Στη νήσο Ουράκ της Αιγύπτου, οι κάτοικοι αντιστέκονται στην πίεση που τους ασκείται από την κυβέρνηση να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, καθώς προχωράει το σχέδιο του κράτους για μετατροπή αυτού του νησιού του Νείλου σε πολυτελές αστικό συγκρότημα. Οι συγκρούσεις του Σεπτεμβρίου του 2024 αντανακλούν μια πολύχρονη μάχη μεταξύ των κατοίκων της εργατικής τάξης και των κρατικών Aρχών, κατά την οποία οι υποσχέσεις για αποζημίωση και αποκατάσταση θεωρούνται κάλυψη του καπιταλιστικού εκτοπισμού.
Η διαμάχη της νήσου Ουράκ αποτελεί μια μικρογραφία των ευρύτερων εντάσεων στην Αίγυπτο, όπου η ραγδαία αστική ανάπτυξη συχνά γίνεται σε βάρος των κοινοτήτων της εργατικής τάξης. Η πίεση της κυβέρνησης να μετατρέψει το νησί σε «Πόλη Ώρος», ένα πολυτελές εμπορικό κέντρο, είναι μια αντανάκλαση της αυξανόμενης επιρροής των καπιταλιστικών ενδιαφερόντων στον αστικό σχεδιασμό. Οι κάτοικοι υποστηρίζουν πως οι προσφορές αποζημίωσης που τους έχουν γίνει είναι ανεπαρκείς και πολύ φοβούνται πως ο εκτοπισμός θα καταστρέψει τα μέσα βιοπορισμού και τους δεσμούς της κοινότητάς τους. Η μάχη αυτή φέρνει στην επιφάνεια ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιος επωφελείται απο τον «εκσυγχρονισμό» και σε βάρος ποιου ή ποιων;
Μια ιστορία της διαμάχης
Η νήσος Ουράκ βρίσκεται στην καρδιά του ποταμού Νείλου και εκεί ζει μια δεμένη κοινότητα με περίπου 120.000 κατοίκους. Το νησί αποτελούσε ιστορικά ένα αγροτικό κέντρο με τους κατοίκους του να βασίζονται στη γεωργία και τις άτυπες αγορές. Παρά την έλλειψη τυπικών υποδομών, η κοινότητα διαχειριζόταν αυτόνομα τις υπηρεσίες της για δεκαετίες, μέχρι που το αιγυπτιακό κράτος ξεκίνησε να προσφέρει κάποιες δημόσιες υπηρεσίες.
Το 2017 η κυβέρνηση αποκάλυψε τα σχέδια για μετατροπή του νησιού σε «Πόλη Ώρος», που είναι μέρος μια ευρύτερης ατζέντας ανάπλασης των νησιών του Νείλου. Η κοντινή στο Κάιρο τοποθεσία του Ουράκ προσέλκυσε τόσο κρατικούς όσο και ξένους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων εργολάβων από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με σχέδια για πολυτελείς πύργους, μαρίνες και εμπορικά κέντρα. Ενώ οι Αρχές προωθούν το εγχείρημα ως πρόοδο, οι κάτοικοι το βλέπουν σα μια προσπάθεια εξάλειψης της κοινότητάς τους προς όφελος των συμφερόντων της ελίτ.
Πολλοί κάτοικοι έχουν εκφράσει δημόσια την αντίθεσή τους στον εξαναγκαστικό εκτοπισμό, υπογραμμίζοντας τη βαθιά σύνδεση μεταξύ της ζωής τους και της γης.
Ο Σάμπρι Αλ-Κοτ, ένας ντόπιος υδραυλικός, μίλησε για το τι διακυβεύεται συναισθηματικά:
Οι περιουσίες μας δεν είναι απλώς τούβλα και σοβάδες· είναι οι ζωές και οι αναμνήσεις μας, οι δικές μας και των προγόνων μας. Κανένα ποσό δεν μπορεί να μας πείσει να φύγουμε»
Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως αυτά τα συγκροτήματα θα εξαλείψουν τις παραγκουπόλεις και θα βελτιώσουν τις υποδομές, αλλά οι κάτοικοι λένε πως η αποζημίωση που τους έχει προσφερθεί είναι μακράν χαμηλότερη από την εμπορική αξία, κάτι που τους προκαλεί φόβους για εξαναγκαστικό εκτοπισμό. Οι υποσχέσεις για ενσωμάτωση της κοινότητας ή για προσφορά εναλλακτικής στέγασης έχουν καθυστερήσει ή έμειναν ανεκπλήρωτες κάνοντας τους κατοίκους επιφυλακτικούς. Εντωμεταξύ, οι νομικές διαμάχες για την κυριότητα συνεχίζονται, με την κυβέρνηση να παρουσιάζει αποφάσεις πολλών δεκαετιών πριν για να χαρακτηριστεί η γη ως περιοχή κοινής ωφέλειας ή προστατευόμενη.
Το 2017 οι συγκρούσεις μεταξύ των κατοίκων και της αστυνομίας κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων κατεδάφισης είχαν ως αποτέλεσμα έναν θάνατο και πολλούς τραυματισμούς. Η κυβέρνηση παρουσίασε τις πράξεις της ως μέρος της εκστρατείας του Προέδρου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι για την ανάκτηση κρατικής γης, παρόλο που οι κάτοικοι ισχυρίζονται πως ζουν εκεί νόμιμα εδώ και δεκαετίες έχοντας έγγραφα ιδιοκτησίας.
Οι κάτοικοι υποστηρίζουν πως οι τακτικές εξαναγκασμού — συμπεριλαμβανομένου του κλεισίματος δημόσιων υπηρεσιών και της παρενόχλησης όσων αρνούνταν να πουλήσουν τα σπίτια τους — ξεκίνησαν λίγο αφότου έγινε ο αναχαρακτηρισμός του νησιού σε επενδυτική ζώνη. Παρά τις υποσχέσεις τους κράτους προς τους κατοίκους για προσφορά εναλλακτικής στέγασης και επιστροφής μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής, οι επιφυλάξεις γίνονταν μεγαλύτερες καθώς αυξάνονταν οι έφοδοι της αστυνομίας και οι βίαιες καταστολές.
Το 2018 ο πρώην πρωθυπουργός Σερίφ Ισμαήλ ανακοίνωσε την ίδρυση μίας νέας αστικής κοινότητας στη νήσο Ουράκ πυροδοτώντας περαιτέρω τις εντάσεις. Οι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν απαιτώντας από την κυβέρνηση να εκπληρώσει την υπόσχεσή της για διανομή 1.200 στρεμμάτων προς στέγαση της κοινότητας. Αυτά τα αιτήματα έχουν είτε αγνοηθεί είτε αποσιωπηθεί με τους αξιωματούχους να ισχυρίζονται πως συμφωνούν με τις απαιτήσεις χωρίς, όμως, να κάνουν το παραμικρό για να τις εκπληρώσουν και στο μεταξύ συνεχίζουν τις προσπάθειές τους για εκκένωση της περιοχής και εκτοπισμό των κατοίκων.
Μεταξύ 2019 και 2022, η κυβέρνηση αύξησε τις βίαιες προσπάθειες εκκένωσης του νησιού. Μέχρι τα μέσα του 2022, φημολογείται πως είχε εξαγοραστεί το 71% της περιοχής, αλλά οι εναπομείναντες κάτοικοι αρνούνταν να φύγουν, φοβούμενοι πως ο εκτοπισμός θα τους ανάγκαζε σε άτυπους διακανονισμούς. Κατά τη διάρκεια ενός ακόμη κύματος «ανάκτησης γης» το 2022, συνελήφθησαν αρκετοί κάτοικοι, 35 εκ των οποίων καταδικάστηκαν σε ως και 25 χρόνια φυλάκιση απλώς επειδή αντιστάθηκαν στην έξωση.
Το 2024 η κατασκευή του συγκροτήματος κέρδισε έδαφος, με τον πρώην υπουργό στέγασης να ισχυρίζεται πως είχε ήδη ξεκινήσει η κατασκευή 50 πολυτελών πύργων, από τους συνολικά 94 που είναι ο στόχος, ωθώντας σε ακόμα μεγαλύτερη καταστολή από την αστυνομία εκείνη την περίοδο. Με τον περαιτέρω αναβρασμό των εντάσεων, οι σώμα με σώμα διαπληκτισμοί μεταξύ κατοίκων και αστυνομικών Αρχών είχαν γίνει σχεδόν καθημερινότητα. Το κλείσιμο της δημόσιας μονάδας υγείας το 2021 αποδυνάμωσε ακόμα περισσότερο την αντίσταση της κοινότητας. Οι Αρχές είχαν χρησιμοποιήσει και στο παρελθόν μεθόδους καταστολής και εξαναγκασμού. Κάτοικοι που τραυματίζονται από την αστυνομική βία συχνά αποφεύγουν να πάνε για θεραπεία σε νοσοκομεία εκτός του νησιού, φοβούμενοι πως θα συλληφθούν ή δεν θα τους επιτραπεί η επιστροφή στο νησί.
Μέχρι τον Ιούλιο του 2024 ο Πρωθυπουργός Μουσταφά Μαντμπουλί διέταξε την επιτάχυνση των εκκενώσεων και τη μεταφορά της γης στη Νέα Αρχή Ανάπτυξης Ουράκ. Παρόλ’ αυτά, τα δύο τρίτα των κατοίκων παρέμειναν, συνεχίζοντας να απαιτούν δίκαιη αποζημίωση και συμπερίληψη στα σχέδια ανάπτυξης.
Ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, διαδηλώσεις και καταστολή
Η διαμάχη ξέφυγε από κάθε έλεγχο τον Σεπτέμβριο του 2024, όταν ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις, αφότου ένας αστυνομικός χαστούκισε έναν κάτοικο της περιοχής, ο οποίος μάζευε παλιοσίδερα κοντά στη Νέα Υπηρεσία Ανάπτυξης Ουράκ. Εκατοντάδες κάτοικοι αντεπιτέθηκαν αποκλείοντας αστυνομικά οχήματα και πετώντας πέτρες, καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας χρησιμοποιούσαν μη πυροβόλα όπλα, δακρυγόνα και ελαστικές σφαίρες τραυματίζοντας τουλάχιστον 17 πολίτες. Αυτές οι διαδηλώσεις αντανακλούν πολλά χρόνια μη τήρησης των υποσχέσεων για αποζημίωση και μετεγκατάσταση.
Παρά τους ισχυρισμούς των Αρχών πως είπαν στους κατοίκους ότι η πώληση των σπιτιών τους ήταν οικειοθελής, οι τελευταίοι συνέχισαν να αντιμετωπίζουν παρενοχλήσεις από την αστυνομία, που συμπεριελάμβαναν και συχνές επισκέψεις στα σπίτια τους. Τον Ιούλιο ο Πρωθυπουργός Μαντμπουλί επέβαλε αυστηρά χρονοδιαγράμματα εκκένωσης ασκώντας ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις στην κοινότητα. Ο πρώην υπουργός στέγασης απάντησε με μια έκθεση για το ποσοστό γης, που έχει ήδη κατάσχει η κυβέρνηση, και τον εναπομείναντα αριθμό σπιτιών και έκτασης γης, που σκοπέυει να κατασχέσει.
Οι κάτοικοι καταγγέλουν συνεχιζόμενες κυβερνητικές προσπάθειες πίεσής τους ώστε να πουλήσουν τις περιουσίες τους. Τον Ιούλιο του 2024 η κυβέρνηση προσέφερε υψηλότερες αποζημιώσεις — ως και 7.000 λίρες Αιγύπτου (145 δολάρια ΗΠΑ) ανά τετραγωνικό μέτρο — αλλά οι κάτοικοι τις απέρριψαν. Δήλωσαν για άλλη μια φορά πως οι αποζημιώσεις ακόμα δεν ήταν δίκαιες σημειώνοντας πως η κυβέρνηση θα πουλήσει τις μελλοντικές ιδιοκτησίες στα σχέδια ανάπτυξής της σε τιμές περισσότερο από τέσσερις φορές πιο υψηλές. Επανέλαβαν τις αξιώσεις τους δίνοντας έμφαση στο ότι δεν επιδίωκαν οικονομική αποζημίωση. Οι προϋποθέσεις τους είναι ακόμα εύκολο να εκπληρωθούν· για κάθε διαμέρισμα που κατάσχεται, περιμένουν μετεγκατάση σε διαμέρισμα στις νέες οικοδομές στο νησί.
Το κράτος, επίσης, κυκλοφόρησε ψεύτικες «φόρμες πρόθεσης πώλησης» πληρώνοντας μη κτηματίες για να δηλώσουν αναληθώς τη θέλησή τους να πουλήσουν δημιουργώντας μια ψεύτικη αφήγηση πως υπήρχε ελάχιστη αντίσταση.
«Οι αστυνομικοί έρχονται σα πωλητές και προσπαθούν να μας πείσουν να συμπληρώσουμε φόρμες που λένε ότι θα πουλήσουμε. Αλλά κανένας δεν τους εμπιστεύεται — γιατί να τους εμπιστευτούμε εμείς; Μας φέρονται λες και δεν ανήκουμε εδώ», αφηγείται ένας ανώνυμος κάτοικος.
Παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις για παύση του εξαναγκασμού, οι παρενοχλήσεις από την αστυνομία και οι περιορισμοί σε οικοδομικά υλικά συνεχίστηκαν. Με τις υποδομές να χειροτερεύουν και την πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη να περιορίζεται, πολλοί κάτοικοι φοβούνται πως θα αναγκαστούν να φύγουν λόγω ταλαιπωρίας.
«Η κυβέρνηση λέει ότι γίνεται οικειοθελώς, αλλά όταν εμφανίζονται κάθε μέρα μπροστά σου και σου κάνουν δύσκολη τη ζωή, έχεις πραγματικά επιλογή;», λέει ένας ακόμα κάτοικος, ο Άχμεντ.
Κεντρικό σημείο της αντίστασης είναι η απαίτηση για 1.200 στρέμματα γης, μια υπόσχεση που δόθηκε το 2020, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Κάποιοι κάτοικοι εξέφρασαν την θέλησή τους να ενσωματωθούν στον νέο αστικό σχεδιασμό, αλλά οι αξιωματούχοι παρέμειναν επικεντρωμένοι στην εκκαθάριση της περιοχής.
«Πάρτε 6.000 στρέμματα, αλλά δώστε μας 1.200. Προχωρήστε με την ανάπτυξη της περιοχής, αλλά αφήστε μας να μείνουμε. Εδώ είναι το σπίτι μας», είπε ο Σάαντ, ένας κάτοικος που μένει εκεί πολλά χρόνια.
Ενώ οι κάτοικοι επιμένουν πως είναι δυνατή «η ανάπτυξη χωρίς εκτοπισμό», οι αξιωματούχοι παραμένουν πορσηλωμένοι στην εκκαθάριση της περιοχής και την μεταφορά των κατοίκων στην Νέα Πόλη 6ης Οκτωβρίου και την Ιμπάμπα, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο πλευρών.
Σύμφωνα με τον Αμπντάλαχ, έχει δοθεί προτεραιότητα στα ξενοδοχεία για τους επενδυτές έναντι της βελτίωσης των υποδομών για τους ντόπιους: «Όταν φτιάξουν τα ξενοδοχεία τους δεν θα εισάγουν και σύστημα αποχέτευσης; Γιατί να μην κάνουν το ίδιο και για εμάς;»
Μία ταξική πάλη υπό νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη
Η κατάσταση στη νήσο Ουράκ αποτελεί παράδειγμα της νεοφιλελεύθερης λογικής, που κινεί την αστική ανάπλαση της Αιγύπτου. Η κυβέρνηση παρουσιάζει τις πράξεις της ως «εκσυγχρονισμό», αλλά αυτοί που ωφελούνται πραγματικά είναι οι πλούσιοι επενδυτές και οι ξένοι συνεργάτες, όπως οι εργολάβοι από τα Εμιράτα. Αυτή η εμπορευματοποίηση της γης και ο εκτοπισμός των κοινοτήτων εργατικής τάξης ακολουθεί ένα μοτίβο αναβάθμισης της περιοχής, που κρύβεται πίσω από τον μανδύα της εθνικιστικής ρητορικής, η οποία είναι εμφανής στη μετονομασία της περιοχής σε «Πόλη Ώρος».
Στη βάση της, αυτή είναι μια ταξική πάλη. Κάτοικοι στους οποίους έχει δοθεί η ταμπέλα του καταληψία, αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες και εκτοπίζονται για να ανοίξουν τον δρόμο για πολυτελή ακίνητα. Οι αξιώσεις τους για 1.200 στρέμματα είναι μικρές, αλλά ανεκπλήρωτες. Η αστυνομική βία και το κλείσιμο των δημόσιων υπηρεσιών αντανακλά τις τακτικές εξαναγκασμού, που στόχο έχουν την αποδυνάμωση της κοινοτικής αντίστασης.
Ο ρόλος των ξένων επενδυτών, ειδικά αυτών από τα ΗΑΕ, τονίζει το πώς το ξένο κεφάλαιο διαμορφώνει την εγχώρια πολιτική, επιδεινώνοντας τις ανισότητες.
Η διαμάχη στη νήσο Ουράκ αντιπροσωπεύει ένα διεθνές μοτίβο αστικής ανάπλασης, που δίνει προτεραιότητα στο κέρδος έναντι των ανθρώπων. Το σχέδιο της αιγυπτιακής πόλης Ώρος αντιμετωπίζει σφοδρή αντίσταση από τους κατοίκους, που αρνούνται να γίνουν παράπλευρες απώλειες της εξάπλωσης του καπιταλισμού.
Η μάχη των κατοίκων του Ουράκ είναι για κάτι παραπάνω από τη γη: είναι για τη διατήρηση του τρόπου ζωής, της κοινότητας και της ιστορίας. Η αντίστασή τους μας υποχρεώνει να θέσουμε τα εξής ερωτήματα. Ποιος ωφελείται από την ανάπτυξη; Με ποιο κόστος; Και μπορεί να υπάρξει πρόοδος χωρίς δικαιοσύνη;
Το Ουράκ είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα του πώς ο καπιταλισμός, ο απολυταρχισμός και ο νεοαποικισμός διασταυρώνονται για να διαμορφώσουν ζωές. Το αποτέλεσμα αυτής της πάλης θα σηματοδοτήσει το αν οι κοινότητες εργατικής τάξης έχουν μέλλον ή αν θα τις παραμερίσουμε για τους ισχυρούς.