Στις 12 Ιανουαρίου, έφτασε ένα μήνυμα από την αδερφή μου στη Γάζα, που μετέφερε τα καταστροφικά νέα: το σπίτι των γονιών μας, ένα καταφύγιο αναμνήσεων, είχε ισοπεδωθεί από ισραηλινούς πυραύλους F16, με αποτέλεσμα να γίνει ερείπια το αγαπημένο μας σπίτι.
Δεν είναι ένα συνηθισμένο σπίτι. Μέσα στα τείχη του, έκανα τα πρώτα μου αβέβαια βήματα και το γέλιο και τα δάκρυά μου αντηχούσαν στα ίδια του τα θεμέλια. Ήταν ιερό έδαφος, όπου μεγάλωσα δίπλα στα αγαπημένα μου αδέρφια, σε έναν κόσμο αγάπης και ασφάλειας.
Καθώς το βάρος αυτής της σπαρακτικής είδησης έπεσε πάνω μου, μια καταιγίδα οργής και απογοήτευσης ξέσπασε μέσα μου, που απειλούσε να καταστρέψει την ίδια μου την ύπαρξη. Αργότερα εκείνη την ημέρα, καθώς αποκαλύφθηκαν περισσότερες λεπτομέρειες, το μέγεθος της απώλειας έγινε ακόμα πιο βαθύ.
Όπως οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι, ζούσαμε κοντά στους παππούδες και τους θείους μας φροντίζοντας τη γη μας και λατρεύοντας τους κοινοτικούς μας δεσμούς. Η βόμβα, που γκρέμισε το σπίτι των γονιών μου, μετέτρεψε επίσης την ταπεινή κατοικία των παππούδων μου σε ερείπια, μια κατοικία φτιαγμένη από άχυρο και πηλό πριν από επτά δεκαετίες. Είχαν χτίσει αυτό το ιερό με τα χέρια τους, ένα σύμβολο ανθεκτικότητας και ελπίδας, που σφυρηλατήθηκε μετά την απόδραση από τη φρίκη των σφαγών στο χωριό τους, το Μπεΐτ Τιμά.
Τον Οκτώβριο του 1948, το χωριό έπεσε θύμα κατοχής κατά τη διάρκεια της βίαιης επιχείρησης Ιωάβ από την Ταξιαρχία Γκιβάτι, μια σιωνιστική συμμορία, που βάδιζε νότια και σφάγιαζε χωρικούς κατά μήκος της πορείας της. Το Μπεΐτ Τιμά, κάποτε ένα ειρηνικό χωριό, έγινε στόχος βομβαρδισμών από αέρος και πυροβολικό, αναγκάζοντας μια μεγάλη έξοδο προσφύγων.
Παρά τη γενναία αντίσταση των φαλαχίν («χωριανών») ενάντια στην Ταξιαρχία Νεγκέβ, μια άλλη σιωνιστική συμμορία που προσπάθησε να καταλάβει το χωριό ήδη από τον Φεβρουάριο του 1948, ακόμη και πριν από τη Νάκμπα, η Ταξιαρχία Γκιβάτι τελικά επικράτησε. Η επίθεσή τους στοίχισε τη ζωή σε 20 χωρικούς, κατέστρεψε την κύρια πηγή νερού και κατεδάφισε την κεντρική σιταποθήκη χτυπώντας την καρδιά της τροφής και του πνεύματος της κοινότητάς μας.
Συντετριμμένοι και πληγωμένοι, οι ντόπιοι του Μπεΐτ Τιμά, που είχαν μάθει για άλλες σφαγές στην αγαπημένη μας Παλαιστίνη, συμπεριλαμβανομένης της σφαγής του Ντέιρ Γιασίν, φοβήθηκαν για τη ζωή τους και τις οικογένειές τους. Εκτοπίστηκαν στη Γάζα.
Η τραγωδία της απώλειας
Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και να ξαναχτίσουν τις ζωές τους μέσα στο τραύμα και την αναταραχή της αναγκαστικής μετεγκατάστασης, η οικογένειά μου αγόρασε γη στη Γάζα και έχτισε το σπίτι. Η γιαγιά μου θυμόταν συχνά τον φόβο, την αβεβαιότητα και τη βαθιά αίσθηση της απώλειας εκείνης της περιόδου, αλλά πάνω από όλα, τη θλίψη που ήταν πιο αφόρητη.
Κατά τη διάρκεια του σκληρού ταξιδιού, η οικογένεια έχασε πολλούς από τους συγγενείς της από το χωριό, συμπεριλαμβανομένου ενός από τα παιδιά τους, του θείου μου, του μωρού Mohamed, που πέθανε στον δρόμο, όταν τράπηκαν σε φυγή προς τη Γάζα.
Η γιαγιά μου έλεγε συχνά την ιστορία του θείου Mohamed, κάθε επανάληψη ήταν απόδειξη του πόνου που αρνιόταν να αφήσει:
Όταν τραπήκαμε σε φυγή για να βρούμε ένα ασφαλές μέρος, άλλοτε κουβαλούσα εγώ τον Mohamed στην πλάτη μου και άλλοτε ο πατέρας του. Ήταν μόλις 8 μηνών. Περπατούσαμε πολλές ώρες, σταματούσαμε περιστασιακά κάτω από ένα δέντρο για να ξεκουραστούμε και να θηλάσει. Μια από αυτές τις φορές, δεν ανταποκρίθηκε στη φωνή μου όταν προσπάθησα να τον ξυπνήσω.
Κάλεσα τον πατέρα του για να δει το παιδί μας. Όταν τον είδε, είπε: «Αλλάχ Γιρχαμό» («Είθε ο Θεός να τον ελεήσει»). Ούρλιαξα: «Όχι, όχι! Όχι τον Mohamed». Το στήθος μου ήταν γεμάτο γάλα για το μωρό, που δεν θα το πιει ποτέ, και η καρδιά μου έκλαιγε που αυτό το μωρό δε θα μεγάλωνε να γίνει νεαρός άνδρας.
Τον κράτησα ψηλά και προσευχήθηκα στον Θεό με φλεγόμενη καρδιά: «Για Αλλάχ, για Αλλάχ». Έμεινα σφιχτά κολλημένη πάνω στον αγαπημένο μου Mohamed για περισσότερες από έξι ώρες, ανίκανη να τον αφήσω ή να πιστέψω τι είχε συμβεί. Αλλά όταν τελικά βρήκα τη δύναμη να τον αφήσω, ο πατέρας τού έσκαψε έναν τάφο, κάπου στο δρόμο, κάτω από ένα δέντρο, και τον επιστρέψαμε στη μητέρα μας, τη γη.
Παρακάλεσα τη γη να του φερθεί ευγενικά. Ήταν ένα γλυκό παιδί. Της ζήτησα να είναι ευγενική μαζί του, γιατί είχε πάρει το πιο πολύτιμο πράγμα που είχα, την ψυχή της ψυχής μου.
Μόλις λίγα λεπτά είχαμε για να αποχαιρετιστούμε, όταν οι ισραηλινές συμμορίες άρχισαν να πλησιάζουν και να μας πυροβολούν. Μας πήραν τα πάντα, ακόμα και το τελευταίο αντίο».
Ελιές και προγονικοί δεσμοί
Η οικογένειά μου έφτασε στη Γάζα, όπου παρέμεινε σε αυτή τη γη για περισσότερα από 70 χρόνια.
Φύτεψαν πολλές ελιές μπλέκοντας τις ρίζες τους με αυτές των δέντρων, δημιουργώντας σύνδεση με τους προγόνους τους, που έζησαν και πέθαναν σε αυτή τη γη για χιλιάδες χρόνια. Δούλεψαν τη γη για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους καλλιεργώντας τα δικά τους λαχανικά και φρούτα και εκτρέφοντας κατσίκες και κοτόπουλα για να τα πουλήσουν στην τοπική αγορά.
Με τα χρόνια, η σύνδεσή τους με τη γη στη Γάζα βάθυνε διατηρώντας ταυτόχρονα το όνειρο μια μέρα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η γιαγιά μου κράτησε το κλειδί του σπιτιού της στο Μπεΐτ Τιμά κρεμασμένο από ένα περιδέραιο κοντά στην καρδιά της, μέχρι που πέθανε το 2016.
Το σπίτι τους ήταν ένας κόλπος, που έθρεψε γενιές. Ξεκίνησε με το να μεγαλώνουν τα παιδιά τους και, καθώς περνούσε ο καιρός, οι θείοι και ο πατέρας μου έχτισαν τα δικά τους σπίτια γύρω από το σπίτι των παππούδων μου. Μαζί, σχηματίσαμε τρεις γενιές μιας οικογένειας Παλαιστινίων προσφύγων.
Τώρα η τέταρτη γενιά, που περιλαμβάνει τα παιδιά μου και τα παιδιά της αδερφής μου, έχει βιώσει τη ζωή σε αυτή τη γη. Το σπίτι στάθηκε ως μαρτυρία για την σομούντ («ανθεκτικότητα») μας απέναντι στην καταπίεση και τον διαρκή δεσμό, που μοιραζόμαστε με τη γη των προγόνων μας.
Αυτό το σπίτι ήταν η καρδιά της οικογένειάς μας, που χτυπούσε με κάθε οικογενειακή συγκέντρωση, γιορτή γενεθλίων, γέλιο αργά το βράδυ και χάζεμα στα αστέρια, όταν δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Ήταν μάρτυρας των γάμων και των κηδειών μας κρατώντας την ουσία της ζωής μας.
Όταν σκέφτομαι όλες αυτές τις στιγμές, η καρδιά μου θρυμματίζεται. Οι βόμβες όχι μόνο κατέστρεψαν τη γη και τα σπίτια μας, αλλά κατέστρεψαν και τις ελπίδες και τις ψυχικές μας αναμνήσεις. Οι αγαπημένες μας στιγμές, που αποτυπώθηκαν σε φωτογραφίες, τα βιβλία μας, τα κρεβάτια μας, η στέγη μας και το όμορφο χωράφι μας με ελιές, όλα κατεστραμμένα.
Μνήμες και τραύματα στη Γάζα
Το βαθιά ριζωμένο τραύμα του πολέμου και του εκτοπισμού υπήρξε σταθερό στη ζωή μας στη Γάζα. Έχω βιώσει τέσσερις μεγάλες επιθέσεις στη Γάζα έχοντας ζήσει εκεί μέχρι που έφυγα πριν από πέντε χρόνια. Πολλές φορές έπεφταν βόμβες κοντά στο σπίτι μας και ζήσαμε τη φρίκη των εκρήξεων και τον φόβο ότι θα χάσουμε τη ζωή μας.
Θυμάμαι έντονα τον πόλεμο στη Γάζα το 2008, όταν ισραηλινά αεροπλάνα βομβάρδισαν κάποιον, που περνούσε από το σπίτι μας. Ήμασταν μέσα, όταν σείστηκε όλο το σπίτι, και καπνός γέμισε όλα τα δωμάτια πνίγοντάς μας. Τρομοκρατημένοι και αβέβαιοι πού να πάμε, αποφασίσαμε να βγούμε έξω και βρήκαμε απλά το καμένο άψυχο σώμα του στοχοποιημένου άνδρα. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ένα καμένο σώμα.
Καθώς τρέχαμε στο σπίτι του θείου μου λίγα μέτρα πιο πέρα, άρχισε πάλι ο βομβαρδισμός. Μια από τις αδερφές μου τραυματίστηκε από ένα κομμάτι φλεγόμενων συντριμμιών ουρλιάζοντας από τον πόνο. Πώς μπορούμε ποτέ να ξεπεράσουμε τέτοιες αναμνήσεις;
Αυτό που με επηρεάζει περισσότερο είναι που έβαλαν στόχο τα λιόδεντρα. Τι κακό έκαναν οι ελιές; Η γιαγιά μου τις φύτεψε πριν από 70 χρόνια. Τέσσερις γενιές της οικογένειάς μου έχουν υπομείνει τις φρικαλεότητες της κατοχής και έχουν ζήσει υπό αποικιακή κυριαρχία.
Αυτή η γνώση μεταφέρεται στο σώμα μας. Οι φρικαλεότητες που υπομείναμε είναι αποτυπωμένες στο DNA μας και θα κληρονομηθούν από τα παιδιά και τα εγγόνια μας για τις επόμενες γενιές.