«Δεν θα γράψω για αυτόν τον πόλεμο», λέει καταξιωμένος Ουκρανός συγγραφέας που έγινε στρατιώτης

Άρτεμ Τσεχ. Φωτογραφία που παρέχεται από τον Σύνδεσμο Φολκόβισκο / Rozstaje.art
Μετάφραση από τα oυκρανικά στα αγγλικά: Σβιτλάνα Μπρέγκμαν
Αυτό το κείμενο αποτελεί μέρος μιας σειράς δοκιμίων και άρθρων από Ουκρανούς καλλιτέχνες, που αποφάσισαν να παραμείνουν στην Ουκρανία μετά την ολοκληρωτική εισβολή της Ρωσίας στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Αυτή η σειρά παράγεται σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Φολκόβισκο / Rozstaje.art χάρη στη συγχρηματοδότηση από τις κυβερνήσεις της Τσεχίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Σλοβακίας μέσω επιχορήγησης από το Διεθνές Ταμείο Βίσεγκραντ. Η αποστολή του ταμείου είναι η προώθηση ιδεών για βιώσιμη περιφερειακή συνεργασία στην Κεντρική Ευρώπη.
Δεν είμαι σίγουρος πόσο καιρό θα χρειαστεί για να κατανοήσουμε όλα όσα έχουν ριζώσει βαθιά μέσα μας κατά τη διάρκεια των μακρών μηνών του πλήρους πολέμου της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Δεν μπορείς καν να σκεφτείς τη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού ή πολιτιστικού προϊόντος, που υποτίθεται ότι θα γεννηθεί από την εμπειρία αυτού του πολέμου. Οι προτεραιότητές μας είναι οι γεννήτριες ενέργειας, το ντίζελ, τα τσεκούρια… Για τι είδους πολιτιστικό προϊόν μιλάμε; Τι είδους τέχνη; Επιβίωση χρειαζόμαστε. Αργότερα θα το καταλάβουμε αυτό. Θα γράψουμε γι’ αυτό αργότερα. Θα κάνουμε ταινίες. Θα τα έχουμε όλα. Κάποια μέρα.
Η τέχνη σε καιρό πολέμου είναι περιστασιακή, ένα είδος άμεσης φυσιολογικής αντίδρασης σε ερεθίσματα. Συχνά, είναι τέχνη αφίσας, πρωτοποριακή, κάτι που χάνει γρήγορα την επικαιρότητά της. Αυτό που συζητήσαμε χθες ξεχνιέται σήμερα. Νέα ερεθίσματα ενεργοποιούν νέες αντιδράσεις και αναδύονται πολιτιστικά προϊόντα, που μοιάζουν με ένα μόνο αποτέλεσμα. Μόλις βρεθούν εκεί, εξαφανίζονται. Αν και, φυσικά, ορισμένοι καλλιτέχνες καταφέρνουν να ξεφλουδίσουν αιματηρές συστάδες συμπυκνωμένου πόνου που θα παραμείνουν ως ισχυρά αντικείμενα της παράξενης εποχής μας. Κάποιοι θεραπεύουν πληγές με χιούμορ, τρυφερότητα και ένα ταλαντούχο συνδυασμό καλών λόγων και αξέχαστων εικόνων. Κρατιόμαστε από αυτό το νήμα και συνεχίζουμε να προχωράμε. Αυτό όμως δεν αφορά εμένα. Το νήμα μου μπερδεύτηκε και κόλλησε κάπου στην επόμενη στροφή του ελικοειδούς λαβυρίνθου.
Παλιά όμως ήταν διαφορετικά. Το «ντεμπούτο μου στον πόλεμο», όταν υπηρέτησα στις Ένοπλες Δυνάμεις της Ουκρανίας (2015-2016), μου χάρισε μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία. Μέσα σε δέκα μήνες που βρέθηκα στην πρώτη γραμμή, κατάφερα να αλλάξω τον τρόπο που συνήθως αντιλαμβανόμουν το πέρασμα του χρόνου. Ήταν η ευχαρίστηση της απουσίας του. Έτσι, σε στιγμές μεταξύ των στρατιωτικών καθηκόντων, απολάμβανα να βλέπω ταινίες, να ακούω μουσική και να γράφω μυθιστορήματα. Η γραφή μου κυλούσε εύκολα και γενναιόδωρα, σαν να μην έγραφα πια για το υπόλοιπο της μελλοντικής μου ζωής, της μεταπολεμικής μου ζωής, της απόλυσης, του θανάτου μου. Αυτά ήταν δράματα ρουτίνας. Ο πόλεμος ήταν αυτό για το οποίο ήθελα λιγότερο να γράψω. Αυτό που εννοώ είναι ότι δεν ήθελα να γράψω καθόλου γι’ αυτόν. Εκείνη την εποχή, ορκίστηκα ότι δεν θα επέστρεφα ποτέ στον στρατό, αλλά θα προτιμούσα να αφιερωθώ αποκλειστικά στη συγγραφή.
Δεν κράτησα τον λόγο μου, ωστόσο, επειδή πέρυσι πήρα ξανά τα όπλα. Αυτή τη φορά, πολλά έχουν αλλάξει. Στην πραγματικότητα, εκτός από την εκτέλεση των άμεσων καθηκόντων μου ως διοικητής μονάδας, δεν έχω χρόνο για τίποτα άλλο. Ούτε θέλω να κάνω τίποτα άλλο. Για τι μπορώ να γράψω; Τι ιστορίες μπορώ να επινοήσω; Εκτός από την ικανότητα να δημιουργώ πράγματα, ξαφνικά έχασα την ικανότητα να εκτιμώ την τέχνη. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των μηνών πολέμου, δεν έχω διαβάσει ούτε ένα βιβλίο. Δεν έχω ενδιαφερθεί για κανένα πολιτιστικό γεγονός. Δεν έχω παρακολουθήσει ούτε μια ταινία…
Και μετά ήρθε η μουσική. Κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί τι θα μπορούσε να είναι πιο κοινότοπο από τη μουσική ως όργανο αυτοθεραπείας και πηγή χαράς για την μαραμένη ψυχή. Όλος ο κόσμος ακούει μουσική ανεξάρτητα από τις συνθήκες της: στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στον Τιτανικό, στα ανακριτικά δωμάτια των φυλακών του Λαϊκού Επιτροπείου Εσωτερικών Υποθέσεων, στους στενούς χώρους του Γκέτο της Βαρσοβίας, στα υγρά δάση του Νότιου Βιετνάμ, σε μια συγκέντρωση δίπλα στο Μνημείο Λίνκολν, στο αιματοβαμμένο Σεράγεβο, κατά τη διάρκεια της Πορτοκαλί Επανάστασης ή της Επανάστασης της Αξιοπρέπειας. Η μουσική ήταν πάντα σύντροφος της ιστορίας και οδήγησε ολόκληρα έθνη, καθώς και άτομα, στις διάφορες συναισθηματικές τους καταστάσεις.
Για μένα, η μουσική έχει γίνει το νήμα του μίθριλ μου, δυνατό και μαγικό, που με συνδέει με τη ζωή μου πριν από τον μεγάλο πόλεμο. Ήταν μια γλυκιά εποχή, συνοδευόμενη από μουσική από τη συλλογή μου από κασέτες ήχου. Εκατοντάδες άλμπουμ και λίστες αναπαραγωγής, από τον Σοπέν και τον Μάιλς Ντέιβις μέχρι τους Beatles, τον Τομ Γουέιτς και τους Run DMC. Από την Έντιθ Πιάφ και τη Μυλέν Φάρμερ μέχρι Blondie, Morcheeba και Μπίλι Άιλις. Η μουσική μου ήταν πολύ ποικίλη και επέλεγα τι θα έπαιζα το βράδυ ανάλογα με τη διάθεσή μου.
Ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα. Μου πήρε πολύ χρόνο μέχρι να μπορέσω να ξαναρχίσω να ακούω μουσική. Μου φαινόταν ιερόσυλο. Ανάγκασα τον εαυτό μου να είμαι ψυχρός και σκληρός, επικεντρωμένος στον πόλεμο και τον κίνδυνο. Η μουσική, από την άλλη πλευρά, με βύθισε σε εκείνες τις φυσιολογικές καταστάσεις, που δεν ταίριαζαν με τα συναισθήματα της μη αναστρέψιμης κατάστασης, του σοκ και της μαύρης ακαμψίας. Εκτός αυτού, απλά δεν μπορούσα να συνηθίσω την αδυναμία μου να ακούω μουσική σε φυσικά μέσα. Η ψηφιακή μορφή, η οποία ήταν ασυνήθιστη για μένα, με διέλυσε. Μετά τον ζεστό ήχο της κασέτας, η ψηφιακή μορφή ένιωθε τραχιά και αιχμηρή, σαν μια παγωμένη ανάσα. Κι όμως, συνηθίζεις τα πάντα, ειδικά όταν δεν έχεις άλλη επιλογή. Η επιλογή ήταν κάτι που δεν είχα, και έτσι δέχτηκα μουσική στο τηλέφωνό μου, ακόμη και σε streaming media. Επιπλέον, κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι τα AirPods και το Spotify έγιναν για μένα ένα υποκατάστατο όχι μόνο της αναλογικής ακρόασης, αλλά και των συζητήσεων, των φίλων, ακόμη και όλης της τέχνης που με περιέβαλλε πριν από τον πόλεμο. Η λογοτεχνία, η ζωγραφική, ο κινηματογράφος εξαφανίστηκαν ως ακατάλληλα και ενοχλητικά στοιχεία μιας προηγούμενης ζωής. Παραδόξως, η μουσική ήταν αυτή που έμεινε. Έγινε προέκταση του εαυτού μου, έμπνευση και ο λόγος για να ζήσω μια ακόμη μέρα.
Κάθε δύο εβδομάδες περίπου, ο ψυχολόγος του τάγματος έχει συνεδρίες με τον στρατιωτικό μας λόχο. Πρόσφατα, δουλέψαμε πάνω σε ψυχολογικές πρακτικές για την πρόληψη της επαγγελματικής εξουθένωσης. Περίπου είκοσι στρατιώτες από τον λόχο ήρθαν σε αυτές τις συνεδρίες. Ήταν κυρίως άτομα που οι διοργανωτές κατάφεραν να πιάσουν και να αναγκάσουν να καθίσουν στο τραπέζι. Ο ψυχολόγος μας έδωσε διάφορες ασκήσεις. Η μία ήταν να πούμε «Ποτέ δεν έχω…» και στη συνέχεια να περιγράψουμε μια δραστηριότητα που μας ενδιαφέρει, αλλά δεν έχουμε δοκιμάσει ποτέ. Και μετά όλοι εμείς, οι άνθρωποι που πυροβολούμε, χειριζόμαστε πολυβόλα και εκτοξευτές χειροβομβίδων, έπρεπε να κατασκευάσουμε κάποιο είδος στόχου για να ικανοποιήσουμε ανεκπλήρωτες επιθυμίες – και στη συνέχεια να αφιερώσουμε χρόνο για να εργαστούμε για να τις κάνουμε πραγματικότητα.
Από τους είκοσι ανθρώπους, δύο άνδρες δεν ήταν ποτέ χορευτές, τρεις δεν ήταν ποτέ τραγουδιστές, δύο δεν ήταν ποτέ καλλιτέχνες και ένας δεν ήταν ποτέ πιανίστας. Σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες, άνθρωποι χωρίς καμία σχέση με την τέχνη και τον πολιτισμό (εκτός από εμένα), έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για τα δημιουργικά επαγγέλματα. Διευθυντές, δικηγόροι και μηχανικοί αυτοκινήτων ανακάλυψαν ξαφνικά την μυστική πόρτα για τις αληθινές τους επιθυμίες. Ωστόσο, είμαι βέβαιος ότι κανένας τους δεν θα κάνει ποτέ τίποτα για να πλησιάσει περισσότερο στην πραγματοποίηση αυτών των επιθυμιών. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό είναι καλό ή κακό. Μετά τον πόλεμο, μπορεί να υπάρξουν εκείνοι που θα δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους σε διάφορες τέχνες, αλλά στο 90% των περιπτώσεων, αυτό θα έχει μόνο θεραπευτική λειτουργία. Και σε δύο, πέντε ή δέκα χρόνια από τώρα, η πολιτιστική σκηνή της Ουκρανίας θα έχει λίγο πολύ τους ίδιους ανθρώπους όπως πριν. Αν επιβιώσουν, φυσικά. Αυτοί, ή μάλλον εμείς, θα μεταδίδουμε τις παλιές, αλλά επαναπροσδιορισμένες έννοιες, σε μια νέα μαύρη σαν αίμα συσκευασία. Όλοι τους, ή μάλλον εμείς, θα προσκαλούμαστε σε διεθνή φεστιβάλ για άλλα δώδεκα χρόνια. Θα χαρούν να δουν το τραύμα μας. Θα μας δώσουν χρήματα για κινηματογράφο, θέατρο και λογοτεχνία. Θα προσπαθήσουν να μας κάνουν να συμφιλιωθούμε με τους εχθρούς μας. Θα συνεχίσουν να μιλάνε, ξανά και ξανά, για τη θεραπευτική ικανότητα των πολιτιστικών προϊόντων και της τέχνης.
Όσο για μένα, σε εκείνη τη συνεδρία, είπα ότι δεν υπήρξα ποτέ συγγραφέας, κάτι που προκάλεσε μια αντίδραση έκπληξης. Είπα ότι δεν υπήρξα ποτέ το είδος του συγγραφέα, που δεν χρειάζεται να μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη συγγραφή και σε άλλες ασχολίες. Στρατιώτες τρέχουν τριγύρω με πολυβόλα, ενώ οι συγγραφείς κάθονται σε δερμάτινες καρέκλες στα άνετα γραφείο τους και γράφουν. Ή, ζουν σε ένα νησί και, με ένα ποτήρι ρούμι, αναπολούν τις νεανικές τους μέρες στο Παρίσι. Δεν θέλω να είμαι στρατιώτης. Μισώ τα όπλα. Μισώ να ρομαντικοποιώ τον στρατό, το στρατιωτικό σύστημα και τον πόλεμο. Θέλω να καθίσω σε μια δερμάτινη καρέκλα και να νιώσω το καυτό γλυκό ρούμι στη γλώσσα μου. Και έχω ξεκαθαρίσει στον εαυτό μου εδώ και αρκετό καιρό ότι, αν μπορέσω να επιστρέψω στην προηγούμενη ζωή μου, αν θυμηθώ ποτέ πώς οι λέξεις ενώνονται σε προτάσεις και οι προτάσεις σε σπουδαία μυθιστορήματα, τότε δεν θα γράψω για αυτόν τον πόλεμο. Θα γράψω για την αγάπη. Και για τη μουσική. Γιατί η αγάπη είναι το μόνο πράγμα που μας κρατάει, τους αμαρτωλούς, σε αυτή την πραγματικότητα. Και η μουσική είναι το μόνο πράγμα που μετατρέπει αυτή την πραγματικότητα σε μια ανεκτή ύπαρξη.
Όσο για τον πόλεμο, θα υπάρξουν πολλοί άλλοι συγγραφείς, που θα γράψουν γι’ αυτόν. Σύντομα, θα δούμε εκατοντάδες αμήχανα ηρωικά μυθιστορήματα και συμβατικά ημερολόγια γεμάτα αηδιαστικό πάθος και μερικά πραγματικά δυνατά κείμενα που καταγράφουν αυτή την εποχή. Τουλάχιστον, θέλω να πιστεύω ότι και η λογοτεχνία μας θα δει μερικά ταλαντούχα έργα για αυτόν τον πόλεμο και δεν θα πνιγεί κάτω από μια χιονοστιβάδα πανομοιότυπων, βαρετών, πομπωδών λόγων. Η τέχνη δεν δέχεται συμβιβασμούς. Όσο για την προνομιακή μεταχείριση όσων κέρδισαν μέσα από τα βάσανα, είναι οι κοινωνικές υπηρεσίες, όχι ο πολιτισμός, που θα πρέπει να την παρέχουν.
Δεν έχω ιδέα πόσο καιρό χρειάζεται για να κατανοήσουμε όλα όσα μας συμβαίνουν. Και πραγματικά δεν με νοιάζει, για να είμαι ειλικρινής. Αντίθετα, έχω κάτι που με ζωντανεύει. Είναι ο ατελείωτος κόσμος της μουσικής που είναι πάντα μαζί μου. Με μόλις πέντε δολάρια το μήνα.
Αυτό το άρθρο αποτελεί κομμάτι της Γέφυρας, που φιλοξενεί πρωτότυπη γραφή, απόψεις, σχολιασμούς και έρευνα μέσα από τη μοναδική οπτική γωνία της κοινότητας του Global Voices. · Όλα τα άρθρα







