Η υβριδική λογοκρισία βιβλίων και η προπαγανδιστική ατζέντα της Ρωσίας

Στιγμιότυπο οθόνης από το άρθρο του Russia Post. Δίκαιη χρήση.

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο Russia Post. Στο παρόν άρθρο, ο εκδότης Vladimir Kharitonov εξετάζει την αυξανόμενη λογοκρισία βιβλίων στη Ρωσία περιγράφοντας τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για να ξεφορτωθούν τα «κακά» βιβλία και εξηγώντας πώς οι σημερινές πρακτικές διαφέρουν από τη σοβιετική εποχή. To Global Voices αναδημοσίευσε το άρθρο, επεξεργασμένο και σε μια πιο σύντομη μορφή για λόγους σαφήνειας, με την άδεια του Russia Post

Καμία λογοκρισία, αλλά όλο και περισσότερα απαγορευμένα βιβλία

Στη Ρωσία η λογοκρισία απαγορεύεται σύμφωνα με το Σύνταγμα. Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει καθόλου την απαγόρευση βιβλίων τόσο «de facto» (=κατά την πραγματικότητα), όσο και «de jure» (όπως λέει ο νόμος). Τον Αύγουστο του 2024, μετά από σύσταση του συμβουλίου εμπειρογνωμόνων της Ρωσικής Ένωσης Βιβλίων, ο εκδοτικός οίκος, που είχε εκδώσει το «Κληρονομιά» (στα ρωσικά: Наследие) του Βλαντίμιρ Σορόκιν, καθώς και τις μεταφράσεις των βιβλίων «Το δωμάτιο του Τζοβάνι» του Τζέιμς Μπόλντουιν και «Ένα σπίτι στο τέλος του κόσμου» του Μάικλ Κάνινγκαμ, τα έβγαλε από τα ράφια.

Τα βιβλία «Το τραγούδι του Αχιλλέα» της Madeleine Miller και «Λίγη ζωή» της Hanya Yanagihara αποσύρθηκαν, επίσης, μετά από επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, και στάλθηκαν για «εξέταση από εμπειρογνώμονα» από το εν λόγω συμβούλιο εμπειρογνωμόνων. Παράλληλα, η βιογραφία «Παζολίνι: Να πεθαίνεις για τις ιδέες σου» του Roberto Carnero βγήκε προς πώληση, με μεγάλα αποσπάσματα να έχουν διαγραφεί. Όλα αυτά τα βιβλία είναι ύποπτα για διάδοση «προπαγάνδας ΛΟΑΤΚΙ+».

Ο νόμος για την «απαγόρευση της προπαγάνδας ΛΟΑΤΚΙ+» προβλέπει πολύ αυστηρές κυρώσεις για τα νομικά πρόσωπα — δηλαδή τους εκδοτικούς οίκους — μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται βαριά πρόστιμα και αναστολή δραστηριοτήτων για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.

Στα τέλη του 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσίας κήρυξε το ανύπαρκτο «διεθνές κίνημα ΛΟΑΤΚΙ+» ως εξτρεμιστική οργάνωση. Συνεπώς, πλέον, αν βρεθεί σε ένα βιβλίο «προπαγάνδα εξτρεμιστικών δραστηριοτήτων ΛΟΑΤΚΙ+», ο εκδότης κινδυνεύει όχι μόνο με μεγάλο οικονομικό πλήγμα, αλλά και με ποινική δίωξη.

Οι εκδότες γνωρίζουν πολύ καλά πώς μπορούν να καταλήξουν οι κατηγορίες για υποκίνηση εξτρεμισμού. Το κράτος χαρακτήρισε εξτρεμιστή τον Μπορίς Ακούνιν (το ψευδώνυμο του Γκριγκόρι Τσκαρτισβίλι), ίσως τον πιο επιτυχημένο Ρώσο συγγραφέα των τελευταίων δύο δεκαετιών, του οποίου τα βιβλία έχουν τυπωθεί σε δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα, και, θέλοντας να στείλει ένα μήνυμα, έψαξε στο τμήμα εκδόσεων του εκδοτικού οίκου Zakharov, ενός από τους εκδοτικούς οίκους που εξέδιδαν τα βιβλία του Ακούνιν. Τα βιβλία του αμέσως εξαφανίστηκαν από τα καταστήματα, ακόμα και από τις βιβλιοθήκες.

Ωστόσο, δεν χρειαζόταν γι’ αυτό κανένα «Glavlit» (όπως ονομαζόταν το τμήμα λογοκρισίας κατά τη διάρκεια της ΕΣΣΔ). Ο μηχανισμός για την απαγόρευση βιβλίων στη σύγχρονη Ρωσία διαφέρει από τον σοβιετικό (ή τσαρικό): σήμερα, η χώρα δεν διαθέτει έναν θεσμό, όπου επαγγελματίες λογοκριτές, ακολουθώντας οδηγίες και επαγρυπνώντας για ενδείξεις ανταρσίας, μελετούν τα χειρόγραφα και σφραγίζουν με τη σφραγίδα «Εγκρίθηκε από τους λογοκριτές» τα βιβλία, που θεωρούνται αξιόπιστα.

Η σημερινή μηχανή λογοκρισίας έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες και μάλιστα δεν αφορά μόνο τη βιομηχανία του βιβλίου, αλλά και ολόκληρο τον πολιτικό χώρο. Αποτελείται από διάφορα μέρη, δύο από τα οποία είναι τυπικά σε κάθε αυταρχικό καθεστώς: υποτελή δικαστήρια, τα οποία δεν αντιπροσωπεύουν έναν ανεξάρτητο κλάδο της κυβέρνησης, και έναν υποτελή μηχανισμό επιβολής του νόμου, ο οποίος υπάρχει κυρίως για να παράγει αναφορές σχετικά με αποκαλυφθέντα εγκλήματα.

Και οι δύο θεσμοί ενσωματώνουν τη γραφειοκρατία, η οποία πρέπει να δικαιολογεί συνεχώς την αναγκαιότητα της ύπαρξής της. Τα όργανα επιβολής του νόμου τακτικά αποκαλύπτουν εγκλήματα (αν δεν υπάρχουν, δημιουργούνται, όπως για παράδειγμα η συμμετοχή στο «διεθνές κίνημα ΛΟΑΤΚΙ+»), ενώ τα δικαστήρια καταδικάζουν πάντοτε όλους τους κατηγορούμενους, επειδή, διαφορετικά, τα όργανα επιβολής του νόμου ή οι ίδιοι οι δικαστές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ύποπτοι για ανικανότητα.

Η τρίτη συνιστώσα της μηχανής της λογοκρισίας είναι ένα σύνολο νομοθετικών απαγορεύσεων, που δεν σχετίζονται άμεσα με τα βιβλία, οι οποίες έχουν συσσωρευτεί ιστορικά, όπως και η ερμηνεία τους στην πράξη.

Καμία από τις απαγορεύσεις δεν προβλέπει λογοκρισία˙αντιθέτως, απαγορεύουν τη μία ή την άλλη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα, ωστόσο, να οδηγούν στη λογοκρισία. Επιπλέον, κάθε τέτοια απαγόρευση διατυπώνεται σκόπιμα με αόριστο τρόπο επιτρέποντας την ευρύτερη δυνατή ερμηνεία.

Πώς λειτουργεί αυτό;

Το ρωσικό κράτος δοκίμασε τη μηχανή λογοκρισίας του σε ένα ζήτημα, που προκαλεί τον μεγαλύτερο ηθικό πανικό και τη μικρότερη αντίσταση από το κοινό: τα ναρκωτικά. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με βάση την παλιά, σοβιετική νομοθεσία για τον έλεγχο των ναρκωτικών, απαγορεύτηκαν αρκετά βιβλία των εκδοτικών οίκων Ultra.Kultura και Factoria: «Marihuana: The Forbidden Medicine» των Lester Grinspoon και James B. Bakalar (Yale University Press), το «Inside Clubbing» του Phil Jackson (Berg Publishers) και το «Apocalypse Culture», σε επιμέλεια του Adam Parfrey (Feral House).

Μετά από αυτό, βιβλία σχετικά με την πολιτική για τα ναρκωτικά και την ανθρωπολογία των ναρκωτικών δεν εκδόθηκαν πρακτικά ποτέ στη Ρωσία. Η αυτολογοκρισία λειτουργεί αποτελεσματικά, όταν συνοδεύεται από απτές οικονομικές ζημίες. Με δικαστική απόφαση, τα βιβλία όχι μόνο απαγορεύτηκαν, αλλά καταστράφηκαν και τα υπόλοιπα αντίτυπα, που υπήρχαν στην αποθήκη του τυπογραφείου.

Στη Ρωσία δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει την κριτική των Αρχών, αλλά υπάρχει ένας νόμος του 2002 για «εξτρεμιστικές δραστηριότητες»: ουσιαστικά, ο πρώτος κανόνας λογοκρισίας του καθεστώτος του Πούτιν. Ο νόμος αυτός απαγορεύει την «προσβολή» κυβερνητικών αξιωματούχων. Αντίστοιχα, η κριτική της αστυνομίας δεν απαγορεύεται, αλλά το κράτος έχει καταστήσει έγκλημα την «υποκίνηση μίσους προς μια κοινωνική ομάδα», στην οποία μπορεί να περιλαμβάνονται και αστυνομικοί.

Το κράτος δεν απαγόρευσε τη μελέτη της ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά απαγόρευσε τη «σύγκριση» Τρίτου Ράιχ και Σοβιετικής Ένωσης. Οι εκδοτικοί οίκοι άρχισαν να αφαιρούν ολόκληρα κεφάλαια από τα βιβλία για την ιστορία της Ρωσίας κατά τον 20ό αιώνα (αυτό, για παράδειγμα, συνέβη στο βιβλίο «Unmodern Country» του Vladislav Inozemtsev —στην ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου το κεφάλαιο αυτό αφαιρέθηκε, με την παραπάνω νομοθεσία να αναφέρεται ως αιτιολογία).

Μια άλλη απαγόρευση αφορά την «έλλειψη σεβασμού προς όσους συμμετείχαν στην υπεράσπιση της χώρας», καθώς και την «προσβολή της μνήμης των υπερασπιστών της πατρίδας» και τον «εξευτελισμό της τιμής και της αξιοπρέπειας» των βετεράνων του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.

Η λογοκρισία είναι αντισυνταγματική, αλλά δεν είναι απαραίτητη, αν τη θέση της πάρει η αυτολογοκρισία.

Εκσυγχρονισμός των μεθόδων λογοκρισίας

Το 2024, το «οπλοστάσιο» της λογοκρισίας ανανεώθηκε με νέα εργαλεία. Το κράτος εξακολουθεί να μην απαγορεύει ρητά την ομοφυλοφιλία, αλλά ταυτίζει κάθε ένδειξη queerness με τον «εξτρεμισμό», όπως το να φοράς σκουλαρίκια ουράνιο τόξο. Τα βιβλία είναι συχνά θύματα αυτής της σύγχρονης πρακτικής λογοκρισίας.

Οι Ρώσοι υπερσυντηρητικοί έχουν σε μεγάλο βαθμό αντιγράψει αυτήν την ατζέντα από τους δεξιούς Ρεπουμπλικάνους Αμερικανούς μέντορές τους. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους τελευταίους, οι πρώτοι δεν αντιμετωπίζουν σχεδόν κανένα εμπόδιο υπό τη μορφή φιλελεύθερης νομοθεσίας, ανεξάρτητης δικαιοσύνης ή ενεργής κοινωνίας των πολιτών.

Σε αντίθεση με την τσαρική και τη σοβιετική εποχή, η προληπτική λογοκρισία δεν έχει θέση στη σημερινή πραγματικότητα. Αντιθέτως, το κράτος κρατά τους εκδότες σε εγρήγορση, ενθαρρύνοντας την αυτολογοκρισία.

Για τον σκοπό αυτό, το κράτος διαθέτει μηχανισμούς ανατροφοδότησης: λαμβάνει «σήματα» από μέλη του κοινού, δηλαδή από φιλικά προσκείμενους πληροφοριοδότες και από φαρσέρ και ακτιβιστές, που ανήκουν στην κυβέρνηση. Αυτά τα «σήματα» οδηγούν σε υποθέσεις, εξετάσεις εμπειρογνωμόνων και σωστές αποφάσεις από τα δικαστήρια. Οι καταγγελίες — τυπικές και άτυπες — πυροδότησαν τα μεγαλύτερα πρόσφατα σκάνδαλα λογοκρισίας, με αποτέλεσμα να αποσύρονται από τα ράφια βιβλία δημοφιλών συγγραφέων, όπως του Ντμίτρι Μπίκοφ, του Μπορίς Ακούνιν, του Βλαντίμιρ Σορόκιν και άλλων.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.