
Από αριστερά προς τα δεξιά: Alexis Kagame, εικόνα από το “Amateka n’ amabanga ya Padiri ALEXIS KAGAME: Menya ukuri”. Χρήση με Άδεια. Scholastique Mukasonga, Immaculée Ilibagiza και Yolande Mukagasana, εικόνες από Wikimedia Commons (CC BY-SA 4.0 DEED και CC BY 4.0 DEED).
Η Ρουάντα είναι μια πανέμορφη χώρα, που βρίσκεται στην καρδιά της Αφρικής, στη Μεγάλη Ρηξιγενή Κοιλάδα, όπου συγκλίνουν η περιοχή των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής και η Νοτιοανατολική Αφρική. Διαθέτει πλούσια λογοτεχνική ιστορία, με αξιόλογους συγγραφείς και ποιητές, που έχουν αφιερώσει το έργο τους στη διατήρηση της ιστορίας, της κληρονομιάς, του πολιτισμού, της γλώσσας και του μέλλοντος της χώρας.
Η Ρουάντα έχει σήμερα πάνω από 14 εκατομμύρια κατοίκους και ήταν μια αναλφάβητη κοινωνία μέχρι το 1900. Έχοντας επιταχύνει έως το 2021, η χώρα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο φθάνοντας σε ποσοστό αλφαβητισμού 76%, σημαντικά υψηλότερο από το 38% το 1978 και το 58% το 1991. Αυτό σημαίνει ότι πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού της Ρουάντας ηλικίας 15 ετών και άνω μπορεί πλέον να διαβάζει και να γράφει.
Όπως σε πολλές αφρικανικές χώρες, ο λαός της Ρουάντας βασίζεται στην προφορική παράδοση και επικοινωνία για να διαφυλάξει τη λογοτεχνική του κληρονομιά. Οι Γερμανοί και Βέλγοι ιεραπόστολοι ήταν οι πρώτοι που κατέγραψαν την ιστορία τους, χρησιμοποιώντας πληροφορίες που συνέλεξαν από τους παραδοσιακούς περιπλανόμενους μουσικούς (griot).
Εκτός από τους ιεραποστόλους, ο Alexis Kagame, κληρικός, ιστορικός, ποιητής και συγγραφέας, που γεννήθηκε το 1912, είναι μια εξέχουσα προσωπικότητα όσον αφορά τη διατήρηση της λογοτεχνίας της Ρουάντα. Στη δεκαετία του '50, άρχισε να ερευνά τη προφορική παράδοση της Ρουάντα προσελκύοντας την προσοχή του βασιλιά Mutara III Rudahigwa με ένα σαγηνευτικό ποίημα. Ο Kagame πιστεύεται ότι είναι ο πρώτος και τελευταίος διανοούμενος της Ρουάντα, που είχε άμεση πρόσβαση στις πρωτογενείς ιστορικές πηγές της χώρας, συμβάλλοντας σημαντικά στη διατήρηση της προφορικής ιστορίας, του πολιτισμού και της αυτόχθονης γλώσσας, της κινιαρουάντα.
Σύμφωνα με την Chantal Gishoma του Project Muse, κατά την αποικιακή εποχή, η κινιαρουάντα περιθωριοποιήθηκε ως μειονοτική γλώσσα, παρά το γεγονός ότι ήταν η κύρια γλώσσα κοινωνικής επικοινωνίας μεταξύ των Ρουαντέζων. Αποκλείστηκε από τη διοίκηση και την εκπαίδευση, με το αποικιακό σχολικό σύστημα να ευνοεί τη γαλλική γλώσσα. Ωστόσο, ο Kagame τάχθηκε υπέρ της άρσης της ιεραρχίας των γλωσσών και των πολιτισμών. Το πέτυχε με τη συγγραφή και μετάφραση επιστημονικών και λογοτεχνικών κειμένων στην κινιαρουάντα εμπλουτίζοντάς τα λεξικά με νέες και σύγχρονες έννοιες. Οι προσπάθειες του Kagame οδήγησαν στο να γίνει η κινιαρουάντα η γλώσσα διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη μετααποικιακή Ρουάντα. Με την επαναφορά αυτών των πολιτισμικών στοιχείων, ο Kagame είχε ως στόχο να αμφισβητήσει το κυρίαρχο αφήγημακ που επέβαλε το αποικιακό σύστημα, και να τονίσει τη σημασία της μοναδικής πολιτιστικής κληρονομιάς της Ρουάντας.
Πρώτη λογοτεχνική προσπάθεια του Kagame ήταν το “Inganji Kalinga” (Kalinga ο νικητής), ένα ποιητικό έργο που καταπιάνεται με την ιστορία της Ρουάντα στα κινιαρουάντα και εκτείνεται από τις μυθικές απαρχές της χώρας έως τους ιστορικούς χρόνους. Είναι επίσης ο συγγραφέας του βιβλίου “La langue du Rwanda et du Burundi expliquée aux autochtones”, επίσης ένα ποιητικό έργο, το οποίο προσφέρει 78 μαθήματα στα κινιαρουάντα και κιρούντι.
Στη συνέχεια, ο Kagame έγραψε τους τρεις τόμους του “Isoko y'amajyambere” (Η πηγή της προόδου). Αυτό το επικό ποίημα είναι εμπνευσμένο από την παραδοσιακή ποίηση και τις ιστορικές αναφορές. Οι δύο πρώτοι τόμοι παρουσιάζουν τις ενέργειες μυθικών και ιστορικών βασιλιάδων, όπου περιγράφονται αναλυτικά τα έργα τους για την ενίσχυση της δόξας του μονάρχη και την κατά προτεραιότητα ευημερία του πληθυσμού της Ρουάντα. Ο τελευταίος τόμος επικεντρώνεται στη θετική συμβολή της αποικιοκρατίας με την ιεραποστολική της μορφή, με τον Mgr Léon Classe να συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που εγκωμιάζονται. Οι επικριτές υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι ο Classe ενίσχυσε την εθνοτική κατηγοριοποίηση, συμβάλλοντας στην τραγική γενοκτονία του 1994 κατά των Τούτσι. Η σιωπή του Kagame για το θέμα αυτό παραμένει αμφιλεγόμενη, καθώς κανένα από τα βιβλία του δεν επικρίνει τις ενέργειες του Classe.
Κατά την ίδια αποικιοκρατική περίοδο, ο Saverio Naigiziki καθιερώθηκε ως ο πρώτος συγγραφέας μυθιστορημάτων στα γαλλικά από τη Ρουάντα. Με μια πολυσχιδή σταδιοδρομία, που περιελάμβανε καθήκοντα αναπληρωτή διοικητή, υπαλλήλου και δασκάλου, τα λογοτεχνικά έργα του Naigiziki, όπως το “Escapade rwandaise” (“Ημερολόγιο ενός διοικητή τριών ετών”) και το θεατρικό έργο “L'Optimiste”, γνώρισαν σημαντική επιτυχία. Το μυθιστόρημα περιέγραφε την προσωπική του ιστορία, ενώ το θεατρικό έργο εστίαζε στο γάμο μεταξύ ενός άνδρα Χούτου και μιας γυναίκας Τούτσι.
Ο Benjamin Sehene επέστρεψε στη Ρουάντα, μια χώρα από την οποία η οικογένειά του είχε καταφύγει αρχικά στην Ουγκάντα το 1963. Μετανάστευσε στον Καναδά το 1984. Ο Sehene επέστρεψε για να πραγματοποιήσει μια εις βάθος μελέτη των παραγόντων, που οδήγησαν στη γενοκτονία. Το αποτέλεσμα της έρευνάς του, “Le Piège ethnique“, αποτελεί σημαντική συμβολή στην κατανόηση της πολύπλοκης δυναμικής που περιβάλλει τα τραγικά γεγονότα. Το 2005, ο Sehene έγραψε το “Le Feu sous la soutane“, ένα ιστορικό μυθιστόρημα, που αφηγείται την αληθινή ιστορία του πατέρα Stanislas, ενός καθολικού ιερέα των Χούτου, ο οποίος, ενώ προσέφερε καταφύγιο σε πρόσφυγες Τούτσι στην εκκλησία του, εκμεταλλευόταν τις γυναίκες, πράγμα που προκαλούσε ανησυχία, και συμμετείχε ενεργά στις σφαγές.
Εκτός από τον Alexis Kagame, ένας άλλος αξιόλογος γλωσσολόγος, που έχει συμβάλει σημαντικά στη διατήρηση της γλώσσας κινιαρουάντα, είναι ο Alexandre Kimenyi. Ο Kimenyi γεννήθηκε στη Ρουάντα, αλλά μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες ως υπότροφος Fulbright το 1971 και αργότερα έγινε Αμερικανός πολίτης.
Όπως επισημαίνεται σε ειδικό αφιέρωμα του Eyamba G. Bokamba και του Juvénal Ndayiragije των Πανεπιστημίων του Ιλινόις και του Τορόντο αντίστοιχα, το σημαντικό γλωσσολογικό έργο του Kimenyi επικεντρώθηκε κυρίως στην κινιαρουάντα. Οι αξιοσημείωτες συνεισφορές του περιλαμβάνουν τρία βιβλία: “Studies in Kinyarwanda and Bantu Phonology” (1979), “A Relational Grammar of Kinyarwanda” (1980) και “A Tonal Grammar of Kinyarwanda: (2002), καθώς και 36 άρθρα, 10 εκ των οποίων είναι γραμμένα στην κινιαρουάντα (δικτυακός τόπος του Alexandre Kimenyi).
Η “Grammaire relationnelle du kinyarwanda” του Kimenyi, μια αναθεωρημένη έκδοση της διδακτορικής του διατριβής, ξεχωρίζει ως η πρώτη πλήρης εφαρμογή της θεωρίας της συσχετιστικής γραμματικής σε μια γλώσσα μπαντού. Η μελέτη αυτή αναγνωρίστηκε γρήγορα και αποτέλεσε αντικείμενο ευρείας παραπομπής ενθαρρύνοντας νέες έρευνες, που τεκμηρίωσαν τους ισχυρισμούς αυτής της γλωσσολογικής προσέγγισης.
Ο κατάλογος αυτός θα ήταν ελλιπής χωρίς την αναφορά της Scholastique Mukasonga, κάτοχου πολυάριθμων λογοτεχνικών βραβείων. Τα έργα της αντικατοπτρίζουν όχι μόνο τα προσωπικά της βιώματα ως γυναίκας Τούτσι, αλλά περιλαμβάνουν επίσης τους ευρύτερους αγώνες των γυναικών της Ρουάντα, περιγράφοντας λεπτομερώς τις διώξεις των Τούτσι και τις τραγικές απώλειες της οικογένειάς της.
Τα σημαντικότερα έργα της Mukasonga, μεταξύ των οποίων τα “Cafards“, “La femme aux pieds nus” και “Notre-Dame du Nil”, πραγματεύονται ζητήματα μεγάλης εμβέλειας. Στο “Cafards”, αφηγείται με συγκλονιστικό τρόπο την προσωπική της ιστορία κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας της Ρουάντα, περιγράφοντας με γλαφυρό τρόπο τις μόνιμες επιπτώσεις της σύγκρουσης. Η αυτοβιογραφία παρουσιάζει τον εκτοπισμό της οικογένειάς της το 1959, την κακομεταχείριση που υπέστη ως Τούτσι στο γυμνάσιο και τη σπαρακτική αδυναμία της να βοηθήσει τα μέλη της οικογένειάς της που χάθηκαν.
Στο “The Barefoot Woman”, ένα άλλο απομνημόνευμα, η Mukasonga ταξινομεί τις αναμνήσεις της γύρω από διάφορα θέματα, προσφέροντας στους αναγνώστες μια βαθύτερη κατανόηση της ζωής της και των συλλογικών εμπειριών των γυναικών της Ρουάντας. Ταυτόχρονα, το “Notre-Dame du Nil”, ένα μυθιστόρημα γραμμένο αρχικά στα γαλλικά και μεταφρασμένο αργότερα στα αγγλικά, μας αποκαλύπτει μια ιστορία, που διαδραματίζεται σε ένα καθολικό οικοτροφείο στη Ρουάντα, εξερευνώντας τις κοινωνικές εντάσεις και τις φυλετικές συγκρούσεις που προμηνύουν τη γενοκτονία της Ρουάντα το 1994. Η ιστορία αποτυπώνει την προετοιμασία για τη γενοκτονία περιγράφοντας την κλιμάκωση των αντι-Τούτσι αντιλήψεων και την καταβύθιση της κοινωνίας στη φρίκη με ένα κλίμα αγωνίας και ανάγκης.
Αρκετοί άλλοι αξιόλογοι συγγραφείς, επίσης επιζώντες της γενοκτονίας του 1994, έχουν μοιραστεί τις ιστορίες τους μέσω της λογοτεχνίας. Η Immaculée Ilibagiza, για παράδειγμα, έγραψε το Left to Tell: Discovering God Amidst the Rwandan Holocaust (2006), μια αυτοβιογραφία που αφηγείται την επιβίωσή της κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας της Ρουάντα. Η Eugénie Musayidire συνέβαλε στο Mein Stein spricht (Η πέτρα μου μιλάει), ένα βιβλίο στο οποίο αφηγείται την τραγική δολοφονία της οικογένειας του αδελφού της και άλλων 22 συγγενών της το 1994 από έναν γείτονα, που κάποτε ήταν στενός οικογενειακός φίλος της. Το “Ο θάνατος δεν με θέλει” της Yolande Mukagasana, που κυκλοφόρησε από τη Zoe Norridge το 2019, είναι ένα άλλο συγκλονιστικό έργο που ρίχνει φως στη γενοκτονία.
Ενώ η πλειονότητα αυτών των συγγραφέων έχουν δημιουργήσει έργα με μεγάλη επιρροή στα γαλλικά και τα αγγλικά, λίγοι επέλεξαν να γράψουν στην κινιαρουάντα. Είναι σαφές ότι η συμβολή αυτών των λίγων έχει διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη διατήρηση, τον εμπλουτισμό και την προώθηση της γλώσσας κινιαρουάντα. Κάποτε περιθωριοποιημένη, η κινιαρουάντα έχει γίνει τώρα μια από τις επίσημες γλώσσες της Ρουάντας, σε μεγάλο βαθμό χάρη στις προσπάθειες αυτών των σπουδαίων λογοτεχνών.