Αυτό το άρθρο γράφτηκε από τον Dmitriy Mazorenko και τον Paolo Sorbello για το Vlast.kz. Μια επεξεργασμένη έκδοση αναδημοσιεύεται στο Global Voices στο πλαίσιο συμφωνίας συνεργασίας MME.
Το 2022, το Adil Soz, ένα ίδρυμα για την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου, κατέγραψε 32 περιστατικά επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων στο Καζακστάν. Ο αριθμός αυτός είναι τέσσερις φορές υψηλότερος σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Και από τότε που ο Qandy Qantar (στα καζακικά σημαίνει «Ματωμένος Ιανουάριος», η βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων στις πόλεις του Ιανουαρίου 2022), οι επιθέσεις έχουν γίνει ακόμη πιο συχνές.
Δημοσιογράφοι και ειδικοί είπαν ότι η τρέχουσα κατάσταση μοιάζει με την εποχή του πρώην προέδρου Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ. Ελάχιστη φαίνεται να υπάρχει υποστήριξη από την πολιτεία, η οποία έχει σταματήσει τις έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών των επιθέσεων. Θα μπορούσε τώρα να διαφαίνεται περισσότερη βία στον ορίζοντα.
Οι επιθέσεις γίνονται πιο συχνές
Το 2023, οι επιθέσεις και οι απειλές κατά δημοσιογράφων έχουν φτάσει σε νέο επίπεδο. «Μόλις τον πρώτο μήνα, καταγράψαμε τουλάχιστον επτά περιστατικά. Αυτοί οι δημοσιογράφοι στοχοποιήθηκαν για την επαγγελματική τους δραστηριότητα», είπε στο Vlast η Karlygash Jamankulova, επικεφαλής του Adil Soz.
Στα μέσα Ιανουαρίου, άγνωστα άτομα πυρπόλησαν το αυτοκίνητο της Dinara Yegeubayeva. Η Yegeubayeva επέκρινε τακτικά τις αποφάσεις της κυβέρνησης και υπέβαλε αίτηση για να διεκδικήσει μια θέση στο κοινοβούλιο με τον πολιτικό συνασπισμό Altynshy Qantar (στα καζακικά σημαίνει «6 Ιανουαρίου»). Λίγες μέρες αργότερα, ο δημοσιογράφος Vadim Boreiko, οικοδεσπότης του καναλιού Giperborei στο YouTube, ανέφερε ότι τρεις νεαροί άνδρες προσπάθησαν να μπλοκάρουν την πόρτα του διαμερίσματός του στο Αλμάτι.
Ο Boreiko είπε ότι λάμβανε ήδη απειλές τον Σεπτέμβριο, ενόψει της ανακοίνωσης των πρόωρων προεδρικών εκλογών. Εκείνη την εποχή, ένας γνωστός τηλεφώνησε στον Boreiko για να μεταδώσει τα λόγια ενός ανώνυμου «σιλοβίκ» (άτομο μέσα ή κοντά σε δομές επιβολής του νόμου): αν ο δημοσιογράφος απέφευγε να αναφέρει τον Πρόεδρο Κασίμ-Τζομάρτ Τοκάγιεφ για τους επόμενους δύο μήνες, θα λάμβανε χρηματική αποζημίωση.
«Αυτός ήταν σίγουρα ένας τρόπος να δουν αν θα δεχόμουν λάδωμα. Έτσι αντιμετωπίζουν γενικά τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους. Πρώτα διαπραγματεύονται «με ωραίο τρόπο», μετά προσπαθούν με δωροδοκία, μετά προσπαθούν να σε απαξιώσουν και μετά συνεχίζουν να σε εκφοβίζουν», είπε ο Boreiko σε μια συνέντευξη στο Vlast.
Ο Boreiko δεν μπορούσε να πει ποιος σχεδίασε την τελευταία επίθεση, αν και είπε ότι τόσα πολλά περιστατικά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα μπορούσαν να υποδηλώνουν συντονισμό.
Ο πολιτικός αναλυτής Dosym Satpayev έθεσε τρεις πιθανές υποθέσεις για να εξηγήσει την τρέχουσα κατάσταση. Πρώτον, οι επιθέσεις θα μπορούσαν να έχουν οργανωθεί από ανθρώπους κοντά στον Ναζαρμπάγιεφ για να δυσφημήσουν την εικόνα του Τοκάγιεφ. Δεύτερον, η πίεση στους δημοσιογράφους θα μπορούσε να είναι ευεργετική για τον Τοκάγιεφ να τους κρατήσει υπό έλεγχο και ταυτόχρονα να λειτουργεί ως εγγυητής της ασφάλειάς τους. Η τρίτη υπόθεση βασίζεται στην υποψία ότι η ρωσική κυβέρνηση θα μπορούσε να συντονίζει επιθέσεις σε καζάκικα ΜΜΕ και Καζάκους δημοσιογράφους, που έχουν υποστηρίξει τη θέση της Ουκρανίας στον πόλεμο.
Οι διεθνείς ομάδες λόμπι για την ελευθερία των ΜΜΕ καλούν την κυβέρνηση να διερευνήσει τα περιστατικά και να εξασφαλίσει τιμωρία για τους δράστες και όσα άτομα βρίσκονται πίσω από αυτά.
Η ανασφάλεια είναι ο κανόνας
Μιλώντας στο Vlast, ο Boreiko σημείωσε ότι αυτές οι περιπτώσεις βίας θυμίζουν την εποχή του Ναζαρμπάγιεφ. Θυμήθηκε το κλείσιμο της αντιπολιτευτικής εφημερίδας Respublika το 2012. «Εκείνη την ώρα, έβαλαν φωτιά στην αίθουσα σύνταξης, κρέμασαν ένα νεκρό σκυλί έξω από το παράθυρό τους. Αλλά δεν θυμάμαι μια τόσο μαζική εκστρατεία εναντίον πολλών ΜΜΕ και μεμονωμένων δημοσιογράφων», είπε ο Boreiko.
Μεταξύ της δεκαετίας του '80 και του 1995, το Καζακστάν απολάμβανε σχετική ελευθερία στη σφαίρα των ΜΜΕ, σύμφωνα με τον βετεράνο δημοσιογράφο. Στη συνέχεια, μετά το «δεύτερο Σύνταγμα του Ναζαρμπάγιεφ», η βία και η λογοκρισία έγιναν συνηθισμένα. Μεταξύ 2000 και 2015, το Adil Soz μέτρησε τουλάχιστον 250 περιστατικά κατά των ΜΜΕ στο Καζακστάν.
Το 2000, ο δημοσιογράφος της Aktobe, Dulat Tulegenov, πέθανε αφού έπεσε από ένα παράθυρο στον τέταρτο όροφο ενός κτιρίου. Λίγο πριν από το θάνατό του, ο οποίος δεν διερευνήθηκε ποτέ σωστά, δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με καταγγελίες για κατάχρηση εξουσίας από τοπικούς αξιωματούχους.
Μόνο μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2009, σημειώθηκαν τρία βίαια περιστατικά. Ο συντάκτης του Radio Azattyq, Yermek Boltai, ξυλοκοπήθηκε και υπέστη διάσειση και ελαφρά τραύματα. Ο Bakhytzhan Nurpeissov, ανταποκριτής της ανεξάρτητης εφημερίδας Public Position, ξυλοκοπήθηκε από πέντε επιτιθέμενους στο Αλμάτι, υποφέροντας από τραυματισμό στο κεφάλι. Ο Artem Miusov, δημοσιογράφος που εργάζεται για την εφημερίδα Taszhargan, μαχαιρώθηκε και τραυματίστηκε σοβαρά.
Το 2012, στο Ουράλσκ, ο δημοσιογράφος Lukpan Akhmedyarov δέχθηκε επίθεση και μαχαιρώθηκε. Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Ularbek Baitalak, ένας ανεξάρτητος δημοσιογράφος που έγραφε για εφημερίδες της αντιπολίτευσης, ξυλοκοπήθηκε στην Αστάνα.
Σύμφωνα με το Adil Soz, μεταξύ 2015 και 2020, οι επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων έγιναν λιγότερο συχνές. Λιγότερες από δέκα επιθέσεις καταγράφηκαν ετησίως. Αντί για σωματικές επιθέσεις, η πίεση στα ΜΜΕ έλαβε τη μορφή προστίμων και ποινικής δίωξης.
Επιθέσεις κατά τη διάρκεια και κατόπιν του Ματωμένου Γενάρη
Οι επιθέσεις κατά δημοσιογράφων και ΜΜΕ συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021, αλλά ο Ιανουάριος του 2022 αντιπροσώπευε μια σημαντική κλιμάκωση της βίας. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων του Qandy Qantar, μάλιστα, καταγράφηκαν περισσότερα από 50 επεισόδια σωματικών επιθέσεων σε δημοσιογράφους. Ο Muratkhan Bazarbayev, οδηγόσε σε τηλεοπτικό κανάλι, σκοτώθηκε. Ο Bek Baitas, δημοσιογράφος του Orda.kz, τραυματίστηκε. Ο Amangeldy Batyrbekov, αρχισυντάκτης του Saryagash News, έπεσε θύμα απόπειρας δολοφονίας.
Στις 7 Ιανουαρίου, στο απόγειο της βίας του Ματωμένου Γενάρη, ο Τοκάγιεφ είπε σε μια ομιλία ότι «τα λεγόμενα «ανεξάρτητα» ΜΜΕ έπαιξαν βοηθητικό ρόλο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποκινητικό ρόλο σε παραβιάσεις του νόμου και της τάξης». Σύμφωνα με τον Satpayev, τον πολιτικό αναλυτή, αυτό ήταν ένα σημείο καμπής, που οδήγησε στην αύξηση της βίαιης πίεσης εναντίον δημοσιογράφων.
Οι επιθέσεις ξανάρχισαν τον Ιούλιο του περασμένου έτους, όταν η Olesya Vertinskaya, δημοσιογράφος της έκδοσης Road Control, ξυλοκοπήθηκε κοντά στο σπίτι της στο Ακτάου. Την προειδοποίησαν μέρες πριν το περιστατικό να μην γράψει για μια συγκεκριμένη εταιρεία. Ο συνάδελφός της, Anton Knyazev, επίσης ξυλοκοπήθηκε μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα.
Οι ψηφιακές επιθέσεις είναι ένα ακόμη εργαλείο πίεσης. Το Adil Soz κατέγραψε περισσότερες από 40 επιθέσεις DDoS σε ιστότοπους πολυμέσων, τουλάχιστον έξι περιπτώσεις από τις Αρχές για μπλοκάρισμα πόρων του Διαδικτύου και τουλάχιστον 11 αρνήσεις πρόσβασης χωρίς προειδοποίηση.
Το 2022, δεκάδες δημοσιογράφοι συνελήφθησαν ή κλήθηκαν από την αστυνομία. Και ενώ τα περισσότερα από αυτά τα περιστατικά συνέβησαν κατά τη διάρκεια του Qandy Qantar, σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνονται συγκεκριμένα στοχευμένα. Τον Δεκέμβριο, ο δημοσιογράφος της Vremya Mikhail Kozachkov συνελήφθη για εκβιασμό. Ισχυρίζεται ότι οι κατηγορίες εναντίον του είναι πλαστές και έχουν πολιτικά κίνητρα.
Περισσότερη βία μπροστά;
Η νομική υποδομή στο Καζακστάν δεν είναι έτοιμη να αποδώσει δικαιοσύνη για αυτές τις επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων, υποστηρίζει ο Satpayev. «Αξιωματούχοι επιβολής του νόμου και δικαστές αποδείχθηκαν ανίκανοι να υπερασπιστούν τους δημοσιογράφους από αυτές τις επιθέσεις».
Ο υπουργός Πληροφοριών Darkhan Kydyrali έγραφε συχνά λόγια υποστήριξης και ανησυχίας σχετικά με τις διάφορες επιθέσεις κατά του Τύπου στη σελίδα του στο Facebook, αν και δεν αναφέρθηκε κυρίως στα περιστατικά, που αφορούσαν την Yegeubayeva και τον Boreiko.
Ο Kanat Iskakov, επικεφαλής της επιτροπής πληροφοριών του υπουργείου, είπε στο Vlast ότι μια επίθεση εναντίον δημοσιογράφων είναι επίθεση κατά του κράτους και ολόκληρης της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, το υπουργείο συνεργάζεται στενά με αξιωματούχους επιβολής του νόμου για την παρακολούθηση και την υποστήριξη κατά τη διάρκεια αυτών των περιστατικών. «Είμαστε συνεχώς σε επαφή με τους δημοσιογράφους, που έχουν υποστεί βίαιες επιθέσεις, είτε έχουν υποβάλει καταγγελία είτε όχι. Ενδιαφερόμαστε επίσης για μια ταχεία αντίδραση σε αυτά τα περιστατικά», είπε ο Iskakov.
Ο Boreiko διαφωνεί.
Κανείς από το υπουργείο δεν επικοινώνησε μαζί μου. Κανένας από αυτούς δεν πρόσφερε κανενός είδους υποστήριξη. Το 2018 είδαμε μάλιστα ότι στην πραγματικότητα λειτουργεί αντίστροφα: Το υπουργείο ήταν στο πλευρό της εισαγγελίας, όταν το δικαστήριο διέταξε το κλείσιμο του Ratel.kz.
Ούτε ο Ναζαρμπάγιεφ ούτε ο Τοκάγιεφ δημιούργησαν μια υποδομή για την ασφάλεια της κοινωνίας, υποστήριξε ο Satpayev, υπογραμμίζοντας πώς αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ασφάλεια των δημοσιογράφων. Το σύστημα έχει δημιουργηθεί για να προστατεύει την άρχουσα ελίτ, είπε ο πολιτικός επιστήμονας, ενάντια στους δημοσιογράφους και την κοινωνία των πολιτών.
Εάν η κυβέρνηση αποτύχει να πιέσει για διεξοδική έρευνα αυτών των επιθέσεων, θα φέρει την ευθύνη στα μάτια της κοινωνίας και της διεθνούς κοινότητας, είπε η Jamankulova στο Vlast. «Οι διαφημιζόμενες πολιτικές μεταρρυθμίσεις θα τεθούν υπό αμφισβήτηση, καθώς και η διεθνής θέση του Καζακστάν. Η επιδείνωση των δεικτών στην κατάταξη της ελευθερίας του Τύπου, στην πραγματικότητα, έχει αρνητικό αντίκτυπο στις διπλωματικές και εμπορικές ευκαιρίες της χώρας».