Στις 29 Ιουνίου 2024, οι Μαυριτανοί προσήλθαν στις κάλπες για να εκλέξουν τον επόμενο πρόεδρό τους σε μια χώρα με την πιο προηγμένη ελευθερία του Τύπου στην αφρικανική ήπειρο.
Σύμφωνα με τον Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) για το 2024, η Μαυριτανία κατατάχθηκε στην 33η θέση σε 180 χώρες. Το 2023, η χώρα κατέλαβε την 86η θέση σε αυτήν την παγκόσμια ανάλυση για την ελευθερία του Τύπου, σημειώνοντας 59,45 στα 100. Αυτή η σημαντική αύξηση των 53 θέσεων τοποθετεί τη Μαυριτανία στην πρώτη θέση στην αφρικανική ήπειρο και στον αραβικό κόσμο παρέχοντας έτσι ένα μοναδικό και ευνοϊκό περιβάλλον για τους δημοσιογράφους σε αυτή την ήπειρο. Αυτή η κατάταξη είναι επίσης ένα από τα θετικά αποτελέσματα των πολλών μεταρρυθμίσεων του Προέδρου Μοχάμεντ Ουλντ Γκαζουανί. Ο Γκαζουανί, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία από το 2019, υποστηρίζει την ελευθερία του Τύπου για τη δημοκρατική ανάπτυξη της χώρας.
Στη Μαυριτανία, όπου το 99% του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι, τα αραβικά είναι η επίσημη γλώσσα της χώρας. Άλλες εθνικές γλώσσες περιλαμβάνουν τα αραβικά χασανίγια, τα φουλάνι, τα σονινκέ και τα γουολόφ. Αν και τα γαλλικά δεν είναι επίσημη γλώσσα, χρησιμοποιούνται ως γλώσσα εργασίας στη διοίκηση. Ως εκ τούτου, τα ΜΜΕ της Μαυριτανίας δίνουν προτεραιότητα στα αραβικά και παράγουν το περιεχόμενό τους σε αυτή τη γλώσσα.
Διαβάστε: Στη Μαυριτανία ένας συναρπαστικός μουσικός κόσμος συνδυάζει την παράδοση με την καινοτομία
Ανεξάρτητη ποικιλομορφία μέσων
Όλοι οι τύποι ΜΜΕ είναι διαθέσιμοι στη Μαυριτανία: έντυπες εφημερίδες, ιστότοποι ειδήσεων, τηλεοπτικοί σταθμοί, ραδιοφωνικοί σταθμοί και κοινωνικά δίκτυα. Αυτοί οι τύποι ΜΜΕ λειτουργούν υπό την εποπτεία της Ανώτατης Αρχής Τύπου και Οπτικοακουστικού Υλικού (HAPA), ενός αυτορυθμιζόμενου φορέα που διασφαλίζει την εφαρμογή της νομοθεσίας και των κανονισμών για τον Τύπο.
Η τηλεόραση της Μαυριτανίας (TVM) και το Radio Mauritanie είναι οι δύο κύριοι σταθμοί των Αρχών της Μαυριτανίας και μεταδίδονται στα αραβικά και στα γαλλικά. Άλλα κρατικά ΜΜΕ περιλαμβάνουν το Μαυριτανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AMI), το οποίο μεταδίδει τις ειδήσεις στα αραβικά, γαλλικά και αγγλικά, και το Maurinews, ένα ιδιωτικό πρακτορείο ειδήσεων στην αραβική γλώσσα.
Σε αυτή τη χώρα διατίθενται επίσης έντυπες εφημερίδες. Αυτές περιλαμβάνουν την Alakhbar, την κορυφαία ανεξάρτητη εφημερίδα της Μαυριτανίας, που ιδρύθηκε το 2003 και δημοσιεύεται στα αραβικά και τα γαλλικά, τις αραβόφωνες εφημερίδες της χώρας, Chaab και Al-Mourabit, τις δίγλωσσες αραβογαλλικές εβδομαδιαίες εφημερίδες Le Calame (Al-Qalam) και le Quotidien de Nouakchott και τις γαλλόφωνες εφημερίδες L'Eveil-Hebdo, Horizons και Nouakchott Info.
Όπως οπουδήποτε αλλού, η ανάπτυξη του Διαδικτύου έχει αναγκάσει τα έντυπα ΜΜΕ να παρέχουν εναλλακτικές ιστοσελίδες για καλύτερη σύνδεση με τους αναγνώστες τους. Εκτός αυτού, αυτή η ψηφιακή επανάσταση οδήγησε επίσης στη δημιουργία ειδησεογραφικών ιστοσελίδων όπως οι Cridem, Mauriweb, Chezvlane, Bellewarmedia και Saharamedia. Η απελευθέρωση του περιβάλλοντος των ΜΜΕ είναι άμεσο αποτέλεσμα των θετικών αλλαγών, που έγιναν στην εσωτερική νομοθεσία. Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) έγραψαν:
En Mauritanie, les délits de presse ont été dépénalisés en 2011. Un texte voté en 2006 et modifié en 2011 renforce la liberté de la presse et intègre les principes généraux sur le droit à l’information et la protection des sources Le président Mohamed Ould Ghazouani s’est engagé, dès son entrée au pouvoir en 2019, à réformer la presse en Mauritanie et à professionnaliser le secteur(…)
Το 2011, τα αδικήματα του Τύπου αποποινικοποιήθηκαν στη Μαυριτανία. Αυτή η νομοθεσία, που ψηφίστηκε το 2006 και τροποποιήθηκε το 2011, ενισχύει την ελευθερία του Τύπου και βασίζεται στις γενικές αρχές του δικαιώματος στην ενημέρωση και της προστασίας των πηγών. Από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2019, ο Πρόεδρος Μοχάμεντ Ουλντ Γκαζουανί έχει δεσμευτεί να μεταρρυθμίσει τον τομέα του Τύπου της Μαυριτανίας και να τον θέσει σε πιο επαγγελματική βάση (…).
Αρκετά διεθνή ΜΜΕ καλύπτουν επίσης τις τελευταίες εξελίξεις στη Μαυριτανία. Αυτές οι εκδόσεις περιλαμβάνουν το Voice of America (VOA), το Al Jazeera, το France 24, το Radio France Internationale (RFI), τον Guardian, το Africanews, το BBC Afrique (BBC Africa) και το Afrique XXI.
Χρήση κοινωνικού δικτύου
Σύμφωνα με το Data Reportal, μια ηλεκτρονική βιβλιοθήκη αναφοράς, το ποσοστό διείσδυσης του Διαδικτύου στη Μαυριτανία μειώθηκε από 58,8% το 2023, όταν είχε 2,82 εκατομμύρια χρήστες Διαδικτύου, σε μόλις 44,4% το 2024, όταν είχε 2,19 εκατομμύρια χρήστες Διαδικτύου.
Στις αρχές του 2024, το Data Reportal ανέφερε επίσης ότι η χώρα είχε 1,24 εκατομμύρια χρήστες μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το TikTok κυριάρχησε στο ψηφιακό τοπίο με 1,24 εκατομμύρια χρήστες, ακολουθούμενο από το Facebook, τώρα Meta, με 1,10 εκατομμύρια χρήστες. Το Facebook Messenger είχε 376.800 χρήστες, ακολουθούμενο από το LinkedIn (130.000 μέλη), το Instagram (126.600 χρήστες) και το X (πρώην Twitter) με 5.500 χρήστες.
Ο Biram Dah Abeid, ο ηγέτης της αντιπολίτευσης και ακτιβιστής κατά της δουλείας, είναι ένας από τους Μαυριτανούς πολίτες, που ακολουθούνται περισσότερο στο Facebook, με 18.000 ακόλουθους.
Οι ανησυχίες και η αβεβαιότητα παραμένουν
Παρά την πρόοδο προς την ελευθερία του Τύπου, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες για το πώς θα διατηρηθούν τα επιτεύγματα στην ελευθερία της έκφρασης. Ο Μοχάμεντ Ουλντ Γκαζουανί έχει δείξει τη δέσμευσή του στην προστασία των επαγγελματιών των ΜΜΕ, αλλά οι πράξεις εκφοβισμού, απειλών και φυλάκισης παραμένουν. Το 2021, ο Abdellahi Mohamed Ould Atigha από την ανεξάρτητη εφημερίδα Al Hoora συνελήφθη λόγω μιας ανάρτησης στο Facebook. Τον Δεκέμβριο του 2023, ο blogger Mohamed Vall Abdallah καταδικάστηκε επίσης και κρατήθηκε λόγω μιας ανάρτησης στο Facebook. Κατηγορήθηκε ότι ζήτησε την ανατροπή του προέδρου Μοχάμεντ Ουλντ Γκαζουανί. Τον Μάιο του 2024, τρεις δημοσιογράφοι έπεσαν θύματα αστυνομικής βίας όταν κάλυπταν μια διαδήλωση υπό την ηγεσία γιατρών.
Σύμφωνα με την έκθεση Freedom in the World του 2023, που διεξήγαγε το όργανο παρακολούθησης για την παγκόσμια ελευθερία και δημοκρατία Freedom House, τα ΜΜΕ της Μαυριτανίας δεν έχουν πλήρη ανεξαρτησία. Αναφέρει:
(…) les journalistes qui couvrent des sujets sensibles ou scrutent l'élite politique peuvent faire l'objet de harcèlement, d'écoutes téléphoniques et d'arrestations occasionnelles. Plusieurs lois répressives restent en droit, y compris celles qui criminalisent la diffamation, la diffusion d'informations « fausses », la cybercriminalité et le blasphème. Les autorités ont régulièrement arrêté des journalistes pour avoir publié des contenus critiques dans le passé.
(…) Οι δημοσιογράφοι, που καλύπτουν ευαίσθητα θέματα ή εξετάζουν εξονυχιστικά το πολιτικό κατεστημένο, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο παρενόχλησης, υποκλοπών τηλεφώνων και συλλήψεων. Αρκετοί κατασταλτικοί νόμοι παραμένουν σε ισχύ, συμπεριλαμβανομένων όσων ποινικοποιούν τη δυσφήμιση, τη διάδοση «ψευδών» πληροφοριών, το έγκλημα στον κυβερνοχώρο και τη βλασφημία. Οι Αρχές έχουν επανειλημμένα συλλάβει δημοσιογράφους για δημοσίευση κριτικού περιεχομένου στο παρελθόν.
Μια έρευνα, που διεξήγαγε το ερευνητικό δίκτυο Afrobarometer σχετικά με το περιεχόμενο στα ΜΜΕ της Μαυριτανίας, αποκάλυψε τις προσδοκίες του κοινού από τους επαγγελματίες των ΜΜΕ να ερευνήσουν και να δημοσιεύσουν σχετικά με τη διαφθορά και τα λάθη της κυβέρνησης.
Επιπλέον, η οικονομική κατάσταση των δημοσιογράφων της Μαυριτανίας αποτελεί σημαντικό ζήτημα. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο στον ειδησεογραφικό ιστότοπο Kassataya, η οικονομική δυσπραγία βλάπτει τους δημοσιογράφους και τους αφήνει στο έλεος κάθε είδους πιέσεων:
(…)la rémunération insuffisante pour les vrais journalistes a contribué à leur érosion dans le secteur médiatique. Être un journaliste honnête et intègre est devenu synonyme de gagner un salaire médiocre, ce qui a conduit de nombreux professionnels du journalisme à chercher d’autres opportunités professionnelles plus lucratives.
(…)Η ανεπαρκής αμοιβή των αληθινών δημοσιογράφων οδήγησε στην έλλειψή τους στον τομέα των ΜΜΕ. Το να είστε ειλικρινείς δημοσιογράφοι με ακεραιότητα σημαίνει πλέον να κερδίζετε μέτριο μισθό, οδηγώντας έτσι πολλούς επαγγελματίες της δημοσιογραφίας να αναζητούν πιο προσοδοφόρες επαγγελματικές ευκαιρίες.