Περιφερειακές γλώσσες, πατουά, διάλεκτοι: Πώς πρέπει να λέγονται;

Carte des langues parlées en France hexagonale repérées par des zones géographiques de différentes couleurs

Χάρτης των γλωσσών που ομιλούνται στην ηπειρωτική Γαλλία, με την κατά προσέγγιση γεωγραφική τους κατανομή. Εικόνα που αντλήθηκε από το Lexilogos.com με την άδεια του δημιουργού και τροποποιήθηκε από τον χρήστη Hellotheworld της Wikipedia, βάσει άδειας CC-BY-SA 3.0.

Όταν πρόκειται για γλώσσες, και ιδίως για μειονοτικές γλώσσες, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται αποτελεί συχνά αντικείμενο συζήτησης λόγω πολιτικοποίησης και διαμάχης μεταξύ των γλωσσικών κοινοτήτων για την εξουσία. Στη Γαλλία, ορισμένες γλωσσικές κοινότητες αγωνίστηκαν επί σχεδόν δύο αιώνες για να αποκτήσουν αναγνώριση, συμπεριλαμβανομένης της ονομασίας “γλώσσα” σε αντιδιαστολή με τη “διάλεκτο” ή τον όρο “πατουά”, όροι που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην καθημερινή γλώσσα, αλλά τείνουν να έχουν αρνητική χροιά.

Η Γαλλία θεωρεί τα γαλλικά ως την εθνική και επίσημη γλώσσα της. Ωστόσο, η γλωσσική πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη, καθώς η χώρα έχει ακόμη 75 επονομαζόμενες περιφερειακές γλώσσες, σύμφωνα με την επίσημη ορολογία, από τις οποίες περίπου είκοσι ομιλούνται στη Γαλλία (η πλειονότητα των γλωσσών αυτών μιλιούνται, εποµένως, στα υπερπόντια διαµερίσµατα και τις περιφέρειες).

Ένα παράδειγμα είναι η γκαλό, μια ρομανική γλώσσα από τη Βρετάνη στα βορειοδυτικά της χώρας, ο αριθμός των ομιλητών της οποίας υπολογίζεται σε περίπου 200.000 σύμφωνα με κοινωνιογλωσσολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2018. Θύμα της λανθασμένης αντίληψης ότι πρόκειται για παραμόρφωμα της γαλλικής γλώσσας, παρά το γεγονός ότι θεωρείται μια γλώσσα με μικρότερο κύρος, η γκαλό διδάσκεται επί του παρόντος στα κρατικά σχολεία και μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο του μπακαλορεά. Μαζί με την βρετονική, αναγνωρίστηκε το 2004 από το Περιφερειακό Συμβούλιο ως μία από τις “γλώσσες της Βρετάνης, μαζί με τα γαλλικά”.

Η αναφορά της Global Voices για τη γλωσσική κατάσταση στη Γαλλία χρησιμοποιεί τον όρο “περιφερειακές γλώσσες”, σύμφωνα με την ισχύουσα χρήση. Ο όρος αυτός συναντάται στη νομοθεσία, όπως ο νόμος για την προστασία της κληρονομιάς των περιφερειακών γλωσσών και την προώθησή τους (“Νόμος Molac”), στα ΜΜΕ και από άτομα, που ασχολούνται με την υπεράσπιση και την ανάπτυξη αυτών των γλωσσών, όπως στη συλλογικότητα “Pour que vivent nos langues“.

Ορισμοί με έντονους συλλογισμούς.

Η Γενική Αντιπροσωπεία για τη Γαλλική Γλώσσα και τις Γλώσσες της Γαλλίας, το αρμόδιο όργανο για τον συντονισμό της γλωσσικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, προτείνει έναν ορισμό των περιφερειακών γλωσσών στη Γαλλία “ως γλώσσες που ομιλούνται σε ένα τμήμα της εθνικής επικράτειας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τη γαλλική ως κοινή γλώσσα”, υιοθετώντας έτσι μια ιστορική προσέγγιση, που δίνει προτεραιότητα στη μακροβιότητα της παρουσίας μιας γλώσσας ως κριτήριο νομιμότητας και δίνει κεντρική θέση στη γαλλική γλώσσα ως γλώσσα αναφοράς.

Ο 18ος αιώνας αποτελεί μια περίοδο γλωσσικής εδραίωσης, με έντονη την επιθυμία των Αρχών να “εξαφανίσουν την πατουά” ως εμπόδιο στην πρόοδο του έθνους. Αυτό το σχέδιο εκρίζωσης έγινε πραγματικότητα στα τέλη του 19ου αιώνα υπό την αιγίδα του υπουργού Jules Ferry, ο οποίος κατέστησε την εκπαίδευση υποχρεωτική και απαγόρευσε τη χρήση άλλων γλωσσών εκτός της γαλλικής στο σχολείο υπό την απειλή επιβολής ποινών. Η εφημερίδα Le Messager δημοσίευσε την προτροπή αυτή στις 24 Σεπτεμβρίου 1840:

Καταστρέψτε, αν μπορείτε, την άθλια γλώσσα των κατοίκων της Λιμουζέν, των Περιγκουρντέν και των Οβερνιάτ, αναγκάστε τους με κάθε δυνατό μέσο να υιοθετήσουν την ενότητα της γαλλικής γλώσσας καθώς και την ομοιομορφία των μέτρων και των σταθμών, θα σας επικροτήσουμε από καρδιάς, θα κάνετε χάρη σε αυτούς τους βάρβαρους πληθυσμούς και στην υπόλοιπη Γαλλία, η οποία ποτέ δεν μπόρεσε να τους καταννοήσει.

Ο νόμος Deixonne του 1951 “σχετικά με τη διδασκαλία των τοπικών γλωσσών και διαλέκτων” σηματοδότησε μια δειλή μετατόπιση των πολιτικών, που προηγουμένως ήταν πολύ επιφυλακτικές απέναντι στην πολυγλωσσία, η οποία θεωρούνταν απειλή για την εθνική ενότητα και αφορούσε μόνο τους Βάσκους, τους Βρετόνους, τους Καταλανούς και τους Οξιτανούς. Το κείμενο αναφερόταν στις “τοπικές γλώσσες” και στη διάδοση της “λαογραφίας, της λογοτεχνίας και των λαϊκών τεχνών”. Ο όρος “διάλεκτοι” έχει έκτοτε εξαλειφθεί από το επίσημο λεξιλόγιο.

Η γλωσσολόγος Henriette Walter ορίζει τις περιφερειακές γλώσσες ως “γλώσσες διαφορετικής προέλευσης (λατινικές, γερμανικές, κελτικές ή άγνωστης προέλευσης, όπως η βασκική), αλλά ιστορικά παρούσες στη γαλλική επικράτεια, με συνεχή παρουσία, και σε καλά προσδιορισμένες γεωγραφικές τοποθεσίες”, μια εδαφικοποίηση που αποκλείει τη ρομανί και τα γίντις.

Αν και η ερευνήτρια υπερασπίζεται επίσης τη χρήση του όρου “πατουά” για τον προσδιορισμό μιας γλώσσας, που χρησιμοποιείται σε μια πολύ περιορισμένη γεωγραφική περιοχή και συμφωνεί ότι για τους γλωσσολόγους ο όρος πατουά θεωρείται γλώσσα, η χρήση αυτή έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό μειοψηφική στην επιστημονική κοινότητα.

Σύμφωνα με τον John Orr, η ετυμολογία ανάγεται στο παλαιογαλλικό ρήμα patoier, το οποίο σήμαινε “κουνάω τα χέρια, χειρονομώ (για να γίνω κατανοητός, όπως οι κωφάλαλοι)”, και στη συνέχεια “συμπεριφέρομαι, σχεδιάζω”. Μια σημασιολογική μετατόπιση μετέβαλε τη σημασία της “πατουά” από τη χειρονομία στη συμπεριφορά, στη συνέχεια στην αγενή συμπεριφορά, ώσπου να προσδιορίσει μια “ιδιαίτερη γλώσσα (π.χ. παιδική φλυαρία, ορολογία των πουλιών, χωριάτικη ή χοντροκομμένη γλώσσα)”. Ο ορισμός που δίνεται στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό και του Ντ'Αλαμπέρ υιοθετεί την αντιπαράθεση μεταξύ γλώσσας και πατουά, υποστηρίζοντας την ιδέα της καθαρότητας της γαλλικής γλώσσας: “Πατουά. Μια διεφθαρμένη γλώσσα, όπως αυτή που ομιλείται σχεδόν σε κάθε επαρχία: η κάθε μια έχει τη δική της πατουά […]. Η γλώσσα ομιλείται μόνο στην πρωτεύουσα”.

Στη Γαλλία, η λέξη “πατουά” έχει πολλούς υποτιμητικούς συνειρμούς, όπως απαριθμεί ο Jean-Pierre Cavaillé σε μια ανάρτηση. Συνεχίζει να εξηγεί την πολυπλοκότητα της έννοιας, δείχνοντας ότι η “πατουά” μπορεί να είναι ταυτόχρονα πηγή υποτίμησης και πηγή υπερηφάνειας για τους ομιλητές:

Φυσικά, τους λέω τι σκέφτομαι για τις ιδέες που συνδέονται με τον όρο πατουά: ότι είναι μια δευτερεύουσα γλώσσα ή μια διαστρεβλωμένη εκδοχή της γαλλικής- ότι υπάρχουν (ή υπήρχαν) τόσες πατουά όσα είναι και τα χωριά- ότι μπορεί να γίνει γνωστή αλλά δεν μαθένεται, ότι δεν μπορεί να γραφτεί, ότι είναι διαφορετική από την οξιτανική- είναι ελεύθεροι να με ακολουθήσουν ή όχι.

Τα αρνητικά χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με την πατουά, συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με εκείνα που σχετίζονται με τη “διάλεκτο” στην καθομιλουμένη. Στη γλωσσολογία, μια διάλεκτος είναι απλώς μια διαφορετική ποικιλία μιας γλώσσας, χωρίς να υπάρχει ιεραρχία. Η έννοια είναι στην πραγματικότητα πιο περίπλοκη από ό,τι φαίνεται, όπως εξηγεί ο YouTuber Linguisticae σε αυτό το επεξηγηματικό βίντεο:

Ωστόσο, στη συνήθη ορολογία, ο όρος “διάλεκτος” αποδίδει την εικόνα μιας δευτερογενούς γλώσσας, η οποία συνδέεται με έναν κατακερματισμό, που θεωρείται κατώτερος από τον υψηλό βαθμό τυποποίησης μιας επικρατούσας γλώσσας, όπως η γαλλική, και με έναν εδαφικό, κοινωνικό ή ακόμη και πνευματικό περιορισμό. Η υποτιθέμενη απουσία γραπτής λογοτεχνίας στην περίπτωση των πατουά και σε μικρότερο βαθμό των διαλέκτων, λαμβάνεται ως κριτήριο κατωτερότητας.

Το γαλλικό γλωσσικό πλαίσιο χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή προσκόλληση στη γαλλική γλώσσα, η οποία έχει επιβληθεί σε όλη τη χώρα από σκόπιμες πολιτικές εθνικής ενοποίησης, ιδίως μέσω της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στη γαλλική γλώσσα. Η “γλώσσα της Δημοκρατίας” (άρθρο 2 του Συντάγματος, αναθεώρηση του 1992) είναι σήμερα η επικρατούσα γλώσσα. Υπό αυτή την έννοια, οι λεγόμενες “περιφερειακές” γλώσσες είναι επίσης μειονοτικές γλώσσες, όσον αφορά τον αριθμό των ομιλητών, και επίσης χαρακτηρίζονται μειονοτικές λόγω της περιθωριοποίησής τους στην ιστορική τους πορεία.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.