Αυτό το κείμενο, που έχει ευαίσθητο περιεχόμενο, γράφτηκε από τις Shuimo Trust και Nkengafack Eucharia και δημοσιεύτηκε αρχικά από τη Minority Africa στις 28 Ιουλίου 2024. Μια συνοπτική έκδοση αναδημοσιεύεται παρακάτω ως μέρος συμφωνίας κοινής χρήσης περιεχομένου.
Ήταν μια απατηλά ηλιόλουστη Δευτέρα στη βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν. Οι δρόμοι ήταν σιωπηλοί: τα μαγαζιά κλειστά, τα ταξί απόντα. Δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα ανάπαυσης, αλλά μια «πόλη-φάντασμα», που επιβλήθηκε από αγγλόφωνους αυτονομιστές στον πόλεμό τους εναντίον της γαλλόφωνης κυβέρνησης. Σε αυτή την τεταμένη ηρεμία εμφανίστηκε η 21χρονη Claudia, σε μια απλή «αποστολή» να αγοράσει σερβιέτες. Δεν ήξερε ότι η καθημερινή της συνήθεια θα εξελισσόταν σε μια φρικτή δοκιμασία και ισόβιες ψυχοκοινωνικές μάχες.
«Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί και επέστρεφα στο σπίτι μου. Έπεσα πάνω τους και με ρώτησαν τι έκανα έξω», θυμάται η Claudia. «Η σερβιέτα ήταν ορατή και όλοι έβλεπαν ότι αυτό με έβγαλε έξω».
Οι ένοπλοι άνδρες, αμετάπειστοι, έδεσαν τα μάτια της Claudia και την έβαλαν πάνω σε ένα μηχανάκι. Έτσι ξεκίνησε ένα οδυνηρό ταξίδι πέντε ωρών από την πόλη Μπαμέντα σε ένα άγνωστο δάσος.
«Ένα από τα αγόρια άρχισε να κινείται σεξουαλικά εναντίον μου», αφηγείται η Claudia. «Όταν αντιστάθηκα, χρησιμοποίησε ένα κυνηγετικό μαχαίρι στο κεφάλι μου και με έσπρωξε στο πάτωμα. Προσπάθησα να αντισταθώ με τα χέρια μου, μετά ήρθε ένας άλλος και στάθηκε πάνω στα χέρια μου, ώστε να μην μπορώ να αντισταθώ», λέει η Claudia δακρυσμένη. «Μπήκε με το ζόρι μέσα μου και, όταν τελείωσε, στάθηκε στα χέρια μου, ενώ ο άλλος μπήκε επίσης με το ζόρι». Για δύο μέρες, η Claudia ήταν λίγο πολύ ένα σεξουαλικό παιχνίδι στα χέρια των απαγωγέων της. «Ένιωθα πάρα πολύ πόνο».
Σύμφωνα με την έκθεση του Καμερούν του Φεβρουαρίου 2024 από το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Συντονισμό Ανθρωπιστικών Υποθέσεων (OCHA), οι περισσότερες επιζήσασες της βίας λόγω φύλου εκτίθενται σε ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις όπως απομόνωση, απόρριψη, ψυχική διαταραχή και σκέψεις αυτοκτονίας. Αν και ορισμένες λαμβάνουν υποστήριξη από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, η έκθεση δείχνει ότι οι επιβλαβείς μηχανισμοί αντιμετώπισης μπορούν να οδηγήσουν σε καταστροφικές συνέπειες όπως η κατάχρηση ουσιών και το σεξ επιβίωσης.
Από το 2016, όταν ξέσπασε η κρίση στη χώρα της Δυτικής Αφρικής, τα κρούσματα βίας λόγω φύλου (GBV) έχουν εκτοξευθεί στα ύψη. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Δεκεμβρίου 2020, ο ΟΗΕ κατέγραψε περίπου 4.300 περιπτώσεις βίας λόγω φύλου σε περιοχές συγκρούσεων του Καμερούν. Το Protection Cluster του UNFPA για τον Μάιο του 2023 αποκάλυψε ότι η βία λόγω φύλου παραμένει μια εκτεταμένη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά γυναικών και κοριτσιών, συμπεριλαμβανομένης της συναισθηματικής βίας, της ενδοοικογενειακής βίας και της σεξουαλικής βίας.
Η Stella Eyabi, επαγγελματίας ψυχικής υγείας με έδρα την Μπουέα, πρωτεύουσα της αγγλόφωνης νοτιοδυτικής περιοχής, εξηγεί πώς οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς σε προβλήματα ψυχικής υγείας σε περιόδους έκτακτης ανάγκης και κρίσεων.
«Από τότε που ξεκίνησε η αγγλόφωνη κρίση, υπήρξε ένας ατελείωτος κύκλος κρίσεων ψυχικής υγείας. Έτσι, τα αποτελέσματα είναι πιθανό να συνεχιστούν ακόμη και μετά», εξηγεί.
Η Eyabi, επίσης ιδρύτρια της DIBA Mental Health Counseling and Consultations, εξηγεί: «Δεν έχει να κάνει μόνο με το μυαλό, αλλά το πώς το μυαλό μπορεί να επηρεάσει το σώμα. Ένα στα πέντε άτομα θα βιώσει τραύμα», λέει. «Το ποσοστό των διαταραχών ψυχικής υγείας μπορεί να εξελιχθεί και να οδηγήσει σε βίαιες συμπεριφορές και αισθήματα αναξιότητας και να αυξήσει το ποσοστό εγκληματικότητας, πορνείας και χαμηλών επιπέδων αλφαβητισμού. Εάν δεν ληφθεί μέριμνα, αυτά τα τραυματικά γεγονότα μπορεί και να οδηγήσουν σε αυτοκτονία».
Μια έκθεση του 2022 του Voice of America δείχνει αύξηση 100% στον αριθμό των Καμερουνέζων, που αναζητούν φροντίδα ψυχικής υγείας. Μεταξύ των λόγων για αυτήν την ασυνήθιστη άνοδο είναι η αγγλόφωνη ένοπλη σύγκρουση και οι συγκρούσεις της Μπόκο Χαράμ στα βόρεια σύνορα του Καμερούν. Παρά την αύξηση αυτή, ωστόσο, υπάρχουν μόνο δύο κρατικά νοσοκομεία, που χειρίζονται ζητήματα ψυχικής υγείας στις πολιτικές και οικονομικές πρωτεύουσες της Γιαουντέ και της Ντουάλα αντίστοιχα. Επιπλέον, το Καμερούν δεν έχει θεσπίσει πολιτική ψυχικής υγείας.
Η 24χρονη Fabiola βιώνει ψυχικό στρες, εφιάλτες και κρίσεις πανικού, που προκύπτουν από πολλαπλές μετατοπίσεις και έκθεση σε γεγονότα φρίκης. Αφού αναζήτησαν καταφύγιο στους θάμνους για εβδομάδες, η Fabiola και η μητέρα της επέστρεψαν για να βρουν το σπίτι τους στάχτη στην πατρίδα τους, Ντοπ, στη βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν που πλήττεται από την κρίση. Ήταν η αρχή μιας νέας εποχής για αυτές και δεν είχαν άλλη επιλογή από το να μετακομίσουν στη Ντουάλα, στη γαλλική πλευρά του Καμερούν, περίπου 320,2 χλμ. μακριά από το σπίτι τους.
Η Fabiola και η μητέρα της είναι μέρος των 638.000 εσωτερικά εκτοπισμένων ανθρώπων (IDP) ως αποτέλεσμα της ένοπλης σύγκρουσης. Υπολογίζεται επίσης από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι περίπου 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι σε αυτές τις περιοχές χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια.
«Αυτές οι εμπειρίες είναι καταστροφικές…πληγές που δεν μπορούν ποτέ να θεραπευτούν», λέει η Fabiola. «Δεν υπήρξε στιγμή που δεν τρέχαμε. Ενώ βρίσκονταν στο χωριό στο Ντοπ, οι κυβερνητικές δυνάμεις ήρθαν στην πλατεία της αγοράς και άρχισαν να πυροβολούν. Όταν έφυγαν, βλέπαμε μόνο πτώματα. Καθώς σας μιλάω τώρα, έχω ακόμα νωπές τις εικόνες στο μυαλό μου».
Στη Ντουάλα, σημειώνει ότι δεν υπάρχει ασφαλής χώρος ούτε αυτί για να ακούσει τα δεινά της χωρίς να την κρίνει. Σύμφωνα με την Fabiola, οι άνθρωποι στην Ντουάλα δεν αντιλαμβάνονται τις επιπτώσεις των πολέμων, επειδή δεν επηρεάζονται άμεσα.
«Εδώ στη Ντουάλα, δεν υπάρχουν πυροβολισμοί, αλλά ακούω συνέχεια πυροβολισμούς. Αντιδρώ υπερβολικά, όταν συμβαίνει κάτι, και όλοι πιστεύουν ότι είμαι πολύ δραματική», λέει. Η Fabiola παρομοιάζει την κατάστασή της με αιώνιες πληγές και η μόνη αχτίδα ελπίδας για εκείνη είναι η χριστιανική της πίστη πιστεύοντας ότι μόνο ο Θεός θα τη βοηθήσει.
Και συνεχίζει: «Μερικές φορές κλαίω, ειδικά όταν έρχονται στο μυαλό μου όλες αυτές οι εικόνες νεκρών ανθρώπων».
Ενώ οι περιπτώσεις βίας λόγω φύλου επικρατούν σε αυτές τις περιοχές που πλήττονται από κρίσεις, τα θύματα λαμβάνουν ελάχιστη ή καθόλου ψυχολογική φροντίδα ή υποστήριξη ψυχικής υγείας, όπως αναφέρεται από το Relief Web.
Αυτό ισχύει για την Claudia, που δυσκολεύτηκε να αποκτήσει υποστήριξη ψυχικής υγείας μετά τον βιασμό της. Αν και επιθυμεί να βρει σύμβουλο, η Claudia δεν μπορεί να καλύψει το μηνιαίο κόστος των 100 δολαρίων. Τώρα παλεύει με διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), η οποία επηρεάζει αρνητικά την κοινωνική της ζωή και την εκπαίδευσή της.
«Η ένοπλη σύγκρουση οδήγησε σε πολλά επείγοντα ανθρωπιστικά προγράμματα, που καλύπτουν τις φυσικές ανάγκες ατόμων, που έχουν πληγεί από τη σύγκρουση εν μέσω φθίνουσας ποσότητας πόρων. Έγινε μικρή εστίαση στη διασφάλιση της ψυχικής ευεξίας των θυμάτων καθιστώντας την ψυχική υγεία μία από τις πιο παραμελημένες ανάγκες των εκτοπισμένων κατά τη διάρκεια της κρίσης», λέει η Stella Eyabi στο Minority Africa.
Ο Evert Ngefor, ο συμβουλευτικός ψυχολόγος στο PsyEduc Global Bamenda, εξηγεί ότι η ψυχική κατάσταση των περισσότερων επιζώντων της έμφυλης βίας είναι ασταθής και πρέπει να έχουν υποστήριξη ψυχικής υγείας, προτού μπορέσουν να αναζητήσουν δικαιοσύνη.
«Η αναζήτηση δικαιοσύνης για αυτά τα άτομα δεν είναι εύκολη, ωστόσο, καθώς απαιτεί μια ολόκληρη διαδικασία και μια καλή ψυχική κατάσταση. Εάν η απόκτηση των βασικών τους αναγκών δεν είναι εύκολη, η αναζήτηση δικαιοσύνης είναι τραβηγμένη υπόθεση», λέει ο Ngefor.
Αν και δεν μπορεί να θυμηθεί έντονα τα πρόσωπα των δύο «αγοριών» που τη βίασαν, η Claudia ελπίζει ότι μια μέρα θα οδηγηθούν σε κράτηση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
«Αισθάνομαι φρικτά κάθε φορά που βλέπω έναν μελαχρινό νεαρό άνδρα με μαλλιά κοτσίδες. Μου θυμίζει τη σκηνή του βιασμού», λέει η Claudia.
«Η ζωή δεν ήταν εύκολη», συνεχίζει με ένα δειλό χαμόγελο, «αλλά είμαι ευγνώμων που επέζησα από αυτό».