
Η Ashmita στη Λάλιτπουρ, όπου άρχισε να ψάχνει για πληροφορίες. Εικόνα από την LC μέσω Nepali Times. Χρησιμοποιείται με άδεια.
Αυτό το άρθρο των Hari Prasad Sacré και Chandra Kala Clemente-Martinez δημοσιεύτηκε αρχικά στους Nepali Times και μια συντομευμένη και επεξεργασμένη έκδοση έχει αναδημοσιευτεί στο Global Voices ως μέρος συμφωνίας κοινής χρήσης περιεχομένου.
Μεταξύ της δεκαετίας του '80 και του '00, πάνω από 5.000 παιδιά από το Νεπάλ υιοθετήθηκαν στο εξωτερικό, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία και την Ισπανία. Ενώ η διεθνής υιοθεσία είχε σκοπό να προσφέρει καλύτερες ευκαιρίες στα ευάλωτα παιδιά, η εμπορία παιδιών και οι παράτυπες πρακτικές ώθησαν το Νεπάλ να περιορίσει τις υιοθεσίες το 2007 και να αναθεωρήσει τις πολιτικές του.
Μέχρι το 2010, αυστηρότεροι κανονισμοί, που ευθυγραμμίζονται με τη Σύμβαση της Χάγης για την Υιοθεσία, μείωσαν δραστικά τους αριθμούς υιοθεσίας. Σήμερα, πολλά από αυτά τα παιδιά, τώρα ενήλικες, επιστρέφουν στο Νεπάλ αναζητώντας τις ρίζες τους και το μόνο που βρίσκουν είναι μια κοινωνία, που δεν τα αναγνωρίζει πλέον, νομικά ή κοινωνικά.
Πίσω από τις στατιστικές κρύβεται το βαθιά προσωπικό και συναισθηματικό ταξίδι των υιοθετημένων, που επιστρέφουν για να επανασυνδεθούν με το παρελθόν τους, να βρουν την οικογένεια που γεννήθηκαν και να ανακαλύψουν ξανά την αίσθηση του ανήκειν. Αυτές οι ιστορίες αντικατοπτρίζουν έναν ευρύτερο αγώνα για ταυτότητα και την πολυπλοκότητα της γεφύρωσης δύο κόσμων.
Maya
Υιοθετημένη σε ηλικία εννέα ετών από μια οικογένεια στη Βαρκελώνη της Ισπανίας, η Maya έφερε κατακερματισμένες αναμνήσεις από την πρώιμη ζωή της στο Νεπάλ, συμπεριλαμβανομένης της οδυνηρής ανάμνησης της ημέρας που η μητέρα και η αδερφή της εξαφανίστηκαν, αφήνοντας εκείνη και τα μικρότερα αδέρφια της πίσω. Έχει αμυδρά αναμνήσεις από τη μητέρα της, τη μεγαλύτερη αδερφή της και το χωριό, όπου ζούσε κάποτε.
Τον Ιούνιο του 2017, η Maya ήρθε στο Νεπάλ συνοδευόμενη από την Chandra Kala και δύο φίλους, τον Jay και τον Vikram. Με λίγες μόνο φωτογραφίες της μητέρας της, Tulsi, της μεγαλύτερης αδερφής της, Pargati, και του κουνιάδου της, Kamal, μαζί με ένα όνομα δρόμου, η Maya έφτασε στο Μπιρεντραναγκάρ στο Δυτικό Νεπάλ μετά από μια διαδρομή 20 ωρών με το λεωφορείο από το Κατμαντού.
Μοιράστηκε την αγωνία της με την Chandra Kala: «Είμαι νευρική. Δεν ξέρω αν θα τους αναγνωρίσω ή αν θα με αναγνωρίσουν. Δεν ξέρω πώς θα αντιδράσουν ή τι θα πουν. Και μετά είναι αυτός [Kamal]. Έχω πολύ άσχημες αναμνήσεις από αυτόν. Δεν ξέρω αν μπορώ να το χειριστώ αυτό».
Η Maya και οι σύντροφοί της περιηγήθηκαν στην πόλη με μικρή επιτυχία, μέχρι που ένας καταστηματάρχης αναγνώρισε τον Kamal και τους οδήγησε σε ένα κοντινό χωριό. Ο Jay πήγε να επιβεβαιώσει και επέστρεψε ενθουσιασμένος φωνάζοντας: «Είναι αυτή! Είναι η αδερφή σου!»
Η Maya πάγωσε, παρέλυσε από τον φόβο και την προσμονή, αλλά προχώρησε. Στο χωριό, η αδερφή της Maya, η Pargati, κόπιασε αρχικά να την αναγνωρίσει. Ο Jay σύστησε τη Maya: «Την αναγνωρίζεις; Είναι η μικρότερη αδερφή σου. Έχει έρθει από την Ισπανία για να σε βρει».
Σιγά σιγά, ήρθε η συνειδητοποίηση και οι δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν γεφυρώνοντας τις δεκαετίες του χωρισμού με δάκρυα και δυσπιστία. Την επόμενη μέρα, η Maya συνάντησε τη μητέρα της, Tulsi, σε μια συναισθηματικά συντριπτική επανένωση. Η Tulsi όρμησε στο δωμάτιο και αγκάλιασε τη Maya σφιχτά, κλαίγοντας ανεξέλεγκτα: «Μέρο τσόρα-τσόρι, γκάγιε, γκάγιε…» (τα παιδιά μου έφυγαν, έφυγαν…).
Μόλις τα δάκρυα υποχώρησαν, η Tulsi και η Pargati άρχισαν να αφηγούνται τις σπαραξικάρδιες συνθήκες του χωρισμού τους. Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Tulsi αντιμετώπισε αδυσώπητες επικρίσεις στο χωριό τους, όταν ο Kamal έμεινε με την οικογένεια πριν από το γάμο του με την Pargati. Οι χωρικοί κατηγόρησαν την Tulsi για ανάρμοστη συμπεριφορά αποκαλώντας την पापी (αμαρτωλή) και απαίτησαν να φύγει η οικογένεια.
«Δεν θέλαμε να φύγουμε, αλλά το χωριό δεν μας ήθελε εδώ», εξήγησε η Pargati. «Φύγαμε με σκοπό να φέρουμε εσένα και τα αδέρφια σου αργότερα. Αλλά όταν επιστρέψαμε, είχες φύγει».

Ένα υιοθετημένο άτομο κι ο σύντροφος του επιστρέφουν στο Μπαλ Μαντίρ στο Κατμαντού μετά από 19 χρόνια. Φωτογραφία: Chandra Kala Clemente-Martinez μέσω Nepali Times. Χρησιμοποιείται με άδεια.
Η Tulsi θυμήθηκε πώς είχε εμπιστευτεί τη Maya και τα αδέρφια της σε συγγενείς ελπίζοντας ότι θα τους φρόντιζαν προσωρινά. Ωστόσο, όταν επέστρεψε, τα παιδιά είχαν σταλεί μακριά εν αγνοία της.
Η επανένωση έφερε θεραπεία και απαντήσεις, αλλά εξέθεσε επίσης τις κοινωνικές πιέσεις, που είχαν διαλύσει την οικογένεια της Maya. Παρά τις προκλήσεις, η Maya πέρασε το υπόλοιπο της επίσκεψής της με την αδερφή της, τα ανίψια της και τη μικρότερη ετεροθαλή αδερφή της, Sunita, γεφυρώνοντας σιγά σιγά τα κενά, που δημιουργούνται από τον χρόνο και την απόσταση.
Το ταξίδι της Maya ήταν μια απόδειξη του θάρρους, που απαιτείται για να αντιμετωπίσει το παρελθόν, τον πόνο της αποκάλυψης δύσκολων αληθειών και την ελπίδα της ανοικοδόμησης των συνδέσεων, που κάποτε χάθηκαν. Η ιστορία της υπογραμμίζει τη διαρκή συναισθηματική πολυπλοκότητα, που αντιμετωπίζουν τα υιοθετημένα άτομα, που περιηγούνται στην ιστορία και την ταυτότητά τους.
Ashmita
Σε αντίθεση με ορισμένα υιοθετημένα άτομα, των οποίων η κύρια εστίαση είναι η επανένωση με τη βιολογική τους οικογένεια, η προτεραιότητα της 26χρονης Ashmita ήταν να αποκαλύψει τις θεσμικές λεπτομέρειες γύρω από την υιοθεσία της. Ήθελε να καταλάβει τι γνώριζε το ορφανοτροφείο και η κυβέρνηση για το παρελθόν της και γιατί τόσες πολλές πληροφορίες έμοιαζαν κρυφές.
«Θέλω απλώς να μάθω από πού κατάγομαι», είπε. «Ακόμα κι αν δεν βρω ποτέ τη βιολογική μου οικογένεια, το να έχω καλύτερη αίσθηση των τόπων και των ανθρώπων, που συνδέονται με την ιστορία μου, θα σήμαινε πάρα πολλά».
Για πολλά υιοθετημένα άτομα, η επιστροφή στο Νεπάλ δεν είναι μόνο συναισθηματική επανασύνδεση, αλλά αναζήτηση επίσημης αναγνώρισης ως μέλη της κοινότητας του Νεπάλ. Ωστόσο, το νομικό πλαίσιο στο Νεπάλ συχνά αποτυγχάνει να αναγνωρίσει τη μοναδική τους θέση.

Μια μητέρα ξαναβρίσκεται με τον γιο της μετά από 18 χρόνια. Φωτογραφία: Chandra Kala Clemente-Martinez μέσω Nepali Times . Χρησιμοποιείται με άδεια.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Νεπάλ, τα υιοθετημένα άτομα μένουν μετέωρα: οι βιολογικοί γονείς τους δεν θεωρούνται νόμιμοι γονείς και οι δεσμοί τους με τη χώρα ουσιαστικά διαγράφονται κατά την υιοθεσία. Αυτή η έλλειψη αναγνώρισης δημιουργεί σημαντικά εμπόδια, ιδιαίτερα σε δύο βασικούς τομείς: την πρόσβαση στα αρχεία πριν από την υιοθεσία και την απόκτηση του καθεστώτος Νεπαλέζος/α μη Κάτοικος Νεπάλ (NRN).
Παρά τους διεθνείς κανόνες όπως η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία εγγυάται το δικαίωμα να γνωρίζει κανείς την καταγωγή του, τα ιδρύματα συχνά αρνούνται να συνεργαστούν. Τα ορφανοτροφεία και οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί στο Νεπάλ, που κατέχουν κρίσιμα αρχεία πριν από την υιοθεσία, όπως πιστοποιητικά γέννησης και έγγραφα ιθαγένειας, συχνά αποκρύπτουν αυτές τις πληροφορίες αντανακλώντας τη συστημική απροθυμία για παροχή διαφάνειας.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα αρχεία, που θα έπρεπε να περιλαμβάνουν ονόματα οικογένειας, διευθύνσεις ή συμφωνίες παραίτησης, ήταν είτε ελλιπή είτε παραποιημένα. Αυτές οι πρακτικές όχι μόνο εμποδίζουν τα υιοθετημένα άτομα να ανακτήσουν τις ιστορίες τους, αλλά και διαιωνίζουν την αποσύνδεσή τους από την κληρονομιά τους.
Τα αρχικά αιτήματα της Ashmita για πληροφορίες από την υπηρεσία υιοθεσίας τής αντιμετωπίστηκαν με καθυστερήσεις και ελλιπείς απαντήσεις. Όταν στράφηκε στο ορφανοτροφείο, όπου πέρασε τα πρώτα της χρόνια, συνάντησε ακόμη μεγαλύτερη αντίσταση. Κάποια στιγμή ο διευθυντής του ορφανοτροφείου εκτόξευσε κεκαλυμμένες απειλές.
Ωστόσο, η Ashmita επέμενε και κατάφερε να βρει το όνομα του ατόμου, που την είχε φέρει στο ορφανοτροφείο. Ωστόσο, το άτομο είχε εξαφανιστεί αφήνοντας ένα ακόμη κενό στην ιστορία της.
Μια σημαντική ανακάλυψη έγινε, όταν η Ashmita απέκτησε πρόσβαση σε μια έκθεση της αστυνομίας, που έλεγε ότι μπορεί να είχε γεννηθεί σε διαφορετικό δήμο από αυτόν στα αρχεία υιοθεσίας της, κάτι που την ώθησε να ζητήσει βοήθεια από τις τοπικές Αρχές. Η αστυνομία ενδιαφέρθηκε για την υπόθεσή της και άρχισε να ερευνά πιθανές διασυνδέσεις με την οικογένειά της. Ενώ η πρόοδος ήταν αργή, ακολούθησαν σχολαστικά τις οδηγίες για να τη βοηθήσουν να εντοπίσει την καταγωγή της.
«Δεν είναι εύκολο», είπε η Ashmita για τη διαδικασία. «Αλλά κάθε μικρό βήμα είναι σαν να συναρμολογώ κάτι πάλι όλο μαζί».
Σημείωσε επίσης ότι οι κοινωνικές αντιλήψεις θα μπορούσαν να αυξήσουν τη δυσκολία. Κατά καιρούς, ένιωθε ότι αμφισβητείται για την ταυτότητά της και το δικαίωμά της να αναζητά απαντήσεις. «Ο κόσμος με ρωτούσε γιατί νοιάζομαι τόσο πολύ ή μου έλεγαν κι ότι δεν είμαι πια Νεπαλέζα, επειδή με υιοθέτησαν στο εξωτερικό», σκέφτηκε.
Η ιστορία της Ashmita είναι μια περίπλοκη περιγραφή της επιμονής απέναντι σε θεσμικές και προσωπικές προκλήσεις. Αν και η αναζήτησή της δεν έχει δώσει ακόμη όλες τις απαντήσεις που αναζητά, συνεχίζει να της προσφέρει γνώσεις για την πρώιμη ζωή της και τα συστήματα, που διαμόρφωσαν το ταξίδι της για υιοθεσία.
«Αυτά τα αρχεία είναι σφραγισμένα για κάποιο λόγο. Δεν πρόκειται να ξανανοίξουν», είπε κυβερνητικός αξιωματούχος. Ακόμη και ένας εκπρόσωπος ΜΚΟ είπε: «Είναι καλύτερα για όλους αν το παρελθόν παραμένει στο παρελθόν». Ένας διευθυντής ορφανοτροφείου ρώτησε: «Γιατί κάνετε αυτές τις ερωτήσεις; Δεν είναι πια η χώρα σας εδώ».
Hari Prasad Sacré
Η κάρτα Νεπαλέζος/α μη Κάτοικος Νεπάλ (NRN) αποτελεί σωτήρια για τα μέλη της διασποράς του Νεπάλ παρέχοντάς τους δικαιώματα διαμονής και ιδιοκτησίας στο Νεπάλ. Ωστόσο, τα υιοθετημένα άτομα αποκλείονται σημαντικά από αυτό το πλαίσιο. Αν και ο νόμος ορίζει την επιλεξιμότητα για άτομα, των οποίων οι γονείς ή οι παππούδες ή οι γιαγιάδες ήταν πολίτες του Νεπάλ, δεν προβλέπει καμία διάταξη για υιοθετημένα άτομα, των οποίων οι νομικοί δεσμοί με τους Νεπαλέζους γονείς τους κόπηκαν λόγω υιοθεσίας.
Όταν ο Hari Prasad Sacré, ένας υιοθετημένος από το Νεπάλ, προσπάθησε να αποκτήσει μια κάρτα NRN στην Πρεσβεία του Νεπάλ στο Βέλγιο, συνάντησε αξιωματούχους που δεν ήταν εξοικειωμένοι με την επεξεργασία ενός αιτήματος NRN από έναν υιοθετημένο. Η περίπτωσή του ήταν η πρώτη του είδους της δημιουργώντας προηγούμενο, αλλά και αναδεικνύοντας τα συστημικά εμπόδια, που αντιμετωπίζουν οι υιοθετημένοι.
«Δεν πληροίτε τις προϋποθέσεις. Το επώνυμό σας είναι Sacré, δεν είναι όνομα νεπαλέζικο», είπε ένα μέλος του προσωπικού της πρεσβείας.

Ο Hari Prasad Sacré λαμβάνει τίκα από τον βιολογικό πατέρα του, Khul Prasad Adhikari, κατά τη διάρκεια του Ντασάιν, λίγες εβδομάδες αφότου έλαβε την κάρτα NRN του. Φωτογραφία: Hari Prasad Sacré μέσω Nepali Times. Χρησιμοποιείται με άδεια.
Η κατάσταση του Sacré ήταν νομικά ασαφής. Αν και οι βιολογικοί γονείς του, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα του, Khul Prasad Adhikari, είναι ζωντανοί και διατηρεί επαφή μαζί τους, δεν έχει πλέον «νόμιμους» δεσμούς με το Νεπάλ λόγω της διαδικασίας υιοθεσίας.
Έχοντας βελγικό επώνυμο, το προσωπικό της πρεσβείας ήταν αρχικά πεπεισμένο ότι ο υιοθετημένος δεν μπορούσε να διεκδικήσει την καταγωγή του από το Νεπάλ. Η νομοθεσία του Νεπάλ, η οποία δεν αναγνωρίζει τους βιολογικούς γονείς ως νόμιμους κηδεμόνες μετά την υιοθεσία ενός παιδιού, δημιούργησε επιπλοκές για την εφαρμογή του NRN.
Για να αντιμετωπίσει αυτή την πολυπλοκότητα, ο Sacré βασίστηκε σε μια μαρτυρία του πατέρα του. Εκδόθηκε από τοπικό κυβερνητικό όργανο στο Κάσκι της επαρχίας Γκαντάκι και η μαρτυρία επιβεβαίωσε ότι ο Hari είχε τεθεί για υιοθεσία και ήταν νεπαλικής καταγωγής. Ενώ αυτό επέτρεψε στην πρεσβεία να εγκρίνει την κάρτα NRN του, η διαδικασία ήταν αδικαιολόγητα παρατεταμένη και συναισθηματικά φορτισμένη υπογραμμίζοντας την ανεπάρκεια των τρεχουσών πολιτικών για την αντιμετώπιση των μοναδικών καταστάσεων των υιοθετημένων.
Η περίπτωση του Sacré αντιπροσωπεύει μια σπάνια περίπτωση, όπου βιολογικοί γονείς ήταν ζωντανοί, συμμετείχαν και πρόθυμοι να καταθέσουν, αλλά πολλά υιοθετημένα άτομα δεν είναι τόσο τυχερά.
Τα περισσότερα υιοθετημένα άτομα δηλώνονται «ορφανά» κατά τη διαδικασία της υιοθεσίας, ακόμη και όταν οι γονείς τους είναι ζωντανοί. Αυτό διακόπτει τους νομικούς δεσμούς τους με το Νεπάλ αφαιρώντας τους τα έγγραφα, που θα μπορούσαν αργότερα να αποδείξουν την καταγωγή τους. Για άλλα άτομα, η απουσία ζωντανών βιολογικών συγγενών ή η πρόσβαση στα αρχικά αρχεία υιοθεσίας τους δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια.
Χωρίς σαφή τεκμηρίωση ή μέλος της οικογένειας, που να εγγυάται τις ρίζες τους στο Νεπάλ, τα υιοθετημένα άτομα εξαιρούνται από το πλαίσιο NRN. Αυτό τους στερεί δικαιώματα ιδιοκτησίας, νομική αναγνώριση και επίσημη σύνδεση με την πατρίδα τους.
Η περίπτωση του Sacré χρησιμεύει ταυτόχρονα ως προηγούμενο και ως έκκληση για δράση. Αποτελεί παράδειγμα των προκλήσεων και των θριάμβων των υιοθετημένων, που πλοηγούνται σε περίπλοκες γραφειοκρατίες, και υποστηρίζει μια πιο περιεκτική και δίκαιη προσέγγιση για την επανασύνδεση των υιοθετημένων με την πατρίδα τους.
Ο Hari Prasad Sacré, PhD, είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης στο Βέλγιο, με εξειδίκευση στην πολιτισμική μετάφραση, την πολυγλωσσία και την ταυτότητα στην εκπαίδευση.
Η Chandra Kala Clemente-Martínez, PhD, είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στην Ερευνητική Ομάδα AFIN, στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, με διδακτορικό στην Κοινωνική Ανθρωπολογία.