Φωλιασμένη στα βουνά του Κουρδιστάν κοντά στα ιρανικά σύνορα, η ιρακινή πόλη Χαλάμπζα είναι περισσότερο γνωστή για την τραγική χρήση χημικών όπλων εναντίον του λαού της από τον στρατό του Σαντάμ Χουσεΐν.
Χρόνια αργότερα, η πόλη κέρδισε την αναγνώριση στην κουρδική ψηφιακή σφαίρα χάρη σε έναν νεαρό οραματιστή ονόματι Bokan Jaff, κάτοικο της πόλης. Ο Jaff απέκτησε πτυχίο Αγγλικής Γλώσσας από το Πανεπιστήμιο της Σουλεϊμανίγια το 2014 και ανέλαβε το ρόλο της μετάφρασης πληροφοριών για την κοινότητά του. Αυτό ήταν ιδιαίτερα ζωτικής σημασίας, καθώς αντιμετώπιζαν δυσκολίες πρόσβασης σε βασικές διαδικτυακές πληροφορίες στα κουρδικά, συμπεριλαμβανομένων παγκόσμιων ειδήσεων, ασφάλειας, υγειονομικής περίθαλψης και πολλών άλλων. Η βοήθεια του Jaff εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από Κούρδους πανεπιστημιακούς φοιτητές, που αγωνίζονται να βρουν διαδικτυακές πληροφορίες στη μητρική τους γλώσσα.
Καθώς ο Jaff συνειδητοποίησε την έλλειψη κουρδικών πόρων στο διαδίκτυο και τη δυσκολία, που δημιουργούσε η περιορισμένη γνώση της αγγλικής και της αραβικής γλώσσας μεταξύ των ομιλητών της κουρδικής γλώσσας, συνειδητοποίησε την επείγουσα ανάγκη για βελτιωμένη πρόσβαση στις πληροφορίες στην κουρδική γλώσσα.
Παρακινούμενος από μια ισχυρή αποφασιστικότητα, ξεκίνησε ένα ταξίδι οκτώ ετών ως εθελοντής στη Google. Στόχος του ήταν να ενσωματώσει στις υποστηριζόμενες γλώσσες στην μεταφραστική εφαρμογή Google τα σορανί, κοινώς γνωστά ως Kurdî Nawendî (کوردیی ناوەندی), μια εξέχουσα γλώσσα στην οικογένεια των κουρδικών γλωσσών.
Ο Jaff έχει μεταφράσει με επιτυχία περισσότερες από 2.500.000 φράσεις, παροιμίες και μεμονωμένες λέξεις. Ως αποτέλεσμα, η γλώσσα σορανί προστέθηκε επίσημα στo Google Translate τον Μάιο του 2022, δημιουργώντας μια κοινότητα μεταφραστών σορανί στη διαδικασία. Σε συνέντευξή του στο Global Voices, ο Jaff είπε: «Η έλλειψη περιεχομένου στα κουρδικά μας έχει δυσκολέψει να βρούμε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε και έχει εμποδίσει την ανάπτυξη της κουρδικής γλώσσας στον ψηφιακό κόσμο».
Το περίπλοκο τοπίο των κουρδικών γλωσσών στο διαδίκτυο
Τα κουρδικά είναι μια γλώσσα ή μια ομάδα γλωσσών, που ομιλούνται από τους Κούρδους, μια ιθαγενή εθνική κοινότητα περίπου 30 εκατομμυρίων ανθρώπων. Ιθαγενείς στις περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Δυτικής Ασίας, μοιράζονται τον πολιτισμό, τη γλωσσική κληρονομιά και την ταυτότητα, αλλά εξαπλώνονται σε τέσσερα έθνη: Τουρκία, Ιράκ, Συρία και Ιράν .
Οι κουρδικές γλώσσες περιλαμβάνουν διακριτές, αλλά αλληλένδετες γλωσσικές παραλλαγές, που στερούνται αμοιβαίας κατανοητότητας. Οι δύο κύριες γλώσσες είναι τα βόρεια κουρδικά (κουρμαντζί), που ομιλούνται στην Τουρκία, το Ιράν, τον Καύκασο και τις περιοχές του Χορασάν, και τα κεντρικά κουρδικά (σορανί), που επικρατούν στο Ιράκ και τη Συρία. Τα σορανί, μαζί με τα αραβικά, έχουν επίσημο καθεστώς στο Ιράκ και αναφέρονται συνήθως ως «κουρδικά» στα επίσημα έγγραφα. Κάθε μία από αυτές τις γλώσσες ομιλείται από εκατομμύρια ανθρώπους.
Αυτές οι γλώσσες χρησιμοποιούν διαφορετικές γραφές για τη γραφή: τα κουρμαντζί χρησιμοποιούν το λατινικό (ρωμαϊκό) αλφάβητο, ενώ τα σορανί χρησιμοποιούν το αραμαϊκό (αραβικό) αλφάβητο.
Αν και οι κουρδικές γλώσσες διαθέτουν πλούσια ιστορία, που φημίζεται για το εκτεταμένο λεξιλόγιό τους και τις εκφραστικές τους ικανότητες, αντιμετωπίζουν έλλειψη διαδικτυακών πόρων. Τα διαφορετικά συστήματα γραφής, μαζί με την απουσία τυποποίησης και τις συνεχείς μάχες εξουσίας μεταξύ των κουρδικών κοινοτήτων, συμβάλλουν στις προκλήσεις.
Επιπλέον, αυτές οι προκλήσεις επιδεινώνονται από τους περιορισμούς από καταπιεστικές κυβερνήσεις, τη λογοκρισία και τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης σε όλες τις χώρες, όπου διαμένουν οι Κούρδοι.
Η έλλειψη διαδικτυακών πόρων ανάγκασε τους ομιλητές των κουρδικών να βασίζονται σε άλλες γλώσσες όπως τα αραβικά, τα αγγλικά, τα τουρκικά και τα περσικά. Σε μια συνομιλία με τον καθηγητή Dara Hameed, κάτοχο διδάκτορα της κουρδικής γλώσσας που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Garmian, εξήγησε στο Global Voices πώς αυτή η έλλειψη διαδικτυακών πληροφοριών και τεχνικών πόρων επηρεάζει αρνητικά τους Κούρδους ακαδημαϊκούς στο Ιράκ.
Αντιμετωπίζουμε αυτές τις προκλήσεις καθημερινά, ιδιαίτερα με τους φοιτητές μας. Για παράδειγμα, στο κουρδικό τμήμα, και πιστεύω ότι αυτό είναι ένα κοινό ζήτημα σε διάφορα τμήματα κολεγίων, υπάρχει σημαντική έλλειψη κουρδικών πόρων, που διατίθενται στο διαδίκτυο. Οι φοιτητές μου αντιμετωπίζουν προκλήσεις, όταν προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε πληροφορίες στα κουρδικά.
Είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν πηγές σε άλλες γλώσσες μέσω ηλεκτρονικής μετάφρασης, κάτι που έχει προβλήματα. Εναλλακτικά, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να στραφούν σε ακριβούς μεταφραστές. Ως αποτέλεσμα, αυτοί οι φοιτητές δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν πλήρως το πλεονέκτημα της τεχνολογίας.
Ο Hameed διευκρίνισε περαιτέρω ότι αυτό το ζήτημα περιορίζεται στη διαδικτυακή σφαίρα. Αυτός πρόσθεσε:
Το πρόβλημα βρίσκεται στη διαδικτυακή σφαίρα, όχι εκτός διαδικτύου. Η κουρδική γλώσσα είναι γλωσσικά ποικίλη. Φανταστείτε να έχετε έξι λέξεις μόνο για το «خۆشەویستی» (αγάπη).
Η εστίασή μας πρέπει να είναι στην αντιμετώπιση ζητημάτων τυποποίησης, διαλεκτικών διαιρέσεων και πολιτικών πιέσεων, καθώς αυτοί οι παράγοντες δυσκολεύουν την ανάπτυξη της κουρδικής γλώσσας στο διαδίκτυο.
Ο πολιτικός αγώνας των Κούρδων του Ιράκ για αναγνώριση και γλωσσικά δικαιώματα
Για αιώνες, οι Κούρδοι αγωνίστηκαν τόσο για την ανεξαρτησία όσο και για την αναγνώριση στις χώρες που κατοικούν, αποτελώντας τη μεγαλύτερη εθνοτική κοινότητα χωρίς ιθαγένεια στον κόσμο. Αυτός ο αγώνας ανάγεται σε αποικιακές συνθήκες όπως η Συνθήκη της Λωζάνης στις 24 Ιουλίου 1923, η οποία χώρισε τους Κούρδους σε τέσσερις χώρες.
Σε σύγκριση με τις γειτονικές χώρες, οι Κούρδοι στο Ιράκ βιώνουν μια σχετικά ευνοϊκή κατάσταση. Για παράδειγμα, το Ιράκ είναι η μόνη χώρα όπου τα κουρδικά αναγνωρίζονται ως επίσημη γλώσσα, και είναι επίσης το μόνο μέρος όπου οι Κούρδοι απολαμβάνουν σημαντική αυτονομία.
Έρευνα της Lauren Walter στο Πανεπιστήμιο Depaul το 2018 αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια της βρετανικής εντολής, τα σορανί ευνοούνταν από τους Κούρδους εθνικιστές των πόλεων, ενώ τα κουρμαντζί είχαν ισχυρότερο λογοτεχνικό ρόλο,δίνοντας στα σορανί μεγαλύτερη πολιτική επιρροή. Ωστόσο, υπήρξε ενδιαφέρον για τη δημιουργία διχασμών μεταξύ των ομιλητών αυτών των γλωσσών. “Και οι δύο διάλεκτοι ζούσαν σε σχετική αρμονία, έως ότου το Ιράκ κέρδισε την ανεξαρτησία του το 1931. Μετά την ανεξαρτησία, η ιρακινή κυβέρνηση προσπάθησε να φέρει αντιμέτωπους τους ομιλητές σορανί και κουρμαντζί, προκειμένου να αποτρέψει την αναγνώριση των κουρδικών ως επίσημη γλώσσα”.
Ένα κομβικό ορόσημο για την κουρδική γλώσσα στο Ιράκ εκτυλίχθηκε με τη συμφωνία αυτονομίας, γνωστή ως Συμφωνία Ιρακινοκουρδικής Αυτονομίας της δεκαετίας του 1970, που υπεγράφη στις 11 Μαρτίου 1970 από την ιρακινή κυβέρνηση και τον Κούρδο ηγέτη Μουλά Μουσταφά Μπαρζανί. Μετά από δεκαετίες ένοπλων συγκρούσεων και εντάσεων μεταξύ της ιρακινής κυβέρνησης και των κουρδικών κοινοτήτων στο Ιράκ, αυτή η συμφωνία αναγνώρισε τα σορανί ως επίσημη γλώσσα σε περιοχές με κουρδική πλειοψηφία. Εξασφάλισε επίσης την πολιτική εκπροσώπηση των Κούρδων σε κυβερνητικές οντότητες.
Ωστόσο, ο δρόμος προς την ελευθερία της έκφρασης για τους Κούρδους στο Ιράκ ήταν πολύπλοκος και υπόκειται σε διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου. Μετά τη συμφωνία, η καταστολή υπό το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν ήταν έντονη, με τις επόμενες περιόδους να επιχειρούν να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα των κουρδικών κοινοτήτων στο Ιράκ.
Προκλήσεις με την τυποποίηση της γλώσσας και την πρόσβαση σε πληροφορίες
Η έρευνα δείχνει ότι, σε χώρες με κυρίαρχες γλώσσες, οι ομιλητές των μειονοτικών γλωσσών αντιμετωπίζουν συχνά περιθωριοποίηση και περιορισμένη πρόσβαση σε πληροφορίες. Στο Κουρδιστάν του Ιράκ, οι εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των κουρδικών γλωσσών, ιδιαίτερα των σορανί και κουρμαντζί, όχι μόνο εντείνουν την περιθωριοποίηση και τον διχασμό, αλλά εμποδίζουν επίσης τη διαδικτυακή εκπροσώπηση, ανάπτυξη και διάδοση της γλώσσας.
Ως σήμερα, τα κουρδικά στερούνται ένα καθολικά αποδεκτό πρότυπο γραφής, με τα πολιτικά κόμματα στην περιοχή του Κουρδιστάν να εμπλέκονται σε διαμάχες για την τυποποίηση. Παρά τις διάφορες προσπάθειες, μια τυποποιημένη έκδοση παραμένει άπιαστο όνειρο.
Αυτή η απουσία γλωσσικής ενότητας και τυποποίησης δημιουργεί εμπόδια για όσα άτομα αναζητούν διαδικτυακές πληροφορίες και πόρους στη μητρική τους γλώσσα. Επιπλέον, εμποδίζει την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών περιορίζοντας την ικανότητα των Κούρδων να συνεισφέρουν στον ψηφιακό κόσμο.
Αυτό το σενάριο υποδηλώνει ότι εάν ένας Κούρδος Κουρμαντζί επιθυμεί να επικοινωνήσει με έναν Κούρδο Σορανί, μπορεί να καταφύγει στη χρήση αραβικών, τουρκικών ή περσικών για να υλοποιήσει την επικοινωνία του.
Μιλώντας με το Global Voices, ο Goran Rasoul, καταξιωμένος συγγραφέας, ποιητής και αφηγητής, εμβάθυνε στις προσωπικές συνέπειες των εσωτερικών γλωσσικών διενέξεων τυποποίησης. Ο Goran είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στη Σύγχρονη Λογοτεχνική Κουλτούρα από το Πανεπιστήμιο του Hertfordshire και έχει πάνω από 12 χρόνια εμπειρίας στην ανάπτυξη και την ανθρωπιστική εργασία με τοπικούς και διεθνείς οργανισμούς.
Πολλοί άνθρωποι στον κύκλο μου αγωνίζονται συνεχώς να αποκτήσουν πρόσβαση σε πληροφορίες στο διαδίκτυο ή να βρουν σχετικό περιεχόμενο για μια σειρά θεμάτων όπως η λογοτεχνία, η πολιτική και οι γλωσσικές σπουδές. Συχνά αναγκάζομαι να αναζητήσω πληροφορίες σε άλλες γλώσσες, όταν πρόκειται για συγκεκριμένα θέματα που σχετίζονται με τους Κούρδους, το Κουρδιστάν και την κουρδική γλώσσα.
Ο Goran εξήγησε ότι, ενώ στο παρελθόν ο αριθμός των ομιλητών καθόριζε εάν μια γλώσσα θα επιβιώσει, σήμερα εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα ψηφιακού περιεχομένου. Μια γλώσσα σε παρακμή και κίνδυνο υποδηλώνεται από την έλλειψη διαδικτυακού περιεχομένου. Και πρόσθεσε: «Αυτό ισχύει για όλες τις γλώσσες, αλλά είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα κουρδικά. Οι πολιτικές και οικονομικές συγκρούσεις έχουν βλάψει την κουρδική γλώσσα υπογραμμίζοντας την επείγουσα ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στη διατήρηση και την προώθησή της».
Επιστρέφοντας στον Bokan Jaff, αυτός και η ομάδα του αξιοποιούν τη δύναμη της τεχνητής νοημοσύνης για να βελτιώσουν την ποιότητα των μεταφράσεων. Επιδιώκουν επίσης να παρακινήσουν συγγραφείς και ερευνητές να μοιραστούν τη δουλειά τους στο διαδίκτυο, με στόχο να αυξήσουν τον όγκο του διαδικτυακού περιεχομένου στα κουρδικά. Ο Jaff είπε: «Οι δημοσιεύσεις θα πρέπει να είναι προσβάσιμες στο διαδίκτυο, όχι μόνο με τη μορφή φυσικών βιβλίων και περιοδικών. Τα κείμενα και τα βιβλία θα πρέπει να ανεβαίνουν σε διάφορες μορφές αρχείων στο Διαδίκτυο για να διασφαλιστεί η συλλογή ενός ολοκληρωμένου και ποικίλου φάσματος δεδομένων».
Ο Jaff πιστεύει ότι οι Κούρδοι διανοούμενοι υποτιμούν τις διαδικτυακές εκδόσεις. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι διαδικτυακοί πόροι είναι ζωτικής σημασίας για την αναζωογόνηση της γλώσσας. Όσοι έχουν την ικανότητα να συνεισφέρουν θα πρέπει να παρακινούνται να προσφέρουν στην κουρδική κοινότητα πρόσβαση σε αυτούς τους ανεκτίμητους διαδικτυακούς πόρους.