
Ο Βραζιλιάνος συγγραφέας Πάολο Κοέλιο. Εικόνα από τ@ nrkbeta στο Flickr (CC BY-SA 2.0)
Μια μέρα του Μαΐου του 1974, ο Πάολο Κοέλιο, τότε δημοσιογράφος γνωστός για τη συν-συγγραφή τραγουδιών ροκ εν ρολ με τον Ραούλ Σέισας, δέχθηκε έφοδο στο διαμέρισμά του στην πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο στη Βραζιλία. Αρχικά, συνελήφθη και ανακρίθηκε από την DOPS, το Τμήμα Πολιτικής και Κοινωνικής Τάξης. Όταν πίστεψε ότι θα απελευθερωνόταν, μεταφέρθηκε από μια άλλη οργάνωση, την DOI-CODI (Τμήμα Επιχειρήσεων Πληροφοριών – Κέντρο Επιχειρήσεων Εσωτερικής Άμυνας), έναν οργανισμό που συνδεόταν με τον Βραζιλιάνικο Στρατό και αποτελούσε κομμάτι του κατασταλτικού μηχανισμού υπό τη στρατιωτική δικτατορία, που κυβερνούσε τη Βραζιλία από το 1964 έως το 1985.
Στις 21 Ιουλίου, ο Κοέλιο μοιράστηκε στο προφίλ του στο X (πρώην Twitter) την προσωπική του αφήγηση για αυτό το περιστατικό. Σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Επιτροπής Αλήθειας (CNV), τα έγγραφα του Στρατού δεν αναφέρουν για πόσο καιρό κρατήθηκε ο συγγραφέας, αλλά παραθέτουν τη βιογραφία του, γραμμένη από τον Fernando Morais, όπου λέγεται ότι συνελήφθη τα ξημερώματα της 28ης Μαΐου, αλλά πιθανότατα είχε επιστρέψει στο σπίτι του μέχρι τις 31 Μαΐου.
Ο Κοέλιο είναι ένας από τους πλέον μεταφρασμένους και ευπώλητους συγγραφείς στον κόσμο, με Tον Αλχημιστή και άλλα έργα του να εκτιμάται ότι έχουν πουλήσει πάνω από 350 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσής του, δημοσιεύει συχνά τις πολιτικές του απόψεις, ενώ έχει ασκήσει κριτική στον πρώην πρόεδρο Ζαΐρ Μπολσονάρου (PL, Φιλελεύθερο Κόμμα), πρώην στρατιωτικό που έγινε επίσης γνωστός για την υπεράσπιση της κληρονομιάς της δικτατορίας και την απόδοση τιμών σε βασανιστές.
Η Επιτροπή Αλήθειας, η οποία δημοσίευσε την τελική της έκθεση το 2014, κατονόμασε 377 άτομα ως υπεύθυνα για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βραζιλία και κατέγραψε 434 άτομα που το κράτος σκότωσε ή εξαφάνισε. Οι παραβιάσεις που υπέστη ο Κοέλιο αναφέρονται στον δεύτερο τόμο της έκθεσης.
Επίσης, σύμφωνα με την Επιτροπή Αλήθειας (CNV), ο Κοέλιο τοποθετήθηκε σε ένα κελί που ονομαζόταν «το ψυγείο», όπου ο κρατούμενος κρατείται γυμνός και υπό χαμηλές θερμοκρασίες.
Η τότε σύντροφός του, η καλλιτέχνης Ανταλγκίζα Ρίος, η οποία ήταν υπεύθυνη για το καλλιτεχνικό εξώφυλλο του άλμπουμ του Σέισας Krig-Há, Bandolo!, συνελήφθη επίσης σε εκείνη την περίσταση. Η Ρίος, σύμφωνα με την Επιτροπή, ταυτοποιήθηκε ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βραζιλίας (PCdoB) και της αριστερής οργάνωσης Λαϊκή Δράση (Ação Popular — AP), καθώς και ως συμμετέχουσα σε διαδηλώσεις όπως η «Πορεία των Εκατό Χιλιάδων» κατά της δικτατορίας τον Ιούνιο του 1968, καθώς και σε άλλη διαδήλωση μετά τη δολοφονία του 18χρονου φοιτητή Edson Luís.
Ο Κοέλιο δεν αναφέρει τη Ρίος στο πρόσφατο κείμενο, που μοιράστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
1974: A group of armed men breaks into my apartment. They start going through drawers and cabinets — but I don’t know what they’re looking for, I’m just a rock songwriter. One of them, more gentle, asks that I accompany them “just to clarify some things.”
The neighbor sees…— Paulo Coelho (@paulocoelho) 21 Ιουλίου, 2024
1974: Μια ομάδα ένοπλων ανδρών εισβάλλει στο διαμέρισμά μου. Αρχίζουν να ψάχνουν συρτάρια και ντουλάπια — αλλά δεν ξέρω τι ψάχνουν, είμαι απλώς ένας τραγουδοποιός της ροκ. Ένας από αυτούς, πιο ευγενικός, μου ζητά να τους συνοδεύσω «απλώς για να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα».
Ο γείτονας βλέπει…
Ο Κοέλιο λέει ότι ο γείτονας ενημέρωσε την οικογένειά του, αφού τον πήραν από το διαμέρισμά του. «Όλοι γνώριζαν τι βίωνε η Βραζιλία εκείνη την εποχή, ακόμα κι αν δεν το έγραφαν οι εφημερίδες».
Μερικά χρόνια νωρίτερα, το 1968, το στρατιωτικό καθεστώς καθιέρωσε τον Εκτελεστικό Νόμο Αριθμός 5 — AI-5, όπως έγινε ευρέως γνωστός — το Νόμο που ανέστειλε τα πολιτικά δικαιώματα, ξεκινώντας τα πιο κατασταλτικά χρόνια της δικτατορίας, με συλλήψεις και βασανιστήρια για τους επικριτές του καθεστώτος. Το 1972, το καθεστώς άρχισε να δραστηριοποιείται για να εξαρθρώσει την Araguaia Guerrilla | Αντάρτικη Οργάνωση Αραγουάια, μια απόπειρα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βραζιλίας (PC do B) να δημιουργήσει ένα ένοπλο αγροτικό κίνημα κατά της δικτατορίας. Δεκάδες βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν και πάνω από 50 άνθρωποι θεωρούνται ακόμα εξαφανισμένοι.
Πέφτω σε μια είδους κατατονική κατάσταση: δεν νιώθω φόβο, δεν νιώθω τίποτα. Γνωρίζω τις ιστορίες άλλων που έχουν εξαφανιστεί· θα εξαφανιστώ και εγώ και το τελευταίο πράγμα που θα δω είναι ένα ξενοδοχείο. Ο άντρας με σηκώνει, με βάζει στο πάτωμα του αυτοκινήτου του και μου λέει να φορέσω μια κουκούλα. Το αυτοκίνητο οδηγεί για μισή περίπου ώρα. Πρέπει να επιλέγουν ένα μέρος για να με εκτελέσουν — αλλά ακόμα δεν νιώθω τίποτα, έχω αποδεχτεί τη μοίρα μου.
Με τραβούν έξω και με χτυπούν καθώς με σπρώχνουν σε κάτι που μοιάζει με διάδρομο. Ουρλιάζω, αλλά ξέρω ότι κανείς δεν ακούει, γιατί και άλλοι ουρλιάζουν. Πολεμάς ενάντια στη χώρα σου. Θα πεθάνεις αργά, αλλά πρώτα θα υποφέρεις πολύ. Παραδόξως, το ένστικτό μου για επιβίωση αρχίζει να ενεργοποιείται σιγά-σιγά.
Ο Κοέλιο θυμάται ότι τον έγδυσαν, του φόρεσαν μια κουκούλα, τον έδειραν, είχε «μια μηχανή με ηλεκτρόδια που στη συνέχεια τοποθετήθηκαν στα γεννητικά του όργανα» και του έκαναν ερωτήσεις για ανθρώπους που δεν είχε ακούσει ποτέ. Λέει ότι προσφέρθηκε να υπογράψει και να ομολογήσει ό,τι ήθελαν οι βασανιστές του, αλλά αυτοί τον αγνόησαν ενώ συνέχιζαν τα βασανιστήρια.
Με παίρνουν σε ένα μικρό δωμάτιο, βαμμένο εντελώς μαύρο, με ένα πολύ δυνατό κλιματιστικό. Σβήνουν το φως. Μόνο σκοτάδι, κρύο και μια σειρήνα που παίζει ασταμάτητα. Αρχίζω να τρελαίνομαι. Έχω οράματα με άλογα. Χτυπάω την πόρτα του «ψυγείου» (έμαθα αργότερα ότι έτσι το έλεγαν), αλλά κανείς δεν ανοίγει. Ζαλίζομαι. Ξυπνάω και λιποθυμώ ξανά και ξανά και κάποια στιγμή σκέφτομαι: καλύτερα να με δείρουν παρά να με κρατήσουν εδώ μέσα.
Μετά την αποφυλάκισή του, ο Κοέλιο λέει ότι οι φίλοι και οι γνωστοί του δεν απαντούσαν στα τηλεφωνήματά του, καθώς ήταν «επικίνδυνο να σε δουν με έναν πρώην κρατούμενο». «Μπορεί να βγήκα από τη φυλακή, αλλά η φυλακή μένει μαζί μου», γράφει. Αργότερα βρήκε δουλειά, χάρη στο μουσικό Roberto Menescal και τη δημοσιογράφο Hildegard Angel. Ο αδελφός της, Stuart Angel Jones, δολοφονήθηκε από τη δικτατορία και θεωρείται πολιτικός αγνοούμενος, ενώ υπάρχουν υποψίες ότι το καθεστώς εμπλεκόταν και στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα που σκότωσε τη μητέρα της, τη σχεδιάστρια μόδας Zuzu Angel.
Ο Κοέλιο δεν εξήγησε τι τον ώθησε να αφηγηθεί την ιστορία του τώρα, αλλά γράφει επίσης:
Δεκαετίες αργότερα, τα αρχεία της δικτατορίας γίνονται δημόσια και ο βιογράφος μου, Fernando Morais, παίρνει όλο το υλικό. Ρωτάω γιατί με συνέλαβαν: «Ένας πληροφοριοδότης σε κατηγόρησε», μου λέει. «Θες να μάθεις ποιος;» «Όχι», απαντώ. «Δεν θα αλλάξει το παρελθόν».
Ωστόσο, η ανάμνηση του παρελθόντος εξακολουθεί να μοιάζει με ένα μακρύ δρόμο για τους Βραζιλιάνους. Το 2024, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέβαλε ή σταμάτησε εκδηλώσεις για την επέτειο των 60 χρόνων από το στρατιωτικό πραξικόπημα, που σημάδεψε την αρχή δύο δεκαετιών στρατιωτικής διακυβέρνησης. Ακόμα και με τον Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα ως πρόεδρο, ο οποίος είχε συλληφθεί από το καθεστώς ως ηγέτης συνδικάτου το 1980, η δουλειά που αφορά τη μνήμη και τη δικαιοσύνη για τις παραβιάσεις αυτής της περιόδου παραμένει ένας δύσκολος αγώνας στη χώρα.
Υπάρχουν αφηγήματα άρνησης, που αμφισβητούν το πόσο κατασταλτική ήταν η στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας σε σχέση με τον αριθμό των νεκρών και των εξαφανισμένων στις γειτονικές χώρες, όπως η Αργεντινή, η Ουρουγουάη και η Χιλή, κατά την ίδια περίοδο. Το ίδιο και στρατιωτικοί και συντηρητικοί που εξακολουθούν να γιορτάζουν την ψευδή αντίληψη ότι το πραξικόπημα έσωσε τη χώρα από την κομμουνιστική πορεία, στην οποία θα την έβαζε ο Πρόεδρος Ζουάου Γκουλάρτ.
Το 1979, η Βραζιλία ψήφισε ένα Νόμο για Αμνηστία, ο οποίος επικυρώθηκε από τον τελευταίο στρατιωτικό πρόεδρο Ζουάου Μπατίστα Φιγκεϊρέντου, που επέκτεινε την αμνηστία και απέδιδε χάρη τόσο στους πολιτικούς κρατούμενους και αγωνιστές όσο και στους κρατικούς αξιωματούχους, που εμπλέκονταν άμεσα σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο νόμος δεν αναθεωρήθηκε ποτέ και η Βραζιλία δεν τιμώρησε ποτέ τους βασανιστές εκείνης της περιόδου.
Το 2011, υπό την προεδρία της Ντίλμα Ρουσέφ, η οποία είχε πάρει μέρος στον ένοπλο αντάρτικο αγώνα κατά της δικτατορίας, είχε συλληφθεί και είχε βασανιστεί, ιδρύθηκε η Εθνική Επιτροπή Αλήθειας. Η έκθεσή της δημοσιεύθηκε το 2014, μετά από μια περίοδο δημόσιων ακροάσεων σε όλη τη χώρα — με τις πολιτείες να έχουν επίσης τις δικές τους τοπικές επιτροπές — και περιλάμβανε 29 συστάσεις για αποζημιώσεις. Ο στρατός υπήρξε ανέκαθεν αντίθετος με αυτή την πρωτοβουλία.
Στις 4 Ιουλίου, ο Λούλα ανακοίνωσε την επανασύσταση της Επιτροπής για τους Πολιτικούς Θανάτους και τους Αγνοούμενους, η οποία είχε καταργηθεί από την κυβέρνηση του Μπολσονάρου το 2022.