Από τότε που διακήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Μόσχα το 1991, το κεντροασιατικό έθνος του Καζακστάν ξεκίνησε ένα ταξίδι για να επαναπροσδιορίσει την πολυεθνική και πολυγλωσσική του ταυτότητα μακριά από τα επιβεβλημένα σοβιετικά μοντέλα αποικιοκρατίας, την ιστορική λογοκρισία και τους ρόλους των φύλων. Η τρέχουσα αναγέννηση του Καζακστάν αναδιαμορφώνει τους δικούς της ορισμούς για τον πολιτισμό, κυρίως στους τομείς του κινηματογράφου, της μουσικής, της σύγχρονης τέχνης και της λογοτεχνίας.
Η λογοτεχνία του παραδοσιακά νομαδικού λαού του Καζακστάν παρέμεινε ως επί το πλείστον προφορική μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν ο τσαρικός ρωσικός αποικισμός εισήγαγε τη χρήση της ρωσικής γλώσσας, καθώς και την πρόσβαση στην έντυπη τεχνολογία. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε μια παράλληλη ρωσόφωνη λογοτεχνία και προωθήθηκε πολιτικά από τη δεκαετία του '20, καθώς ξεκίνησε η σοβιετική περίοδος. Η Μόσχα ενθάρρυνε τους Καζάκους και άλλες εθνότητες να γράφουν στη διακρατική γλώσσα εκείνης της περιόδου παρουσιάζοντας τη καζακική γλώσσα ως λιγότερο ευνοϊκή επιλογή. Υπάρχουν λίγες αναφορές για γυναικεία γραφή μέχρι τη σοβιετική περίοδο, αλλά σήμερα η καζακική λογοτεχνία έχει γίνει πιο ποικιλόμορφη σε μορφές, στυλ, φύλο και εθνικότητα, κάτι που αντικατοπτρίζεται ευρέως στο «Amanat. Γραφή γυναικών από το Καζακστάν», η πρώτη ανθολογία γυναικείας γραφής από το Καζακστάν, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά τον Ιούλιο του 2022.
Την επιμέλεια και τη συν-μετάφραση της ανθολογίας είχαν οι Zaure Batayeva και Shelley Fairweather-Vega, δύο γυναίκες που προωθούν λογοτεχνικές μεταφράσεις από το Καζακστάν. Η Batayeva είναι η ίδια συγγραφέας, μεταφράστρια λογοτεχνίας από και προς τα καζακικά και πολιτιστική σχολιάστρια. Η Fairweather-Vega είναι μεταφράστρια από τα ρωσικά και τα ουζμπεκικά στα αγγλικά και έχει δημοσιευθεί στο Words Without Borders και στο World Literature Today. Η ανθολογία παρουσιάζει 13 γυναίκες συγγραφείς και πήρε το όνομά της από τον καζακικό όρο «αμανάτ», που μπορεί να αναφέρεται σε υπόσχεση και ηθικό καθήκον, αλλά και κληρονομιά. Τα επιλεγμένα κείμενα γράφτηκαν τα τελευταία 30 χρόνια, αλλά περιλαμβάνουν αναφορές σε ιστορικές περιόδους πριν και μετά την ανεξαρτησία, συμπεριλαμβανομένης της σταλινικής περιόδου.
Το Global Voices ρώτησε και τις δύο πώς πλοηγήθηκαν στη σχέση μεταξύ καζακικών και ρωσικών στις επιλογές τους για κείμενα και τη δική τους πρακτική μετάφρασης στα αγγλικά. Η Fairweather-Vega εξηγεί ότι ένας από τους στόχους ήταν να αναδείξει τη γλωσσική ποικιλομορφία του Καζακστάν, επομένως υπήρχε μια προσεκτική επιλογή κειμένων από επτά συγγραφείς, που γράφουν κυρίως στα ρωσικά, και έξι, που γράφουν κυρίως στα καζακικά, όλα μεταφρασμένα απευθείας στα αγγλικά για να αποφευχθούν ενδιάμεσες μεταφράσεις. Σημειώνοντας ότι οι περισσότερες από τις συγγραφείς που παρουσιάζονται είναι οι ίδιες μεταφράστριες, προσθέτει:
Προσπαθήσαμε να τιμήσουμε τη διγλωσσία κάθε συγγραφέως στη μετάφραση του έργου της. Δείξαμε ευαισθησία σε περιπτώσεις όπου μια ρωσική λέξη αντιμετωπίζεται ως ξένη λέξη σε ένα καζακικό κείμενο, για παράδειγμα, σε αντίθεση με όταν αυτή η ρωσική λέξη προσφερόταν ως μια πιο «κανονική» λέξη.
Η Batayeva εξηγεί ότι υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των δύο γλωσσικών κοινοτήτων, ωστόσο τα σύνορα δεν επικαλύπτονται απαραίτητα με το εθνοτικό χάσμα:
Οι ιστορίες της συλλογής μας δεν αναμειγνύουν τις δύο γλώσσες, επειδή οι χαρακτήρες τους δεν αναμειγνύονται με χαρακτήρες από την άλλη γλωσσική ομάδα: ζουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Αυτό αντικατοπτρίζει πολύ καλά την κοινωνική πραγματικότητα του Καζακστάν. Ομιλητές καζακικών, οι οποίοι αποτελούν σχεδόν το 60% των πολιτών της χώρας, έχουν αναπτύξει μια κουλτούρα βαθιά διαφορετική από τη ρωσική κουλτούρα. Οι ομιλητές καζακικών με υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης τείνουν να γνωρίζουν ρωσικά, επειδή τα ρωσικά είναι η γλώσσα της λεγόμενης ελίτ της χώρας. Πρέπει να γνωρίζεις ρωσικά, εάν θες μια δουλειά με μεροκάματο. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των καζακόφωνων προτιμούν να παραμείνουν στο δικό τους πολιτιστικό περιβάλλον όσο το δυνατόν περισσότερο.
Στην άλλη πλευρά του κοινωνιογλωσσικού χάσματος, υπάρχουν οι ρωσόφωνοι, οι οποίοι τείνουν να γνωρίζουν καζάκικα ελάχιστα ή καθόλου και προτιμούν να αλληλεπιδρούν με τους ομιλητές αυτής της γλώσσας όσο το δυνατόν λιγότερο. Αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος φαίνεται ξεκάθαρα σε ορισμένα από τα διηγήματα της συλλογής μας. Δεν το εννοώ ως κριτική, αλλά ως παρατήρηση. Οι συγγραφείς είναι άνθρωποι. Εξάλλου, αν οι συγγραφείς συνειδητοποιούσαν υπερβολικά τις δικές τους προκαταλήψεις και τα τυφλά σημεία, πιθανότατα θα σταματούσαν να παράγουν ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Σύμφωνα με την Batayeva, το Καζακστάν απέτυχε να διορθώσει τη βαθιά γλωσσική ανισότητα, που δημιουργήθηκε από τα 70 χρόνια της πολιτικής ρωσικοποίησης της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία ευθύνεται για τον μικρό αριθμό δίγλωσσων ή πολύγλωσσων ατόμων εκτός της εθνοτικής καζακικής ομάδας. Σημειώνει ότι λίγοι ρωσόφωνοι βλέπουν μεγάλη αξία στην εκμάθηση της καζακικής γλώσσας και αναφέρεται στην έννοια της «αδιαφορίας» του Frantz Fanon για να εξηγήσει την αντίσταση στη μάθηση και την ομιλία της καζακικής γλώσσας.
Οι Άλλοι και η τέχνη της λογοτεχνικής μετάφρασης
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις στη λογοτεχνική μετάφραση είναι σχετικά με τη θέση της μετάφρασης: πόσο μακριά ή κοντά πρέπει να είναι από το πρωτότυπο, και επομένως από το κοινό που δέχεται; Με άλλα λόγια, είναι καθήκον του/της μεταφραστή/μεταφράστρθας να εξηγήσει το πολιτιστικό και ιστορικό πλαίσιο ή να αφήσει στον αναγνώστη είτε να το αγνοήσει είτε να εκπαιδευτεί για έναν πολιτισμό, με τον οποίο δεν είναι εξοικειωμένος; Στην περίπτωση του «Αμανάτ», ο εκδότης Gaudy Boy έχει μια πολιτική να μην γράφει σε πλάγια γραφή λέξεις μη αγγλικές, επομένως λέξεις όπως κολχόζε ή ντόμπυρα (ένα μουσικό όργανο) ενσωματώνονται στο κείμενο. Δείτε πώς βλέπει η Fairweather-Vega αυτό το ζήτημα:
Ανήκω στη μεταφραστική ομάδα προς τα αγγλικά, που είναι κάθετα αντίθετη στην προσθήκη επεξηγηματικών υποσημειώσεων στη μυθοπλασία. Προτιμώ πολύ να εισάγω ελάχιστες πρόσθετες πληροφορίες, όταν είναι απολύτως απαραίτητο, για να μην αισθάνονται οι αναγνώστες εντελώς χαμένοι στο πολιτιστικό περιβάλλον. Αλλά ακόμα και το να αφήνω τους αναγνώστες να αισθάνονται λίγο χαμένοι μου φαίνεται εντάξει. Είναι δίκαιο να υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες ότι είναι οι ξένοι εδώ, σε αυτό το περιβάλλον, και έχουν κάτι να μάθουν. Μια απόφαση που πήραμε εύκολα ήταν να μεταφράσουμε πολλά καζακικά ιδιώματα, ρήσεις και μεταφορές μάλλον κυριολεκτικά στα αγγλικά, για να αφήσουμε κοινά στοιχεία εικονογραφίας και συμπεριφοράς να λάμψουν στα αγγλικά. Νομίζω ότι η Zaure έκανε εξαιρετική δουλειά σε αυτό στο «Πείνα» της Aigul Kemelbayeva, το οποίο χρησιμοποιεί πολλές εικόνες που στηρίζονται σε φυτά, ζώα και τρόφιμα, που δεν εμφανίζονται συχνά στην αγγλόφωνη λογοτεχνία. Ο αφηγητής μας λέει «Η φτώχεια μου τυλίχτηκε γύρω μου σαν ζιζάνιο», αναφέρει ότι «ένας νεαρός λύκος δεν δείχνει την αδυναμία του, αλλά αφήνει το τρίχωμά του να φουσκώσει».
Οι γυναίκες είναι πρέσβειρες της εμπειρίας του Καζακστάν
Η Fairwearther-Vega τονίζει ένα ενδιαφέρον σημείο, όταν παρατηρεί ότι:
Υπάρχει επίσης πιθανώς κάποια αλήθεια στο κλισέ ότι η μετάφραση είναι, ακόμα, συχνά «γυναικεία δουλειά», ένα από εκείνα τα φροντιστικά επαγγέλματα, στα οποία, πολλοί πολιτισμοί φαίνεται να συμφωνούν ότι οι γυναίκες τείνουν να υπερέχουν. Αν η μετάφραση είναι μια δραστηριότητα φροντίδας, τι φροντίζουμε όταν μεταφράζουμε; Καλύτερη επικοινωνία, υποθέτω, ως αποτέλεσμα καλύτερης κατανόησης. Πιστεύω ακράδαντα ότι όσο περισσότερες ιστορίες ακούμε ή διαβάζουμε, τόσο περισσότερο θα μπορούμε να εκδηλώνουμε ενσυναίσθηση για τους συνανθρώπους μας κάθε φύλου και γλώσσας.
Σημειώνει ότι υπάρχουν ακόμη πολύ λίγες μεταφράσεις από την Κεντρική Ασία στα αγγλικά και, δεδομένης της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να παρουσιαστεί η ποικιλομορφία των εν μέρει ρωσόφωνων κοινωνιών στους αγγλόφωνους. Αναρωτιέται λοιπόν:
Τι θα συμβεί αν, βοηθώντας τις γυναίκες του Καζακστάν να πουν τις ιστορίες τους σε όλο τον κόσμο, είναι σε θέση να βρουν περισσότερη ηθική, πρακτική και πολιτική υποστήριξη, όταν ωθούνται να pr;ajoyn γεωπολιτικά; Τι θα συμβεί αν συμβάλει στην αποτροπή τυχόν επικίνδυνων ιδεών ότι το Καζακστάν δεν είναι μια πραγματική χώρα ούτως ή άλλως ή είναι πολύ ξένο για εμάς στη Δύση για να ασχοληθούμε; Αυτό μπορεί να είναι υπερβολικά αισιόδοξο για μένα, αλλά αυτές οι σκέψεις εξακολουθούν να τρέχουν συνεχώς στο μυαλό μου, ενώ μεταφράζω λογοτεχνία της Κεντρικής Ασίας. Η αυξανόμενη έκθεση για τους συγγραφείς (οποιουδήποτε φύλου, από οποιαδήποτε χώρα της περιοχής) πρέπει να βοηθήσει με κάποιο τρόπο.
Όπως σημειώνουν και οι δύο επιμελήτριες, τα διηγήματα μιλούν επίσης για οικονομικές αλλαγές, κοινωνική αναταραχή από την οπτική γωνία των γυναικών που αντιμετωπίζουν διαφθορά, σεξουαλική παρενόχληση, κάνουν δύσκολες επιλογές σχετικά με τη μετανάστευση και την εργασία.
Η Batayeva καταλήγει:
Πολλά από τα διηγήματα της συλλογής μάς δείχνουν επίσης πόσο ομιχλώδες έχει γίνει το παρελθόν για εμάς τους Καζάκους. Προτού οι Καζάκοι συγγραφείς αρχίσουν να αναλογίζονται τις προκλήσεις του σήμερα και του αύριο, θα πρέπει πρώτα να βρουν το θάρρος να αναλογιστούν τη φρίκη και τα μυστήρια του κοινού τους τραυματικού παρελθόντος. Όσο δεν ανακτούμε το παρελθόν μας, δεν θα ξέρουμε καν ποιοι/ες είμαστε.