και κυβερνητικά όργανα, εν τω μεταξύ, επέκριναν την επίθεση στην Εθνοσυνέλευση του Σουρινάμ ως επίθεση στη δημοκρατία. Τι γίνεται όμως με το πιο πιεστικό ζήτημα της οικονομικής σταθερότητας, καθώς οι πολίτες συνεχίζουν να ανησυχούν για το αν θα μπορέσουν να βάλουν φαγητό στο τραπέζι; Καθώς μια μεγάλη μερίδα του διαφορετικού πληθυσμού του Σουρινάμ αγωνίζεται με αυτήν την ανησυχία, η ελπίδα είναι ότι όλοι θα έχουν κατά νου την ισχυρή αίσθηση αδελφοσύνης της χώρας τους – «Wan Kondre, Wan Pipel», που σημαίνει «Μία χώρα, ένας λαός».