Με το μακρύ, πολύχρωμο φόρεμά της, τα καλυμμένα μαλλιά της και την ομιλία τη; στην τοπική γλώσσα χωρίς προφορά, η Larisa Pak δεν ξεχωρίζει από τις άλλες γυναίκες στο χωριό της λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα του Τατζικιστάν με το Αφγανιστάν. Το επώνυμό της, όμως, το οποίο διατήρησε ακόμη και μετά τον γάμο της με τον εκλιπόντα σύζυγό της, είναι μια υπενθύμιση μιας άλλης πατρίδας περίπου 5.000 χιλιόμετρα ανατολικά από αυτήν που υιοθέτησαν οι γονείς της.
Έως και 200.000 Κορεάτες απελάθηκαν στην Κεντρική Ασία από τη ρωσική Άπω Ανατολή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '30, καθώς ο Σοβιετικός δικτάτορας Ιωσήφ Στάλιν διέταξε την αναγκαστική εκτόπιση ολόκληρων μειονοτικών πληθυσμών, που θεωρούνταν ύποπτοι για έλλειψη πίστης στη Μόσχα.
Ο συγκεκριμένος φόβος του Κρεμλίνου σχετικά με τον κορεατικό πληθυσμό ήταν ότι διείσδυαν σε αυτόν πράκτορες της Ιαπωνίας, που καταλάμβαναν την κορεατική χερσόνησο εκείνη την εποχή και είχαν επεκτατική ματιά σε όλη την ασιατική ήπειρο.
Πολλοί Κορεάτες τοποθετήθηκαν αρχικά σε στρατόπεδα εργασίας στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν, όπου άγνωστος αριθμός ανθρώπων πέθαναν από ελονοσία και άλλες ασθένειες εργαζόμενοι υπό αποτρόπαιες συνθήκες.
Με την πάροδο του χρόνου, οι «Koryo Saram», όπως ήταν γνωστοί οι Σοβιετικοί Κορεάτες, σταδιακά απέκλεισαν τη μητρική τους γλώσσα προτιμώντας τη lingua franca της Σοβιετικής Ένωσης, τα ρωσικά, και, σε σπανιότερες περιπτώσεις, τις κυρίαρχες γλώσσες των χωρών στις οποίες εγκαταστάθηκαν, όπως τα τατζίκικα και τα ουζμπέκικα.
Για τους γονείς της 65χρονης Pak, το Τατζικιστάν ήταν ο δεύτερος σταθμός στην Κεντρική Ασία μετά τις στέπες του Καζακστάν. Η Φαρχόρ, τοποθεσία στην οποία μεγάλωσε, παντρεύτηκε και μεγάλωσε 10 παιδιά, φιλοξενούσε μια συλλογική φάρμα με καλλιέργειες ρυζιού, όπου εργάζονταν κυρίως Κορεάτες.
Σήμερα, είναι η μόνη Κορεάτισσα που έχει απομείνει στη Φαρχόρ, όπου μερικές φορές ακούγεται από μακριά ο εξαντλητικός ήχος του πολέμου μεταξύ των αφγανικών κυβερνητικών δυνάμεων και των μαχητών Ταλιμπάν.
«Ποτέ δεν ένιωσα ανεπιθύμητη ή άβολα ανάμεσα στους ντόπιους. Μεγάλωσα ανάμεσα σε Ουζμπέκους και Τατζίκους και αργότερα, όταν παντρεύτηκα, άρχισα να ντύνομαι σαν τις ντόπιες γυναίκες, ασπάσθηκα το Ισλάμ και άρχισα να προσεύχομαι πέντε φορές την ημέρα», είπε η Pak στο Global Voices, την οποία περικύκλωναν κόρες, γιοι, πεθερικά και πολλά εγγόνια.
Η μεγάλη έξοδος
Κατά τη δεκαετία του '90, το Τατζικιστάν κατακλύζεται από έναν δικό του πόλεμο. Οι Κορεάτες, μαζί με άλλες μειονότητες, συμπεριλαμβανομένων Γερμανών και Ρώσων, εγκατέλειψαν τη δημοκρατία κατά τη διάρκεια πενταετούς εμφύλιας σύγκρουσης, που στοίχισε δεκάδες χιλιάδες ζωές και βάθυνε την οικονομική καταστροφή που προκάλεσε η σοβιετική κατάρρευση.
Αν υπήρχαν 13.500 Κορεάτες στο Τατζικιστάν το 1989, ήταν λίγο περισσότεροι από 600 το 2010 σύμφωνα με μια εθνική απογραφή που πραγματοποιήθηκε εκείνο το έτος. Οι περισσότεροι από αυτούς που έχουν απομείνει ζουν στην πρωτεύουσα Ντουσάνμπε.
Στη Φαρχόρ, όπου μεγάλωσε η Pak, οι Κορεάτες πούλησαν τα σπίτια τους σε ντόπιους Τατζίκους και Ουζμπέκους. Το σοβχόζ της καλλιέργειας ρυζιού όπου ζούσαν και εργάζονταν έχει ιδιωτικοποιηθεί και το εργατικό δυναμικό του έχει διπλασιαστεί.
Η ζωή εδώ έχει γίνει λιγότερο άνετη από την αυγή της ανεξαρτησίας του Τατζικιστάν το 1991, λέει η Pak. Οι γραμμές ύδρευσης έχουν χαλάσει, το ιατρικό κέντρο που στελεχωνόταν σταθερά κατά τη σοβιετική εποχή δεν έχει πλέον γιατρό και γίνονται διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος.
Η Pak, ωστόσο, δεν σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει το νότιο Τατζικιστάν, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής της ζωής ως λογίστρια για τις τοπικές Αρχές.
«Έδωσα όλες τις κόρες μου σε Τατζίκους και Ουζμπέκους ακολουθώντας τα τοπικά έθιμα. Οι γιοι μου παντρεύτηκαν επίσης ντόπιες κοπέλες. Τώρα έχω τόσα πολλά υπέροχα εγγόνια, νύφες και γείτονες», είπε η Pak.
Η Pak ήταν μόλις 18 ετών, όταν παντρεύτηκε τον γείτονά της, τον Ουζμπέκο Mengal Mamatkulov. Η γλώσσα του νοικοκυριού τους ήταν τα τατζίκικα, αν και η Pak μπορεί επίσης να μιλήσει ουζμπεκικά και θεωρεί τα ρωσικά, τη γλώσσα που μιλούσαν οι γονείς της, ως μητρική της γλώσσα.
Η Pak αποκαλεί τον θάνατο του Mamatkulov πριν από αρκετά χρόνια «τη μόνη θλίψη της».
Ένα πόδι στην Κορέα, μια καρδιά στο Τατζικιστάν
Ενώ η Larisa Pak μίλησε όμορφα για τα πεθερικά της, η μεγαλύτερη κόρη της, η 47χρονη Safarmoh, είπε στο Global Voices ότι το ταξίδι της μητέρας της για να γίνει Κεντροασιάτισσα δεν ήταν πάντα ομαλό.
Στοιχείο-κλειδί για την αποδοχή της στην οικογένεια του συζύγου της, είπε η Safarmoh, ήταν η αγάπη και ο σεβασμός του πατέρα του Mengal, ο οποίος την ξεχώρισε ως την αγαπημένη του νύφη. Αυτή η ειδική σχέση βοήθησε στην άρση ορισμένων από τις αμφιβολίες που είχαν άλλοι στην οικογένεια για την κληρονομιά της Pak.
Κάθε τόσο, οι συγχωριανοί τής θυμίζουν τις κορεατικές ρίζες της. Σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, την επισκέφθηκαν εκπρόσωποι της πρεσβείας της Σεούλ στη χώρα.
Το 2004, η Νότια Κορέα εισήγαγε νέα νομοθεσία, που επιτρέπει στους Κορεάτες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας προνομιακή πρόσβαση στην αγορά εργασίας της. Η χώρα, όπου ζουν και εργάζονται τώρα τέσσερις από τους γιους και μια κόρη της Pak, έχει γίνει επίσης δημοφιλής προορισμός μετανάστευσης για μη εθνικά Κορεάτες πολίτες των χωρών της Κεντρικής Ασίας.
Η Pak λέει ότι τα χρήματα που στέλνουν τα παιδιά της από τη Νότια Κορέα βοηθούν να πληρώνει τον κλιματισμό στο σπίτι της, μια μεγάλη ευλογία δεδομένου ότι οι θερμοκρασίες του καλοκαιριού κατά τη διάρκεια της ημέρας στο νότιο Τατζικιστάν φτάνουν τακτικά τους 50 βαθμούς Κελσίου.
Η ίδια, ωστόσο, δεν έχει ταξιδέψει ποτέ εκεί και δεν έχει καμία διακαή επιθυμία να το κάνει τώρα που είναι αρκετά μεγάλη.
«Έχω συνηθίσει να ζω εδώ όλη μου τη ζωή. Είμαι ικανοποιημένη και χαρούμενη με τη ζωή που έχω εδώ, ανάμεσα σε αυτό το έθνος, που έγινε και έθνος μου. Αυτό είναι το σπίτι μου».